Κυριακή 10 Μαΐου 2015

Μη κατάλληλη ενδυματολογική αμφίεση


               Στο Φιλολογικό μνημόσυνο , που έκανε τα Χριστούγεννα 1941 , το περιοδικό ¨ Νέα Εστία ¨, με αφορμή τη συμπλήρωση 30 ετών από τον θάνατο του αείμνηστου συγγραφέα Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη , ο συγγραφέας και ποιητής Μενέλαος Λουντέμης ( 1915 – 1976 ) , αναφέρθηκε σ’ένα περιστατικό που του συνέβη πριν τέσσερα χρόνια , στη Σκιάθο , σ’ένα προσκύνημα στο μνήμα του μεγάλου νεκρού .

             ¨ Θάναι τώρα τρία – τέσσερα χρόνια , που με στεφάνια , λόγους και ποιήματα είχε ξεκινήσει μια καραβιά νέους για τη Σκιάθο σε προσκύνημα . Έτυχε να κληθώ κι εγώ , ανεπίσημα να συμμετάσχω και το τόλμησα χωρίς δισταγμό . Δεν κουβαλούσα βέβαια στεφάνια εγώ , ούτε σμύρναν , ούτε λίβανον . Από την τσέπη , δεν ήταν να βγάλω τίποτα . Κι έβγαλα από την καρδιά .

              Έγραψα μέσα στο καράβι το παρακάτω ποίημα κι’απ’την αυγή της άλλης έσκυβα βόλτες μέσα στον πευκώνα του Μπουρτζιού έχοντας για καλοναρχήτη τον τοτινό και παντοτινό μου φίλο Μήτσο Κούντρα και το αποστήθιζα .

             Η επιτροπή όμως της τελετής απέκλεισε την απαγγελία του εξαιτίας του πολύ φτωχού μου παρουσιαστικού . Φαίνεται ότι θα ήμουν πολύ αφελής για να μην ξέρω τότε , ότι ακόμη και μπροστά σ’έναν ασκητή , δεν έχεις δικαίωμα να παρουσιαστείς παρά μόνον με κοστούμι ¨ανωτέρας κοπτικής ¨ . Δεν τόξερα ότι τον άνθρωπον , που δεν είχε κουμπί στο σουρτούκο του , έπρεπε να τον αντικρύσεις με δυο συστοιχίες από στίλβοντα κουμπιά ! Ας είναι . Είχα αφάνταστα πικραθεί .

            Από τότε η ταπεινή προσφορά μου – το ποίημα αυτό – έμεινε παραπεταμένο στο συρτάρι μου , για να μου θυμίζει κάθε φορά που θα τόβλεπα , πόσο με είχαν τότε πληγώσει . Γι’αυτό σήμερα , δίνοντάς το στη δημοσιότητα , το απαγγέλλω νοερά σε κείνον , με το παρηγορητικό συναίσθημα , ότι κανείς τώρα πια δεν θα διώξει τους στίχους μου , για το μοδάτο ή όχι κοστούμι .

 

                                     

                             Προσκύνημα

 

Ταξίδι ευόδωσέ μας στον ιερό της σκέψης Άθω ,

κύλα μας , σκοπέ μας άγιε , μπάτη μου , άφρινα άτια ,

γλυκομούρμουρο του Αιγαίου , οι μωνέ μας προς τη Σκιάθο ,

προς τη Σκιάθο που μας γνέφουν τ’αβασίλευτά σου μάτια .

         

Με τα σύννεφα που φεύγουν αρμαθιά κατά τη δύση ,

σα λιβανωτός που υψώνουν οι βωμοί της ,

ταξιδεύουν τα πανιά μας κι’η καρδιά μας κι’η ορμή της ,

κι’έτσι πάνω απ’ τους αφρούς θα τραγουδήσει :

 

Πίσω από τη νέα Αργώ μας , η παλιά Κολχίδα σβύνει

και μια νέα μας περιμένει Μέδινα από γη φτωχή ,

κι ένας ντροπαλός ιεράρχης δίχως άμφια και αγίων σμήνη ,

μ’ένα σκήπτρο απ’ άγριο ξύλο και μια Βίβλο για ψυχή .

 

Τα καΐκια , συναγμένα στου Μπουρτζιού τα βράχια γύρα ,

του πελάου χελιδόνες με πεσμένα τα φτερά ,

τη γλυκειά σου αναθυμιούνται που τα τραγουδούσες λύρα ,

καθώς έσκιζαν , σαΐτες , τα νερά τ’αστραφτερά .

 

Και των δειλινών τις ώρες τις κεντούσες με ιστορίες

με τ’απλοϊκά γερόντια στα σκαμνάκια πες και πες ,

καθισμένοι στο προσήλιο , στα φτωχά καφενεδάκια ,

με τις καλαμένιες τις σκεπές .

 

Κι’όντας λυπημένα , ο ήλιος κύλαε στ’ασήμια μέσα

και φουσκώναν τα καράβια και μισεύανε γι’αλλού ,

εγια μόλα τους ψυχή τους και ψυχούλα άγια λέσα

και σμαράγδια και φεστόνια και μαντήλια του γιαλού .

 

Τώρα πια ο Χριστός στο Κάστρο , δεν ακούει την ψαλμουδιά σου

κι’ούτε ο λόγος σου ακούεται ο αΐδιος ,

ξεχασμένα στο μαντήλι έχουν σβύσει τα κεριά σου ,

και σαν σιγανή λαμπάδα έσβυσες κι ο ίδιος .

 

Πνίγηκε στα πένθη η σκέψη , μοίρεται ο γιαλός φαιός

στο σεπτό νησί της Σκιάθος πούγινε ναός της ,

που γεννήθηκε κι εχάθη ένας ταπεινός Θεός –

ο Θεός της !    

 

Β.Π. – Μάϊος 2015               .                 

Δεν υπάρχουν σχόλια: