Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Μηδέν εις το πηλήκιον

Υπηρέτησα την στρατιωτική μου θητεία κατά τα έτη 1962 και 1963 στις Ειδικές Δυνάμεις (Δυνάμεις Καταδρομών). Μονάδα μου η Ε΄ Μοίρα Ορεινών Καταδρομών, με έδρα την πόλη της Δράμας. Πολλές οι αναμνήσεις, μεγάλες οι εμπειρίες από τα δύσκολα εκείνα χρόνια.

Αφορμή για τούτο το σημείωμα μου έδωσε ένα διήγημα με τίτλο ¨Μηδέν εις το πηλήκιον¨, ένα από τα οκτώ διηγήματα, που περιλαμβάνονται στο βιβλίο με τίτλο ¨ Η μεγάλη εκδήλωση του ενός¨ του συγγραφέα Δημήτρη Λέντζου.

Εσατζήδες και Λοκατζήδες ποτέ δεν είχαν καλές σχέσεις. Είχαν μια αντιπαλότητα, μεταξύ τους, μηδεμινή ανοχή, συχνές κόντρες . Στα χρόνια της θητείας μου, έγινα πολλές φορές αυτόπτης μάρτυρας μικροεπεισοδίων με την στρατιωτική αστυνομία.

Το βιβλίο του Δημήτρη Λέντζου με ¨ταξίδεψε¨πολλά χρόνια πίσω, στα χρόνια του στρατού, και με έκανε να νιώσω μέσα μου, νοερά, εκείνο το σφρίγος και την λεβεντιά των πράσινων μπερέδων :

¨Η πλατεία Κουμουνδούρου είχε βγάλει τα τραπέζια της έξω, μπροστά στα σουβλατζίδικα και τα ζαχαροπλαστεία. Έτσι είναι οι πλατείες σαν τους ανθρώπους, το χειμώνα κλείνονται μέσα και με τις πρώτες δειλές ζέστες του Απριλίου, βάζουν τα κοντομάνικά τους. Τούτος ο χειμώνας του 1976 ήτανε βαρύς γι’αυτό και η άνοιξη ήρθε τόσο επιβλητική και τόσο ¨θαυμασία¨ στο Μεγάλο Πεύκο.

Θαυμασία λοιπόν η άνοιξη αλλά ωραιοτάτη και η νύχτα στην πλατεία Κουμουνδούρου με την τσίκνα από τα σουβλάκια, τις μυρωδιές από τους βασιλικούς, ναι είχε βασιλικούς τότε η Κουμουνδούρου στις αυλές αλλά και στα πρεβάζια των μικρών νεοκλασικών, και μέσα στις μυρωδιές και την άνοιξη, ο κόσμος σε πλήρη ανθοφορία. Λογής-λογής κόσμος, μεροκαματιάρηδες επαρχιώτες που θα φύγουν αύριο για τα χωριά τους, φαντάροι όλων των σωμάτων, πουτάνες στα πλατύσκαλα των μπορντέλων και των λερών μικρών ξενοδοχείων με τις πόρτες βαμμένες με μπλε λαδομπογιά, ποτέ άλλωστε δεν κατάλαβα πως τόσο πολύ ο άνθρωπος συνδυάζει την ερωτική πράξη με χώρους που μοιάζουν με καμπινέδες, μάλλον όλα τα ένστικτά μας, έχουν την ίδια ρίζα, όσο και να φαίνονται διαφορετικά δένδρα, γι’αυτό ακριβώς λειτουργούν όλα το ίδιο άγρια και το ίδιο ωραία.

Το Σάββατο λοιπόν εδώ στη Κουμουνδούρου βγαίνανε και οι φαντάροι, όπως είπαμε, τσάρκα, όλων των λογιών τις τσάρκες, από το να φάνε ένα σουβλάκι και να πιούνε μια μπύρα, έως τις περιβόητες εκείνες μπουρδελότσαρκες, με τα ατέλειωτα παζάρια με τις πουτάνες και τους πούστηδες στην Ομόνοια και στα πέριξ αυτής σκοτεινά μέρη.

Και ύστερα οι πιο θαρραλέοι, θα μπαίνανε να ακούσουνε κανένα κλαρίνο στη Βάθη και στη Σατωμβριάνδου, με ρεφενέ μια Δεμέστιχα και μια φρουτοσαλάτα, κι οι πιο θαρραλέοι πάντα ήτανε οι Λοκατζήδες. Περνούσανε στις επωμίδες τους πράσινους μπερέδες και με σηκωμένα τα μανίκια ήτανε έτοιμοι για όλα . ¨ Αν σας δείρει κανείς άλλος καλύτερα να μη βγείτε στην αναφορά ποτέ, ν’ανοίξετε λάκκο και να μπείτε ¨, τους έλεγε πάντα ο Μαστραπάς το πρωί στην αναφορά.

Στην πλατεία λοιπόν τις καθημερινές ¨πολλώ δε μάλλον¨ τα Σαββατοκύριακα βγαίνανε περιπολία οι Εσατζήδες, αλλά και το Μικτό, δηλαδή περιπολία με ένα Εσατζή, ένα Ναυτονόμο και ένα Αερονόμο.
Και αλλοίμονο σε όποιο φανταράκι πιάνανε, λίγο ατιμέλητο, λίγο πιωμένο, ασκούφωτο με σκονισμένες αρβύλες και άλλα τέτοια, περί της εμφανίσεως και συμπεριφοράς, μικροπράγματα.

Και συνήθως έτσι συνέβαινε για να δείξουνε μούρη στα κοριτσόπουλα και τις πουτάνες, που δεν τους γουστάρανε καθόλου γιατί μάλλον τους θύμιζαν τους νταβατζήδες τους.

Την κόντρα όμως την μεγάλη την είχανε με τους λοκατζήδες, γιατί οι λοκατζήδες δεν μασάγανε από τέτοια, χαιρετούρες, δηλαδή και ψαρώματα. Βέβαια να σκεφτούμε ότι οι Εσατζήδες έρχονταν από μια απόλυτη εξουσία πάνω στο στράτευμα και τους πολίτες, που είχανε στη χούντα, αλλά τώρα στη μεταπολίτευση τους είχε κοπεί λίγο το λοφίο και ο τσαμπουκάς και οι λοκατζήδες έβγαλαν απέναντί τους το άχτι τους, για ό,τι είχανε περάσει τα τελευταία χρόνια από δαύτους.

Έτσι όταν σμίγανε στα σοκάκια και τα μπουρδέλα της Κουμουνδούρου έπεφτε χοντρό ξύλο, και είχανε μπει σε ένα παιχνίδι σκληρό και ανελέητο.

Όποιος τις έτρωγε, μαζί με τα ούρα του που μάζευε, του παίρνανε και το καπέλο, το πηλήκιο δηλαδή για τους Εσατζήδες και τον μπερέ για τους Λοκατζήδες.

Παίρνανε λοιπόν τα καπέλα σαν λάφυρα και πηγαίνανε και τα κρεμούσανε στα παλούκια στο φράκτη του γηπέδου, απέναντι ακριβώς από τον ιστό της σημαίας στο χώρο της αναφοράς.

Ο Μαστραπάς κάθε πρωί, όταν άρχιζε η αναφορά, κοιτούσε απέναντι στα σιδερένια παλούκια με τα καπέλα. Όταν έβλεπε τα καπέλα στα παλούκια φώναζε : ¨Μπράβο ! Μπράβο, ηθικόν ακμαιότατον, σαν πούτσες σηκωμένες, μπράβο ! ¨ και έδινε εντολή να μαζέψουν τα καπέλα στο ΚΨΜ , που σε μια μεγάλη σανίδα στον τοίχο τα φύλαγε το ένα δίπλα στο άλλο, και θα ήτανε μαζεμένα καμιά εβδομηνταριά τέτοια καπέλα με γραμμένα στο γείσο τους, την ΕΣΟ, τους μήνες και το ΑΣΜ αλλά και την πόλη καταγωγής, Πύργος δηλαδή, Αμαλιάδα, Σπάρτη, Φιλιατρά, αλλά και άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, αλλά και ματωμένες καρδιές, ¨λοκατζήδες καρλιόληδες¨ και άλλες ωραίες επιγραφές μεγίστου στρατιωτικού ήθους και κάλλους.

Τις φορές όμως που ο Μαστραπάς έβλεπε τα παλούκια στην αναφορά άδεια, αγρίευε και ποιος είδε το διάβολο και δεν τον φοβήθηκε.

¨Να φέρετε όλοι τους μπερέδες σας για καταμέτρηση, λαπάδες, και όποιου του λείπει θα τον γαμήσω, θα πάρει άδεια του Αγίου Πούτσου¨, γιατί ξέχασα να σας πω ότι ο Άγιος αυτός και προστάτης του στρατεύματος, έχει μια μεγάλη διαφορά από όλους τους άλλους αγίους, ότι γιορτάζει κάθε μέρα και ειδικά στα ΛΟΚ, όταν είναι άδεια και ασκεπή τα παλούκια του συρματοπλέγματος στο χώρο αναφοράς του στρατοπέδου.

Μια μέρα λοιπόν που γιόρταζε ο Άγιος που λέγαμε, ο Μαστραπάς κάλεσε την Καναδέζα των ονίων να παρκάρει μπροστά στο ΚΨΜ και αφού έβαλε και μαζέψανε τα πηλήκια από τη σανίδα τα συσκεύασε μέσα σε τρία μεγάλα χαρτόκουτα, τα οποία τα έκλεισε με ταινία και έγραψε στο καθένα χωριστά : ¨Παραλαβή από τον ίδιον τον Διοικητή της ΕΣΑ εις το Γουδί κ Παναγόπουλον Δημήτριον ¨. Κράτησε μόνο ένα πηλήκιο με ΑΣΜ 106, του Πύργου δηλαδή. ¨Αυτό να το δώσετε στα χέρια του, αλλοιώς μη γυρίσετε πίσω¨, είπε στο λοχία Παναγιώτου που θα συνόδευε την Καναδέζα έως το Γουδί. ¨Μάλιστα κύριε Διοικητά¨, απάντησε σε στάση προσοχής, με μεγάλη περηφάνια για την επιλογή του ο λοχίας Παναγιώτου.

Ο Μαστραπάς και ο Παναγόπουλος, για όσους το αγνοούνε, ήταν συμφοιτητές στην Ευελπίδων. Ο Παναγόπουλος καταγόταν από τον Πύργο και ο Μαστραπάς από την Καλαμάτα. Αντίθετοι χαραχτήρες σε όλα, από την ομάδα ποδοσφαίρου, μέχρι το γούστο στις γυναίκες, αλλά πάνω απ’όλα είχανε εντελώς άλλη αντίληψη για το στρατό, την πολιτική και τους φαντάρους. Ο Μαστραπάς ήτανε Ολυμπιακός, στη χούντα είχε κυνηγηθεί, με στερήσεις, δυσμενείς μεταθέσεις, ποτέ δεν είχε βρίσει γυναίκα, και τέλος αγαπούσε πολύ τους φαντάρους, σκληρός στην εκπαίδευση με μεταδοτικότητα, υψηλού ήθους και φαγητό υψηλών προδιαγραφών. Όλοι άλλωστε το λέγανε : ¨ Στο Μεγάλο Πεύκο μπορεί να τρως τ’αρχίδια σου στην εκπαίδευση, αλλά τρως καλά ¨ .

Το αντίθετο όλων αυτών, ήτανε ο Παναγόπουλος, Παναθηναϊκός στην ομάδα και αντίθετος σε όλα τα άλλα από τον Μαστραπά.

Να μην ξεχάσουμε και κάτι σημαντικό, την οικογενειακή κατάσταση καθενός. Ο Μαστραπάς ήτανε ανύπαντρος και έμενε με την αδελφή του την Τασία ανύπαντρη και αυτή στη Νίκαια, στην οδό Καραϊσκάκη 5.

Ο Παναγόπουλος ήταν παντρεμένος, πατέρας δύο κοριτσιών και έμενε στου Ζωγράφου, στην οδό Μ. Αλεξάνδρου 6, στον 3ο όροφο.

Η Καναδέζα με τα πηλήκια πέρασε την πύλη της ΑΣΔΕΝ και κατευθύνθηκε προς το Διοικητήριο της ΕΣΑ. Ο λοχίας Παναγιώτου με τον οδηγό, το Νίκο το Σαβλή από την Αμφιλοχία, που όπως καταλαβαίνετε κονόμησε αμέσως το ωραίο του παρατσούκλι ¨Καβλής¨ , χωρίς καμμία σκέψη παραπάνω, κατεβάσανε τις κούτες και τις αφήσανε πάνω σε ένα ξύλινο παγκάκι της εισόδου.

¨Τι είναι αυτά¨ , τους λέει ο φύλακας, ένας μαντράχαλος δύο μέτρα, με κατεβασμένο το πηλήκιο μέχρι τη μύτη για ψάρωμα.
¨Να τα δώσεις στο Διοικητή σου, του τα στέλνει ο Διοικητής μας ο Μαστραπάς ¨ .
¨Και τι είναι αυτά ; ¨ .
¨Δεν ξέρουμε εμείς ¨ .
¨Τι ξέρετε ρε ψάρακες εσείς ; ¨ .
¨Είναι και αυτό εδώ ¨, του λέει ο Παναγιώτου.
Και του δίνει το μικρό κουτί σε σχήμα δώρου με το ένα από πηλήκιο μέσα με τα ΑΣΜ του Πύργου.
¨Τι είναι αυτό; ¨ , ρώτησε ο μαντράχαλος με το άσπρο περιβραχιόνιο.
¨Δωράκι¨, του απάντησε ο Παναγιώτου και φύγανε γρήγορα, όπως ήρθανε από την πύλη και όπως περνούσανε την μπάρα ανοίγει την πόρτα της Καναδέζας ο Παναγιώτου και φτύνει.

Αμάν, μόλις το είδανε αυτό οι Αλφαμήτες πήρανε φωτιά, φώναζαν, σκίζανε τα ρούχα τους και τα καπέλα τους, ο Καβλής πάτησε κι άλλο το γκάζι και εξαφανίστηκε μέσα στο Γουδί.

Την άλλη μέρα στην αναφορά ο Παναγόπουλος αλλόφρων και βλάσφημος διέκοπτε βιαίως την αναφορά και κυνηγώντας με κλωτσιές και φτυσιές του Εσατζήδες, τους φώναζε να φέρουν όλοι στην αναφορά τα πηλήκιά τους. Ο Ευαγγέλου, ο γραφιάς του Β΄γραφείου με τα χοντρά γυαλιά και τη μικρή φαλάκρα, που έμοιαζε σαν μικρή μυρμηγκοφωλιά στ’αλώνι, στεκόταν με προσοχή πίσω από την κούτα με τα πηλήκια, το πεσκέσι δηλαδή του Μαστραπά.

Σε λίγο γυρίσανε όλοι οι Εσατζήδες τρέχοντας με τα καπέλα τους φορεμένα κρατώντας σφιχτά να μη πέσουνε από το τράνταγμα του κεφαλιού τους. Παρατάχθηκαν όλοι στις σειρές τους και τότε ο Παναγόπουλος περνώντας δίπλα τους ήλεγχε ένα-ένα τα κεφάλια τους με τα πηλήκια. Φθάνοντας στον Βασιλόπουλο από το Κατάκωλο, πιάνοντάς τον βίαια από την επωμίδα τον βγάζει έξω από τη σειρά.
¨ Έβγα μπροστά αρχίδι, και τα λέμε ¨ .

Ο Βασιλόπουλος κιτρίνισε, το πηλήκιό του ήταν χωμένο βαθιά μέχρι τα φρύδια, δυο νούμερα δηλαδή μεγαλύτερο από το δικό του.

Το ίδιο έγινε με επτά ακόμη Εσατζήδες, άλλου δεν χωρούσε καθόλου το κεφάλι, άλλου ήταν ραγισμένο το γείσο, άλλου ήταν φαρδύ και άλλου ήταν βρώμικο και ξηλωμένο.

Οι οκτώ Εσατζήδες καθήσανε προσοχή στη σειρά μπροστά κάτω από το κοφτερό μάτι του Παναγόπουλου.
¨Βγάλτε ρε μουνιά τα πηλήκια και ακουμπήστε τα πάνω στη μάντρα ¨, δηλαδή μπροστά στα πόδια του, γιατί ο χώρος της αναφοράς ήταν σε δύο επίπεδα, στο χαμηλότερο οι Εσατζήδες και στο ψηλότερο ο Παναγόπουλος με τον Ευαγγέλου.
¨Πάρε τα πηλήκια γρήγορα και βγάλε τα άλλα από την κούτα και φέρτα εδώ ¨ .
Ο Ευαγγέλου με όση ταχύτητα του επέτρεπε ο ράθυμος ρυθμός του, άδειασε τα πηλήκια στο χώμα και τα έδινε ένα-ένα στον Παναγόπουλο, πατώντας κάθε φορά και μια δυνατή προσοχή μπροστά του, με όση δύναμη βέβαια του επέτρεπαν τα πλαδαρά του μέλη.
¨Όσοι είναι από τον Πύργο να βγούνε δεξιά ¨ , είπε. Από την οκτάδα βγήκαν τρεις : ο Αριστόπουλος, ο Λέπουρας και ο Στίπας και βγήκανε και άλλοι πέντε από την αναφορά, και αφού παρουσιάστηκε ένας-ένας μπροστά στον Παναγόπουλο, που κατέβηκε σιγά-σιγά τα τρία σκαλιά της μικρής μαντρούλας, έφτυσε μπροστά τους με δύναμη, με τον Ευαγγέλου να τον ακολουθεί πάντα κατά πόδας.
¨Ευαγγέλου κοίταξε μέσα στα καπέλα ΑΣΜ,ΕΣΟ, παλαιότητα ¨, άκου παλαιότητα, ένα πράγμα σαν κρασιά δηλαδή.
¨Ευαγγέλου συντόμευε, συντόμευε κωλαρά, φόρεσέ τους τα, και δες τίνος είναι, ένα-ένα ¨ .

Ο Ευαγγέλου αφού τα δοκίμασε στα κεφάλια τους, και με βάση τα γραμμένα μέσα στα πηλήκια κατέληξε σε μια σειρά, τα οκτώ πηλήκια ήταν στη σωστή τους θέση, στα σωστά κεφάλια δηλαδή. Ο Παναγόπουλος αφού έκανε δύο βήματα πίσω, έκανε μεταβολή, ανέβηκε πάλι τα τρία σκαλιά και ανεφώνησε με όση δύναμη φωνής είχε, και να λέμε και του στραβού το δίκιο, από φωνή, φωνάρα, έσκιζε :΅
¨Λόχος , προσοχή, ημιανάς, προσοχή ...¨ .
¨Μηδέν, μηδέν, εις το πηλήκιον ¨ .
¨Αρχίδια αρχίδια και σαφρίδια, αν αύριο στην αναφορά δεν μου φέρετε οκτώ πρασινομπερέδες ν’ανοίξτε τη γη και να μπείτε μέσα. Τους ζυγούς λύσατε μουνιά ¨ . Και με πιο σιγανή φωνή μονολόγησε : ¨ θα σε γαμήσω εγώ Μαστραπά ¨ .

Το τι ακολούθησε μετά δεν λέγεται . Στην Κουμουνδούρου έπεφτε κάθε βράδυ το ξύλο της αρκούδας, οι μπερέδες, εναλλάσονταν με τα πηλήκια, σαν φιλοφρονήσεις, ο Μαστραπάς και ο Παναγόπουλος αλληλοβριζόντουσαν γραπτώς και τηλεφωνικώς παντού, μέχρι που έμαθε τα καθέκαστα ο αρχηγός της ΑΣΔΕΝ ο Κωνσταντινόπουλος από την Τρίπολη και τους κάλεσε στο αρχηγείο και τους έβαλε χέρι κανονικά.
¨Τι πράγματα είναι αυτά, τους είπε, σαν μικρά παιδιά κάνετε. Θα το μάθουν επάνω και θα μας γαμήσουνε όλους. Πηγαίνετε τώρα και ήσυχα ¨ .
Ο Παναγόπουλος και ο Μαστραπάς με τα καπέλα στα χέρια τραβήξανε για τη πόρτα, αλλά τους σταμάτησε η φωνή και
πάλι του Κωνσταντινόπουλου.
¨Ποιος νίκησε τελικά ; ¨.
Δεν πήρε καμμιά απάντηση. Οι δύο άσπονδοι φίλοι εξαφανίστηκαν. Λένε ότι μέχρι την αποστρατεία τους δεν αντάλλαξαν ούτε μία καλημέρα.
Ένα ανοιξιάτικο βραδάκι στην Κουμουνδούρου, μετά από λίγα χρόνια, σ’ένα σουβλατζίδικο, σε δύο μικρά τραπεζάκια με το νάϋλον τραπαζομάντηλο, με τα μπουκάλια της μουστάρδας και του κέτσαπ, τρώγανε το σουβλάκι τους, συνταξιούχοι πια, ο Παναγόπουλος και ο Μαστραπάς. Ο Μαστραπάς φώναξε το γκαρσόνι και του είπε σιγά στ’αυτί :
¨Βάλε μια μπύρα από μένα σ’αυτόν τον κολόγερο απέναντι ¨ .

Ο Μιλτιάδης

Ήταν η εποχή, η προπολεμική, που είχε τις ιδιαιτερότητές της, τα ξεφαντώματα, τις ευωδιές της.

Στην κεντρική αγορά του Βελεστίνου, μερικά από τα μαγαζιά της, έλαμπαν κυριολεκτικά για την καθαριότητά, την όλη εμφάνιση, την προσφορά τους. Παλαιά μαγαζιά, φροντισμένα πεζοδρόμια, καλοδεχούμενοι άνθρωποι. Οι μαγαζάτορες ένας – ένας, με το χαμόγελο και την αρχοντιά. Γνωστές φιγούρες πουεπί δεκαετίες χαράζουν πορείες, γράφουν ιστορία.

Ο Θόδωρος Ιωαννίδης, ο Θανάσης Καραθανάσης, ο Σταύρος Καραμπερόπουλος, ο ¨Αμερικάνος¨ Κώστας Καραμπερόπουλος, ο Νίκος Τριανταφυλλόπουλος, ο Μιχάλης Τίτσιας, ο Τσακαλέας, ο Κόγιας, ο Γούσης, ο Τσιμπουκλής, ο Παπατόλιας, οι αδελφοί Παπατόλια, οι Γιατσαίοι, ο Ντόντος, ο Ηρ. Χατζάκος, ο Διακόπουλος και τόσοι άλλοι που δημιούργησαν την πανέμορφη αγορά, που αποτελούσε και κέντρο συγκέντρωσης των κολίγων του κάμπου και των πολυάριθμων κτηνοτρόφων της περιοχής.

Ανάμεσα σ’αυτούς τους μαγαζάτορες και ο Μιλτιάδης Τσονάκας. Μάγειρας, από τους εξέχοντες , ο πρώτος των πρώτων. Είχε το εστιατόριό του στο δρόμο της αγοράς, μια φροντισμένη αίθουσα με μεγάλες πόρτες και από μέσα βελούδινες, τεράστιες κουρτίνες. Στο υπόγειο είχε τα κρασιά, δική του παραγωγή, τα πιο λαμπερά και εύγεστα.

Μπαίνοντας στην αίθουσα του εστιατορίου, μοσχοβολούσε ο τόπος από τα καλομαγειρεμένα φαγητά. Το μεσημέρι, το κάθε μεσημέρι, η αίθουσα γέμιζε. Όλη η ¨εξουσία¨ του Βελεστίνου, αστυνόμος, ειρηνοδίκης, αγρονόμος, γυμνασιάρχης και λοιποί είχαν το ραντεβού τους στο εστιατόριο του Μιλτιάδη.

¨Μιλτιάδη τι έχουμε σήμερα ; ¨ . Και από τα βάθη της κουζίνας η φωνή του εστιάτορα : ¨Καρλίσιο πλακί¨ ή ¨αρνάκι φρικασέ¨ ή ¨μοσχάρι πατάτες¨ και τόσα άλλα που υπήρχαν στην πλούσια κουζίνα του Μιλτιάδη. Ένας μάγειρας, μια ομορφιά και μια νοστιμιά, που ευφραίνει καρδιές και γεμίζει με νοστιμιές το στομάχι. Ο Μιλτιάδης, ο μοναδικός σε εξαίσια μαγειρέματα και αχόρταγες λιχουδιές.

Αυτός ο λαμπρός επαγγελματίας του Βελεστίνου, πασίγνωστος σε όλη την περιοχή, είχε δυστυχώς οικτρό τέλος, θύμα και αυτός της ναζιστικής θηριωδίας. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1943, ύστερα από τη μάχη στο δάσος του Βελεστίνου, οι Γερμανοί για αντίποινα, μπήκαν στην πόλη και επιδόθηκαν σε ένα όργιο εκτελέσεων και πυρπολήσεων καταστημάτων και οικιών. Στην αγορά πυρπολήθηκαν όλα σχεδόν τα καταστήματα και μεταξύ αυτών το εστιατόριο του Μιλτιάδη.

Ο Μιλτιάδης δεν έφυγε από το εστιατόριό του, αλλά φοβούμενος την μανία των Γερμανών κρύφτηκε στο υπόγειο, εκεί όπου τα βαρέλια με το κρασί. Οι Γερμανοί πυρπόλησαν το μαγαζί του και ο εστιάτορας πνιγμένος στον καπνό, θέλησε να σηκώσει τη σιδερένια καταπακτή που ήταν στο πεζοδρόμιο, για να βγει έξω και να σωθεί.

Όμως αδύναμος όπως ήταν και μεγάλος στην ηλικία, δεν μπόρεσε να σηκώσει την καταπακτή και βρέθηκε λίγο αργότερα μισοκαμένος στα σκαλοπάτια του υπογείου. Περιουσίες που έγιναν στάχτη και άνθρωποι που θυσιάστηκαν στο βωμό της ¨νέας τάξης πραγμάτων ¨ .

Έτσι χάθηκε ο Μιλτιάδης, η φήμη του οποίου εξακολουθεί να αιωρείται στο Βελεστίνο, για την τιμιότητα, την καθαριότητα και τα καλομαγειρέματα του αξέχαστου εστιάτορα .

Βασίλειος Καραμπερόπουλος – Εφημ. ¨Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ¨, Βόλος 8-5-2011 .

Ποίηση και ποιητές

Ποίηση και ποιητές . Ένα θέμα που πάντα θα μένει ανεξάντλητο. Με αφορμή μια ποιητική βραδιά, ο βετεράνος δημοσιογράφος Γιάννης Μαντίδης έγραψε ένα σχετικό κείμενο με τίτλο ¨Ποιητές στην Εξωραϊστική¨ :

¨Δεν έχω γράψει ουτ’ ένα ποίημα στη ζωή μου, ουτ’ ένα σύντομο γιαπωνέζικο, χάϊ – κάϊ που ήταν κάποτε στη μόδα. Την περασμένη Δευτέρα 28-3-2011 μάλιστα, στην έξοχη ποιητική βραδιά της ¨Εξωραϊστικής¨, είδα πόσο άδειος πρέπει νιώθει κανείς, όταν δεν έχει κάνει έστω κι ένα στίχο.

Πριν όμως μπω στην εκδήλωση, πρέπει να πάω χρόνια πίσω. Να συναντήσω έναν παλιό αξέχαστο συνάδελφο και φίλο, τον Λεφτέρη Ραφτόπουλο, μια απ’ τις πρώτες πέννες στο σινάφι μας και ποιητή με ονοματεπώνυμο, να ξαναθυμηθώ κάτι που μου λεγε για τους ποιητές της εποχής : ¨ Ξεχωρίζω έναν δικηγόρο νεαρό. Έχει φλέβα ποιητική κι αν συνεχίσει θα γίνει μεγάλο όνομα ¨. Ο ταλαντούχος ποιητής, νέος τότε δικηγόρος, ήταν ο τιμώμενος σήμερα Μιχάλης Μπάστας, που είχε βραβευτεί την εποχή εκείνη στον λογοτεχνικό διαγωνισμό του Δήμου Βόλου, με τον Ραφτόπουλο μέλος της κριτικής επιτροπής, που του απένειμε το δεύτερο βραβείο ποίησης .

Ναι , τον θυμάμαι τον Λεφτέρη, τον φειδωλό στα ¨μπράβο¨ του, ξεχωριστό συνάδελφο, να νοιάζεται , να μου μιλάει για την ποίηση του Μιχάλη, που όμως στη συνέχεια δόθηκε στη θεά θέμιδα, παραμελώντας την ερωτιάρα μούσα Ερατώ. ¨ Έτσι τα έφερε η ίδια η ζωή¨, μου εξήγησε χρόνια αργότερα, ο ίδιος φίλος νομικός, νοσταλγώντας τον έρωτά του για την Ποίηση, που κατά κάποιον τρόπο, την θυσίασε για χάρη της Δικαιοσύνης. Κι ίσως αυτός ο πόθος κι ο καημός του να ΄ναι έμμετρος στη ¨Βροχή¨, το θαυμάσιο ποίημά του.

Κόσμος πολύς τίμησε την εκδήλωση, η ¨Εξωραϊστική¨ στις καλύτερες στιγμές της. Ο Βόλος, σκέφτηκα, στις δύσκολες μέρες που περνάμε, έρχεται ν’ανασάνει στον πολιτισμό και μάλιστα στον ποιητικό λόγο, είδος που σήμερα δεν πουλάει. Πόσοι ήταν οι ποιητές και πόσοι οι φίλοι της ποίησης ; Δεν ξέρω. Όσους και να πω λιγότεροι θα ήταν. Ξέρω όμως ότι η συντριπτική πλειονότητα των ακροατών, πρέπει να ήταν δικηγόροι. Πάνω από...εφτακόσιοι, μου λέει ένας φίλος νομικός, υπάρχουν, απασχολούνται ή παρεπιδημούν στην πόλη. Κάποιοι από δαύτους μάλιστα, μαθαίνοντας ότι ο Μπάστας, εκτός από έγκριτος δικηγόρος, είναι και βραβευμένος ποιητής, έσπευσαν να τον συγχαρούν ή με κάποια συστολή να πληροφορηθούν πως γίνεται να βγουν στο φως νεανικά τους ποιήματα που έχουν κρυμμένα στο συρτάρι ...

Στην ¨Εξωραϊστική ¨ ! Το μέλλον του ποιητικού μας Βόλου βρίσκεται ΄κει, στη φιλόξενη αίθουσά της, όπως τον παλιό καλό καιρό. Η πρόεδρος της Λέσχης Μαρία Παλιούρα-Γαλανού έχει ανοιχτό μυαλό και όρεξη για καινούργιες εκδηλώσεις. Ποιητές υπάρχουν, αρκεί να τους ανακαλύψουμε. Και πριν απ’ όλους , να ξαναθυμηθούμε κάποιους που έφυγαν κι άφησαν πίσω τους σπουδαίο ποιητικό έργο, καιρός να το γνωρίσουν και οι νεότεροι. Η ¨συνταγή¨ της σειράς ποιητικών εκδηλώσεων, με βάση μια Καβάφεια στροφή είναι επιτυχημένη : ¨ Με μουσικές εξαίσιες ( του κιθαριστή Γιώργου Φουντούλη, με φωνές...¨ ( του καλλιτεχνικού ζεύγους Μητσάκη-Γκιζά) και με τις αναλύσεις των διανοητών Βασίλη Αναγνωστόπουλου και Κώστα Λιάπη, θα πρέπει να συνεχιστεί. Και μεις οι άλλοι να πλαισιώνουμε την Ποίηση, μετρώντας και την πίεσή μας κάπου-κάπου. Δεν είμαστε για μεγάλες συγκινήσεις ...

Η εικόνα της ¨ Παναγίας Κουνίστρας¨

Ο μεγάλος των Ελλήνων συγγραφέων κοσμοκαλόγερος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, διατηρούσε ιδιαίτερους οικογενειακούς και ψυχικούς δεσμούς με την ¨Παναγία Κουνίστρα¨. Στα υμνογραφήματά του για τις Παναγίες του νησιού, ποιήματα που γράφει το 1909, δυο χρόνια πριν τη μετάστασή του, αρχίζει από την Κουνίστρα, γιατί όπως γράφει : ¨ Εις το μονύδριον της ¨Παναγίας της Κουνίστρας¨, κατά το μεσημβρινοδυτικόν παράλιον της νήσου Σκιάθου, όπου ευρίσκεται η παλαιά και πάνσεπτος θαυματουργός εικών της ¨Παναγίας της Κουνίστρας¨, ζωγραφισμένη ως κόρη ανήλικος ακόμη προ του θείου Ευαγγελισμού, έζησαν κατά τα τέλη του 18ου και τας αρχάς του 19ου αιώνος, έξι πλάγιοι ανιόντες συγγενείς μου, όλοι ιερομόναχοι. Δύο μεν μεγάλοι θείοι μου τρίτης γενεάς, Καλλίνικος, Ιωσήφ και Ευγένιος και τελευταίος προ πατρός απλής θείας μου Ιωαννίκιος ...¨ . Η επαρχία Σκιάθου υποδέχεται τον Δεκέμβρη του 1908 τον νεοχειροτομημένο ποιμενάρχη της Γερμανό Μαυρομμάτη, Επίσκοπο Δημητριάδος, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγονταν οι Σποράδες από το 1899 έως το 1909.

Ο μοναδικός σκοπός της χειμωνιάτικης επίσκεψης του νεαρού Επισκόπου από τα Ψαρά ήταν η απόκτηση και μεταφορά στο Βόλο της θαυματουργής εικόνας της ¨ Παναγίας Κουνίστρας¨ και η περιόδευσή της σε ολόκληρη τη Μαγνησία και άλλες Επισκοπές για συλλογή ¨χρημάτων και δοσημάτων¨.

Ο Δημητριάδος Γερμανός (1907-1935) κατέφυγε στη λύση των προσοδοφόρων προσκυνημάτων προκειμένου να μαζευτούν χρήματα για την ανέγερση του Επισκοπικού Μεγάρου.

Στη Σκιάθο κατάφερε να πείσει τους ιερείς και τους επιτρόπους του καθεδρικού ναού Τριών Ιεραρχών, όπου φυλασσόταν η εικόνα, να του την παραχωρήσουν.

Όταν μαθεύτηκε η είδηση πρώτος αντέδρασε ο Παπαδιαμάντης και δυναμικά πρωτοστάτησε σαν αντάρτης και δημηργέτης στον ξεσηκωμό του νησιού. Ο συνήθως πράος και ήρεμος διηγηματογράφος πολέμησε με όλη τη δύναμη της πίστης του την πρόθεση του Επισκόπου. Μίλησε στο λαό. Παρουσιάστηκε προσωπικά στο δεσπότη και διαμαρτυρήθηκε δηλώνοντας ρητά ότι : ¨την ψυχή μας μπορεί να πάρετε, όχι όμως την εικόνα ¨.

Ο Παπαδιαμάντης αμέσως μετά το περιστατικό δημοσιεύει στη εφημερίδα ¨ΘΕΣΣΑΛΙΑ¨ με ημερομηνία 17 Δεκεμβρίου 1908 άρθρο με τίτλο ¨Περί της Παναγίας Κονίστρας¨, όπου αναφέρει τα σχετικά με την εικόνα : ¨ ... Η πάνσεπτος εικών της υπεραγίας θεοτόκου της Εικονίστριας ή Κουνίστρας , από πεντηκονταετίας ήδη απόκειται εν τω ιερώ ναώ των Τριών Ιεραρχών της κωμοπόλεως Σκιάθου. Αρχήθεν δε ευρίσκετο εις το μονύδριον της φερωνύμου ¨Παναγίας Κονίστρας¨, κατά την δυτικήν ακτήν της νήσου Σκιάθου. Εκεί πλησίον κατά την πιστήν παράδοσιν έχει ευρεθεί αιωρουμένη επί δένδρου πεύκης δι’αποκαλύψεως προς ευσεβή ασκητήν ησυχάζοντα εκεί προ δύο εκατανταετηρίδων και πλέον ... Ουδέποτε η σεπτή εικόνα της Αγνής Θεομήτορος της Κουνίστρας εχρησίμευσεν ως εμπόρευμα και πιστεύω ότι ποτέ δεν εξήλθε της νήσου... Ο λαός της Σκιάθου έχει υποκάρδιον εκ γενεών, ήδη, τον σεβασμόν και το φίλτρον προς την ιεράν και θαυματουργόν εικόνα της Κουνίστρας και διά τούτο συνεταράχθη ...¨ .

Ένα χρόνο μετά τα γεγονότα της Σκιάθου και πιθανώς εξαιτίας αυτών με τον νόμο 3434 της 16ης Νοεμβρίου 1909, οι Βόρειες Σποράδες μετεφέρθησαν εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Χαλκίδος, ενώ διοικητικά υπάγονται στο νομό Μαγνησίας. Ο μεγάλος Σκιαθίτης συγγραφέας, δυο χρόνια μετά τις ταραχές στο νησί για την εικόνα της ¨Παναγίας Κουνίστρας¨, θα εγκαταλείψει τον γεμάτο πάθια και καϋμούς πρόσκαιρο αυτό κόσμο, στις 3 Ιανουαρίου 1911 σε ηλικία εξήντα ετών και θα μείνει για το ήθος και το πνευματικό του έργο αθάνατος.

Κείμενο : Δημ. Τσιλιβίδης , ¨Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ¨ (20-3-2011) .

Το παραμύθι του Θεόφιλου

¨ Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί όπου οι πρόγονοί του έβαζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης και του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν για να βγάλει το ψωμί του. Στον Άνω Βόλο υπάρχουν κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη, που δείχνουν το πέρασμά του-αν σώζονται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε …

Έτσι κυλούσε η ζωή του και ο Θεόφιλος πέθανε (1873-1934). Μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από το Παρίσι. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στον Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν και έγραψαν, πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με το στόμα ανοιχτό στη Αθήνα.

Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δεν σημαίνει μόνο να διδάξουμε τον λαό αλλά και να διδαχθούμε από τον λαό ¨ .

Γιώργος Σεφέρης

Ο επαναπατρισμός της θεια-Λαμπρινής

του Τάσου Βουρνά

Βορράς χιονιστής είχεν ενσκήψει εις την μικράν κώμην της Πολωνίας, όπου είχον από τινων ετών εγκατασταθή Έλληνες πρόσφυγες εκ των ακρωρειών της Ελλάδος, φεύγοντες την λαίλαπα του εμφυλίου πολέμου. Εκεί εις την φιλόξενον γην του Βορρά εύρον αποκούμπι και ανάπαυσιν κατόπιν των ταλαιπωριών τόσων ετών εις τα βουνά και εις τα ξένα. Τώρα, δόξα σοι ο Θεός, είχα απαγγιάσει, κατά το δη λεγόμενον. Και στέγην, και τροφήν, και εργασίαν, και περίθαλψιν εύρον και στοργήν από τους ξένους ανθρώπους – ας είναι καλά. Αλλά το ορεινόν και τραχύ χωρίον των, το σκαρφαλωμένον εις τας υπωρείας της Πίνδου, πού να το εύρουν εν μέσω της ατέρμονος πολωνικής πεδιάδος; Μάλιστα όταν ήλθον το πρώτον εδώ και ερρίζωσαν εις τον ξένον τόπον και έστησαν παραγώνι, είχον λάβει χώρα μερικά νόστιμα επεισόδια. Ο Ερυθρός Σταυρός της φίλης χώρας, ήτις εφιλοξένει τους τραχείς ορεσιβίους εξ Ελλάδος, έσπευσε να τους παραχωρήση ενδύματα εκ των λεγομένων ευρωπαϊκών και ανάλογα εσώρουχα. Θρήνος και οδυρμός εγένετο καθ’ όλον το χωρίον. Πώς ν’ αλλάξουν οι γέροντες τα ταμπάρα των και τα τσόχινα πανωβράκια των και αι γραίαι τα κοντογούνια των, τα από πεντηκονταετίας, ως προικιόν χορηγηθέντα υπό των μητέρων των, και ουδέποτε αλλαγέντων κατά την διάρκειαν ολοκλήρου βίου; Είδαν κι’ έπαθαν οι ξένοι άνθρωποι να τους πείσουν ν’ αλλάξουν την αρχαϊκήν των φορεσιάν και «να μπουν στα στενά», ήγουν να βάλουν τα ευρωπαϊκά και συγχρονισθούν οπωσούν με το ξένον περιβάλλον και τας συνηθείας του τόπου.
Βορράς, λοιπόν, χιονιστής είχε φυσήξει εις τα αρκτώα εκείνα μέρη, λήγοντος του έτους 1961, ότε η γραία Λαμπρινή, χήρα ωσεί εβδομηκοντούτις, έχουσα κόρην έγγαμον εις το χωρίον Σ* της Πίνδου και εγγόνια τα οποία δεν επρόφθασε να γνωρίση και να ταρναρίση ως μάμμη εις τα γόνατά της, απεφάσισε να υπάγη εις την πατρίδα. Ήκουσεν ότι διά να ταξιδεύση εχρειάζετο χαρτιά και σφραγίδας και υπογραφάς και εισιτήρια εις τον σιδηρόδρομον. Και τον μεν ναύλον ηδύνατο να πληρώση η γραία Λαμπρινή εκ της συντάξεως την οποίαν της παρείχον οι ξένοι άνθρωποι – ας είναι καλά. Αλλά τα χαρτιά, τας σφραγίδας και τας υπογραφάς πού θα τας εύρισκαν; Οι λύκοι που εκυβέρνων «εκεί κάτω» εις την πατρίδα δεν της έδιδον την άδειαν. Και να ήτο μόνο αυτό; Το πατρογονικόν της σπίτι εις το χωρίον, εκεί όπου εγεννήθη και ανεστήθη, όπου υπανδρεύθη και εσπαργάνωσε τέκνα, το κατείχον ξένοι άνθρωποι. Δεν είχε στον ήλιο μοίρα η γραία Λαμπρινή. Όλα τούτα της τα είχε γράψει καταλεπτώς η θυγάτηρ της, το Μαχώ, διά χειρός του πατρός Ιωάσαφ, του ιερέως του χωρίου. Είχε –λέει– ψηφισθή νόμος και την έσβησαν από το δημοτολόγιον και της εσήκωσαν την υπηκοότητα την ελληνικήν και της εδήμευσαν τον οικίσκον της και το χωράφι της και τα παρέδωσαν σε κάτι βερέμηδες, κακούς ανθρώπους, πρώην συνεργάτας των Γερμανών – φωτιά να τους κάψη! Και η γραία Λαμπρινή, μόνη κι έρημη εις τα ξένα ενοστάλγει την πατρικήν και συζυγικήν εστίαν, τον ταπεινόν οικίσκον της και το παραγώνι της, και τα εγγόνια της, φωτογραφίας των οποίων αρτίως τας είχε αποστείλει η θυγάτηρ της μέσα εις το πικραμένον της γράμμα. Τας είχε έκτοτε, ημέραν και νύκτα, εις τον κόρφον της και επεδείκνυεν εις τας άλλας ομοχωρίους της γερόντισσας και τας κατεφίλει δακρύουσα. Και από καιρού εις καιρόν παρεκάλει τους γραμματισμένους να της διαβάσουν το φαρμακωμένον γράμμα της θυγατέρας της, ενώ κρουνοί δακρύων έβρεχον τας ρικνάς παρειάς της κάθε φοράν που ήκουε τα ίδια, τα πικρά λόγια: «Αγαπημένη μου μάνα, πρώτον ερωτώ διά την καλήν σας υγείαν. Αν ερωτάτε και δι’ ημάς καλώς υγιαίνομεν. Μάθε, μητέρα, ότι ο ένας τοίχος του σπιτιού μας εσάπισε και είναι έτοιμος να πέση. Προσέτι μίαν ημέραν επήρε φωτιά το παραγώνι κι εκόλλησε το φαγοπύρι φωτιά κι εκάηκε το νταβάνι. Ανέβη ο άντρας μου να το σβήση και έσπασαν όλα τα κεραμίδια. Κοντά σ’ αυτά με βρήκαν και άλλες καταδρομές. Η γειτόνισσά μας που σου κρατεί στανικώς το σπίτι εμάλωσε μαζί μου κι ύστερα πήγε εις την Αστυνομίαν και με κατεμήνυσε τάχα πως εγώ την είπα πείσα και δείξα, ενώ εκείνη μούπε τα χειρότερα. Τώρα πρέπει να πάω και στο δικαστήριο. Μού στείλανε τις προάλλες κλήση.
Κι άλλες δυστυχίες με σάστισαν, κατακαημένη μου μάνα. Η γίδα μας αρρώστησε και ψόφησε με τη βαρυχειμωνιά· ήταν κι εγκαστρωμένη. Έχασα και τη γίδα, έχασα και τα κατσίκια τα δυο, έχασα και το γάλα των παιδιών. Μόνο το νου μου δεν έχασα, καημένη μου μάνα…».
*
Το απεφάσισε, λοιπόν, η γραία Λαμπρινή. Θα έφευγε μόνη διά τον τόπον της και ας μην είχε χαρτιά και σφραγίδας από την βασιλικήν κυβέρνησιν. Ιδέαν περί συνόρων και λοιπών εμποδίων, όσα οι άνθρωποι εφεύρον διά να χωρισθούν μεταξύ των, δεν είχε. Θα τραβούσε προς νότον, αυτό το ήξευρεν. Έχουσα αριστερά της την ανατολήν και δεξιά την δύσιν, θα εβάδιζε την ημέραν και θα εκόνευε την νύκτα εις τα σπίτια των καλών Χριστιανών. Και κάποτε θα έφθανε. Και διά να γλυτώση την πεζοπορίαν, αν έβλεπε σιδηρόδρομον κατευθυνόμενον προς νότον, θα επλήρωνε τον ναύλον και θα επέβαινε, με το καλό ή με το άγριον.
Αφ’ εσπέρας έλαβε την απόφασιν να εκκινήση τα χαράματα. Χωρίς να είπη τίποτε εις τας άλλας γυναίκας τας ομοχωρίους της, απεσύρθη ενωρίς εις τον οικίσκον της, εμάζευσε τον ρουχισμόν της και μερικά κανίσκια τα οποία είχε προμηθευθή διά τα εγγονάκια της, τα έδεσεν όλα εις μπόγον, ενεδύθη και κατεκλίθη εις την κλίνην της, όπως ήτο, διά να κλέψη ένα ύπνο, πριν εκκινήση διά το μεγάλον ταξίδι.
Επί αρκετάς ώρας ελαγοκοιμήθη, έχουσα κατά νουν να ξυπνήση ολίγον προ της αυγής και να ολισθήση λάθρα έξω του χωρίου. Και ότε ηκούσθη το πρώτο λάλημα του πετεινού, η γραία Λαμπρινή ηγέρθη τάχιστα, ενίφθη κατά πρόσωπον, έκαμε τον σταυρόν της και εξεπόρτισε. Η νυξ ήτο ακόμη βαθεία και το χιόνι εφώτιζεν αμυδρώς τον δρόμον της με την ψυχράν ανταύγειάν του.
Άμα εξελθούσα εις τους ερημικούς κατ’ εκείνην την ώραν δρόμους του χωρίου, εβάδισε ταχέως προς τον σταθμόν του σιδηροδρόμου. Θα επεβιβάζετο της πρώτης αμαξοστοιχίας, η οποία θα διηθύνετο προς νότον, κατά το σχέδιόν της. Εις τούτο εστάθη τυχερή. Εμπορικός σταθμός με ανοικτά βαγόνια έμφορτα μεγάλων ζώων, ήτο έτοιμος να εκκινήση. Και η θεία Λαμπρινή, ολισθήσασα κρυφίως, αφού πρώτον έρριψε τον μπόγον της εις το βαγόνι, εσκαρφάλωσεν είτα και αυτή και ετοποθετήθη αθορύβως μεταξύ οκτώ αγελάδων, αι οποίαι την υπεδέχθησαν με φιλικούς μηκυθμούς και την εθέρμαινον με την αναπνοήν των.
Το τραίνο εξεκίνησεν. Η γραία Λαμπρινή έκαμε άλλην μίαν φορά το σημείον του σταυρού και έλαβε κουράγιο. Ήδη το δυσκολότερον μέρος του ταξιδίου επραγματώνετο ευτυχώς. Ενόμιζεν ότι μετ’ ου πολύ θα έβλεπε την κορυφογραμμήν της Πίνδου, την τόσον οικείαν εις την μνήμην της, την χαμένην εις την αντάραν και το χιόνι. Και ότε εξημέρωσεν, η γραία επρόβαλε μετ’ άκρας επιφυλάξεως την κεφαλήν της από το παραπέτο του βαγονιού, προσπαθούσα να διακρίνη εις το αβέβαιον πρωϊνόν φως και ομίχλην, τα γνώριμα και αγαπημένα βουνά.
Αλλοίμονον! Η πατρίδα ήτο ακόμη αρκετά μακράν. Προ των ομμάτων της γραίας Λαμπρινής ηπλούτο ο ατελείωτος κάμπος, όσον που φθάνει το μάτι, σαβανωμένος με το χιόνι. Εταξίδευσεν ολόκληρον την ημέραν προς νότον και περί την βραδυνήν αμφιλύκην της εφάνη ότι διέκρινε μακράν τας σκιάς υψηλών βουνών. Η καρδιά της ελαχτάρησε. Να ήτο άραγε η Πίνδος, το προσφιλές βουνόν, όπου υπό την σκιάν του εγεννήθη, εμεγάλωσεν, υπανδρεύθη και εσπαργάνωσε τέκνα;
Όχι μόνον δεν ήτο η Γη της Επαγγελίας της, αλλά και περί το εσπέρας, ότε ο ήλιος έδυεν εις την παρυφήν του κάμπου, εβεβαιώθη ότι ο συρμός εστράφη προς την δύσιν. Εμάζυεσεν εν βία τον μπόγον της και, όταν ο σιδηρόδρομος εστάθη δι’ ολίγα λεπτά, επήδησεν αθορύβως εις το έδαφος, αποφασισμένη να συνεχίση πεζή το ταξίδι της.
*
Άγνωστος τόπος το μέρος όπου ευρέθη. Εις την ακοήν της έφθαναν λόγια άγνωστα, διαφορετικά από την γλώσσαν του τόπου εις τον οποίον έζη μέχρι προ τινος. Η καρδία της εμούδιασε. Πού να υπάγη νύκτα ώραν, ξένη και άγνωστος, μόνη και έρημος γραία, αδύνατον μέρος; Όλον το θάρρος της την εγκατέλειψε και καθήσασα εις μίαν γωνίαν του σταθμού, ομού μετ’ άλλων επιβατών, ήρχισε να κλαίη με μαύρα δάκρυα. Πονετικοί άνθρωποι αυτοί οι ξένοι. Την περιεκύκλωσαν με ενδιαφέρον και την ηρώτων εις την άγνωστο γλώσσαν των διά την αφορμήν των δακρύων της. Τι να τους είπη; Πώς να συνεννοηθεί; Πώς να τους ζωγραφίση τον πόνον της; Και έκλαιε με σιωπηλούς λυγμούς, ενώ γύρω της οι ξένοι άνθρωποι την παρετήρουν με ανείπωτον συμπάθειαν. Ήλθε, τέλος, και ένας άνθρωπος της εξουσίας. Με θερμόν χαμόγελον την επλησίασε, της ωμίλησε. Είδε και απόειδε ότι δεν είναι δυνατόν να συνεννοηθεί. Αντήλλαξε μερικές λέξεις με τους πολίτας και λαβών ηρέμα την γραίαν εκ του βραχίονος, την ωδήγησε εις το γραφείον του σταθμού.
Εκ της ανταλλαγής των ολίγων λέξεων μετά της γραίας, ερωτωμένης εις την ξένην γλώσσαν και αποκρινομένης εις την γλώσσαν της στερεοτύπως «θέλω να πάω στο χωριό μ’», εξήχθη το συμπέρασμα από την ομήγυριν ότι επρόκειτο περί Ελληνίδος. Ο αστυνομικός ωμίλησεν εις το τηλέφωνον δι’ ολίγων και μετ’ ου πολύ κατέφθασαν ασθμαίνοντες δύο Έλληνες εκ των πολιτικών προσφύγων, των διαμενόντων εις την πολίχνην εκείνην της Τσεχοσλοβακίας. Διότι η γραία είχε διέλθει τα πολωνοτσεχικά σύνορα και ευρέθη, άνευ διαβατηρίου, εις την Τσεχίαν.
Οι δύο Έλληνες έσκυψαν έκπληκτοι πλησίον της γραίας:
–Από πού είσαι, μάνα μου;
–Από την Πίνδο…
Ακούσασα την πάτριον φωνήν έπαυσε πλέον αυτομάτως να κλαίη και ανέβλεψεν μετ’ ελπίδων προς τους νεοελθόντας.
–Και πού καθόσουν;
–Σα κει στην Πολωνία…
Έκαμαν οι άνθρωποι τον σταυρόν των, ενώ οι ξένοι συγκινηθέντες παρηκολούθουν εν μεταφράσει την συνομιλίαν.
–Και πώς ήρθες εδώ;
–Με το τραίνο, γιε μ’!
–Και πώς θα πας κάτου;
–Με το πόδι μ’! Βαστάου για ακόμ’!
Εγέλασαν γύρω οι άνθρωποι. Έλαβον την γραίαν μετά στοργής και την ωδήγησαν εις τους ελληνικούς καταυλισμούς, ενώ ταυτοχρόνως ετηλεγράφουν εις Πολωνίαν προς ησυχίαν των εκεί συμπατριωτών των.
Βεβαίως, το ταξίδι της γραίας Λαμπρινής προς το χωρίον της δεν επραγματώθη. Και στενάζουσα, αναμένει μετά των άλλων την ευλογημένην ώραν της επιστροφής της εις το πάτριον έδαφος. Αχ, δεν θάχουν, Θεέ μου, τελειωμόν οι πίκρες και τα βάσανα του κόσμου;
( Το ανωτέρω κείμενο, με το Παπαδιαμάντειο ύφος, έγραψε ο Τάσος Βουρνάς και
δημοσιεύτηκε στη εφημερίδα «Αυγή» τα «Χριστούγεννα» 1964 με την προσδοκία να συγκινήσει την τότε Κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου και να ψηφιστεί ο νόμος «Περί επαναπατρισμού των πολιτικών προσφύγων) .

Το ¨τελευταίο ταξίδι¨

Ένα ζευγάρι Αμερικανών αποφάσισε να πάει διακοπές στη Φλόριντα, που είχε ζέστη, για να ξεφύγει από το κρύο της Αλάσκας, που ζούσαν.

Κανόνισαν να μείνουν στο ίδιο ξενοδοχείο που είχαν περάσει και τον μήνα του μέλιτος, αλλά είχαν πολλές υποχρεώσεις και θα ταξίδευαν χώρια. Ο άντρας θα έφτανε Τετάρτη και η γυναίκα Πέμπτη.

Φτάνει ο άντρας στο ξενοδοχείο, πηγαίνει στο δωμάτιό του και βλέπει ότι τώρα πια υπάρχει εκεί και υπολογιστής και ΙΝΤΕΡΝΕΤ και αποφασίζει να κάνει μια έκπληξη και να στείλει e-mail στη γυναίκα του.

Κάνει, όμως ένα λάθος στη διεύθυνση και το e-mail πηγαίνει σε μια άλλη διεύθυνση, στο Χιούστον του Τέξας, σε μια γυναίκα που μόλις είχε γυρίσει από την κηδεία του άνδρα της και τσεκάρει τα μηνύματα, που έλαβε στον υπολογιστή της από φίλους και συγγενείς. Μόλις διαβάζει το πρώτο, πέφτει λιπόθυμη. Ο γιος της μπαίνει στο δωμάτιο, τη βλέπει πεσμένη στο πάτωμα, προσπαθεί να καταλάβει τι έγινε, κοιτάζει την οθόνη του υπολογιστή και διαβάζει :

Προς : Την αγαπημένη μου γυναίκα
Θέμα : Έφτασα !
¨ Ξέρω πως εκπλήσσεσαι που παίρνεις e-mail από μένα. Έχουν υπολογιστές πλέον εδώ κάτω και σύνδεση με ΙΝΤΕΡΝΕΤ και μπορείς να στείλεις μήνυμα, όπου θέλεις.
Μόλις έφτασα και μπήκα μέσα. Όλα είναι έτοιμα και για σένα που θα έρθεις αύριο.
Ανυπομονώ να σε δω. Ελπίζω να έχεις το ίδιο καλό ταξίδι με μένα. Έχει πολλή ζέστη εδώ κάτω. ¨
Ιστοριούλα χαριτωμένη. Έχει σχέση με ένα ¨ταξίδι¨ . Ένα ¨ταξίδι¨ προς τη αιωνιώτητα, που όλοι θα το κάνουμε αργά ή γρήγορα.

Ήταν ¨ερωτευμένος¨ …

Είχε πολλούς ¨τύπους¨ η παλιά Αθήνα, με άλλα λόγια ¨ψωνάρες¨ που κυκλοφορούσαν στους δρόμους της πρωτεύουσας.

Ανάμεσα σ’αυτούς ήταν και ο ¨πρίγκιπας¨ Νικολός. Έδρασε περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Ένα φτωχόπαιδο από τον Πειραιά. Ο Νικολός όταν είδε τη μία από τις δύο κόρες του Βασιλιά Γεωργίου Α΄, την πριγκίπισσα Μαρία, η άλλη ήταν η Αλεξάνδρα, κυριολεκτικα τρελάθηκε. Με σκοπό να γίνει αντάξιός της , για να την διεκδικήσει, βάλθηκε να μάθει λίγα γράμματα, να καλοντύνεται και να φέρεται ευγενικά, ενώ μόλις τέλειωνε το μεροκάματο , ξεροστάλιαζε με τις ώρες έξω από τα Παλιά Ανάκτορα, όπου έμενε με την βασιλική οικογένεια η δεκαπεντάχρονη Μαρία και ξεφώνιζε : ¨Βασιλοπούλα Μαρία, πάρε με τον Νικολό ! Πάρε με, που είμαι και παιδί καλό ! ¨ Οι φρουροί και οι διαβάτες γελούσαν μαζί του. Αυτός ήταν απτόητος !

Έτσι ,όλη η Αθήνα και ο Πειραιάς είχαν να κάνουν με την τρέλα του Νικολού, ώσπου τον μάζεψαν και τον έκλεισαν στο Δαφνί.

Από όταν κάποιος τρελαινόταν ή εξέφραζε δυσεκπλήρωτες επιθυμίες, έλεγαν : ¨ Πάει και αυτός έγινε Νικολός ! ¨ Για άλλον που έπασχε από μεγαλομανία, όπως ο Νικολός, που ήθελε τη βασιλοπούλα, έλεγαν : ¨Εψώνισε τη Βασιλοπούλα¨ ή απλά ¨την ψώνισε¨, φράση που διαδόθηκε και επικράτησε , για να χαραχτηρίζει την τρέλα ή την χωρίς έρεισμα υπέρμετρη φιλοδοξία.

Τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα και αφού βγήκε από το Δαφνί, ηλικιωμένος πια, ο Νικολός δεν ζητούσε βασιλοπούλες, αλλά κυκλοφορούσε φορώντας στο στήθος του πλήθος τενεκεδένια παράσημα .

Σαν μια τηλεόραση

Ήταν η ώρα του μαθήματος της έκθεσης. Η δασκάλα είχε γράψει το θέμα στον πίνακα : ¨ Τι να ζητήσω από τον Θεό ¨. Ο μικρός μαθητής έγραψε : ¨Θεέ μου απόψε σου ζητάω κάτι που το θέλω πάρα πολύ. Θέλω να με κάνεις τηλεόραση ! Θέλω να πάρω τη θέση της τηλεόρασης που είναι μέσα στο σπίτι μου. Να έχω τον δικό μου χώρο. Να έχω την οικογένειά μου γύρω από εμένα. Να με παίρνουν στα σοβαρά όταν μιλάω. Θέλω να είμαι το κέντρο της προσοχής και να με ακούνε χωρίς διακοπές ή ερωτήσεις. Θέλω να έχω την ίδια φροντίδα που έχει η τηλεόραση όταν δεν λειτουργεί.

Όταν είμαι τηλεόραση θέλω, νάχω την παρέα του πατέρα μου, όταν έρχεται στο σπίτι από τη δουλειά, ακόμη κι αν είναι κουρασμένος. Και θέλω και τη μαμά μου να με θέλει όταν είναι λυπημένη και στενοχωρημένη, αντί να με αγνοεί …

Θέλω τα αδέλφια μου να μαλώνουν για το ποιος θα περνάει ώρες μαζί μου. Θέλω να νιώθω ότι η οικογένειά μου αφήνει τα πάντα στην άκρη, πότε-πότε, μόνο για να περάσει λίγο χρόνο με μένα. Και το τελευταίο, κάντε με έτσι ώστε να τους κάνω όλους ευτυχισμένους και χαρούμενους. Θεέ μου δεν ζητάω πολλά. Θέλω να γίνω σαν μια τηλεόραση. ¨

Tη δασκάλα που τη διάβασε (καθώς βαθμολογούσε) την έκανε να κλάψει. Ο σύζυγός της που μόλις είχε μπει στο σπίτι, τη ρώτησε : ¨Τι συμβαίνει; Αυτή απάντησε : ¨Διάβασε αυτή την έκθεση, την έχει γράψει ένας μαθητής μου ¨. Ο σύζυγος είπε : ¨Το καημένο το παιδί. Τι αδιάφοροι γονείς είναι αυτοί !¨ Τότε αυτή τον κοίταξε και είπε : ¨Αυτή η έκθεση είναι του γιου μας ! ¨ .

Το ιστορικό ¨ΟΧΙ¨

Κάθε χρόνο, τέτοιο καιρό, στον εορτασμό της επετείου του μεγάλου ¨ΟΧΙ¨ της 28ης Οκτωβρίου του 1940, έχουμε ξανά και μανά το ίδιο τροπάριο . Ποιος είπε το¨ΟΧΙ¨;
Ο Ιωάννης Μεταξάς ή ο λαός ;

Ένα ψεύτικο δίλημμα, μόνο και μόνο για να μειωθεί και να ακυρωθεί ο δικτάτορας Μεταξάς. Μόνο ένας ηλίθιος θα αμφέβαλλε για το δεδομένο ¨ΟΧΙ¨ του ελληνικού λαού, που θα έπαιρνε τα όπλα, όποια κι αν ήταν η απάντηση του Μεταξά στο Ιταλικό τελεσίγραφο.

Είτε το θέλουμε όμως, είτε όχι, είτε μας αρέσει, είτε όχι, είτε καλώς, είτε κακώς, αυτός ο άνθρωπος βρέθηκε στο τιμόνι της Ελλάδος εκείνη τη δεδομένη στιγμή, κι αυτός είπε το επίσημο ¨ΟΧΙ¨, που συμφωνούσε βεβαίως με το κοινό λαϊκό αίσθημα, κυριολεκτικά κι όχι μεταφορικά ή συμβολικά.

Για τους λάτρεις της πραγματικής ιστορίας, που γράφει και δεν ξεγράφει, ο άνθρωπος που εισέπραξε το ¨ΟΧΙ¨ , ο Ιταλός πρέσβης Εμμανουέλε Γκράτσι, φρόντισε προς τιμήν του, να διασώσει ολόκληρο τον δραματικό διάλογο, που έκανε με τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940. Επί πλέον η επιστράτευση κηρύχθηκε άμεσα, την ίδια μέρα, που σημαίνει ότι για το επίσημο ελληνικό κράτος, δεν υπήρξε ουδεμία αμφιταλάντευση ή δισταγμός.

Λόγια Μπέρτολτ Μπρεχτ

Χρειάζονται πολλά, τον κόσμο για ν’αλλάξεις :

Οργή και επιμονή. Γνώση και αγανάκτηση .

Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά.

Ψυχρή υπομονή, κι ατέλειωτη καρτερία.

Κατανόηση της λεπτομέρειας και κατανόηση του συνόλου.

Μονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει,

πως την πραγματικότητα να αλλάξουμε.

Λήθη και μνήμη

Η λήθη είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της μνήμης. Αλλά αν εξαλειφθεί από τους λαούς η μνήμη , τότε θα μοιάζουν με ασθενείς που πάσχουν από αμνησία. Δεν θα γνωρίζουν από που έρχονται και από ποιούς προέρχονται, με αποτέλεσμα να μη ξέρουν που βρίσκονται και προς τα που πορεύονται. Αν σβήσουμε το παρελθόν , πρόσφατο και παλαιό, θα ζήσουμε μέσα σ’ένα ακατοίκητο μέλλον.

Σεβντίκιοϊ Σμύρνης

Σεβντίκιοϊ Σμύρνης – Η Πατρίδα του πατέρα μου
(Μικρό αφιέρωμα)


¨ Καημένο ελληνικό Σεβντίκιοϊ, καμάρι όλων μας ! Ήταν και αυτό μια δόξα λεβεντιάς που έσβησε. Τώρα δεν είναι παρά μια γλυκειά, μα πονεμένη ανάμνηση και χρησιμεύει μόνο σαν τόπος ιερού προσκυνήματος για τα λίγα παληά παιδιά του που το επισκέπτονται καμμιά φορά. Πηγαίνουν ως εκεί ν’αναπνεύσουν τον αέρα του. Να βρούνε κάτι που να τους διεγείρει τη μνήμη. Να πιούνε το νερό του. Να κυττάξουν τα γνώριμα βουνά του τριγύρω και τον κάμπο του να απλώνεται μελαγχολικός, γιατί τον δουλεύουν ξένα και ανάξια χέρια. Ψάχνουν να σταθούνε κάπου απόμερα, να νοιώσουν την ψυχή του χωριού των, να μιλήσουν μαζί της και να σκουπίσουν κρυφά τα δακρυσμένα τους μάτια.

Υπάρχουν όμως και άλλοι που δεν θέλουν να δουν τώρα το Τουρκεμένο χωριό τους, στα χάλια που βρίσκεται : ¨ Τι να δούμε ; λένε. Ούτε οι εκκλησιές μας υπάρχουν, ούτε το νεκροταφείο με τους τάφους των γονιών μας και τους σταυρούς των επάνω. Τι μένει να δούμε από εκείνα που είχαμε ; Καλύτερα έτσι ! Έχουμε τουλάχιστον το χωριό μας στη φαντασία μας, όπως το ξέραμε και ζούμε καμμιά φορά μαζί του. Προτιμούμε ένα νοερό ταξίδι του καλού καιρού, παρά ένα πραγματικό σήμερα, που θα μας λυπήσει πιότερο ¨ .

Και ίσως να έχουν δίκηο !

Προσδοκώ ανάσταση του φιλοτίμου μας !

¨ Για τίποτε δεν έχω να πω τίποτε. Αυτό το τίποτε συγκροτείται από κάποια κομματικά ή οικογενειακά φέουδα. Αλλά, όταν μοιράζεις το τίποτε , εισπράττεις ένα τίποτε.

Έχουμε μια τιποτένια πολιτική, διότι εξαιτίας κυρίως του τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού εκμαυλισμού, εδώ και καιρό, συγκροτούμε ένα σύνολο χαυνοπολιτών, δηλαδή κεχηναίων και χασκόντων πολιτών.

…Υπάρχει ελπίδα να υψωθεί και τούτος ο ασπόνδυλος, σαν μαλάκιο λαός, σε έθνος. Διότι, όπως σωστά λένε οι Γερμανοί, που μας φόρεσαν το καπίστρι της ¨ Τρόϊκας ¨, το έθνος είναι η γλώσσα.

Η κατάπτωσή μας άρχισε από την κατάπτωση της γλώσσας μας. Έτσι εγίναμε, όπως λέει ο Μακρυγιάννης, ¨Παλιόψαθα
των Εθνών ¨.

Αλλά αν τα θαύματα γίνονταν και στο παρελθόν, γιατί να μη γίνουν και στο μέλλον ; Οι πραγματικά θρησκεύοντες προσδοκούν
¨ ανάστασιν των νεκρών ¨ . Εγώ πιο ολιγαρκής, προσδοκώ ανάσταση του φιλοτίμου μας. Και αν είναι να πεθαίνουμε, να πεθαίνουμε για ένα φιλότιμο…Άμποτες ! ¨ .

Σαράντος Καργάκος – Ιστορικός, Φιλόλογος, Συγγραφέας
Συνέντευξη στην ¨Ελευθερία¨ Λάρισας , 19-9-2010 .

Επιτέλους... φτωχοί!

Του ΓΙΑΝΝΗ ΞΑΝΘΟΥΛΗ


...Να ξαναγίνουμε φτωχοί. Όπως ήμασταν πάντα. Όπως οι ήρωες των παλιών
αναγνωστικών που οι γιαγιάδες έμοιαζαν με γιαγιάδες κι όχι με συνταξιούχες
πόρνες. Όπου οι μπαμπάδες επέστρεφαν το μεσημέρι για να καθίσει ΟΛΗ η
ελληνική οικογένεια στο τραπέζι και να φάει το σεμνό φαγητό - όσπρια
πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά με μαύρο ψωμί μοσχοβολιστό - ενώ η γάτα και ο
σκύλος περίμεναν στωικά να 'ρθει η σειρά τους... Να ξαναγίνουμε φτωχοί όπως
ήμασταν πριν σαράντα και πενήντα χρόνια. Τότε που ονειρευόμασταν εν μέσω
γκρι, μπλε και μπεζ χρωμάτων, τότε που καμιά Ελληνίδα δεν φιλοδοξούσε να
γίνει ψευδοξανθιά, τότε που η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια μας
και οι αυθεντικοί ζήτουλες βρίσκονταν έξω απ' τις εκκλησιές περιμένοντας το
τέλος της λειτουργίας και του μνημόσυνου. Να ξαναγίνουμε φτωχοί πλην
τίμιοι, χωρίς κινδύνους να ξεστρατίσουν οι αρχιμανδρίτες προς την ψηφιακή
παιδοφιλία. Να βρούμε ξανά τις σωστές μας κλίμακες χωρίς αγωνία
παρκαρίσματος και παχυσαρκίας. Να ξαναβρούμε τη γεύση του «μπατιρόσπορου»,
των ελαχιστοποιημένων αναγκών, να ανακαλύψουμε εκ νέου τον ποδαρόδρομο και
το συγκινητικό μοντέλο της «γυναίκας της Πίνδου». Μόνο με τέτοιες ηρωικές
διαδρομές ενδεχομένως να ακυρώσουμε το κόμπλεξ μας έναντι του Μπραντ Πιτ
και της Ναόμι Κάμπελ.

Να ξαναβρούμε -γιατί όχι- και τους παλιούς καλούς εχθρούς (κυρίως από τα
βόρεια) που σήμερα τους έχουμε σκλάβους στα παβιγιόν μας . Να ξετρελαθούμε
από την επικοινωνιακή μας υστερία με τα σιχαμένα κινητά τηλέφωνα που
κατάργησαν κάθε έννοια ιδιωτικής ζωής. Να σκάψουμε στις αυλές -όσοι έχουν
αυλές- και να κάνουμε παραδοσιακούς ασβεστόλακκους για να ασπρίζουμε τα
δέντρα έτσι για καλαισθησία και υγεία. Να βρούμε πάλι τη σημασία του
χώματος καταργώντας το καυσαέριο του επάρατου τρέχοντος πολιτισμού.

Να εφεύρουμε τις παλιές νοσοκόμες που σέρνονταν από σπίτι σε σπίτι
ρίχνοντας ενέσεις πενικιλίνης στα οπίσθια ολόκληρου του Έθνους. Να
προσδιορίσουμε ξανά την ντροπή και τον «σεβασμό» προσέχοντας το βλακώδες
λεξιλόγιο των τέκνων μας. Επιτέλους, όποιο τέρας βρίζει ή χρησιμοποιεί την
πάνδημη και πολυμορφική λέξη «ΜΑΛΑΚΑΣ» πάνω από εκατό φορές την ημέρα να το μπουκώνουμε με «κόκκινο πιπέρι εξόχως καυτερό», όπως τον καιρό της
εξαίρετης φτώχειας μας.

Να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα κουλά μας χέρια σε δουλειές που σήμερα
δίνουμε του κόσμου τα λεφτά, όπως μεταποίηση ρούχων, αλλαγές γιακάδων στα
πουκάμισα, καρικώματα στις κάλτσες, υδραυλικές και σχετικές εργασίες. Να
απαγορευτεί διά ροπάλου το γκαζόν που για μας τους πρώην φτωχούς δεν
σημαίνει απολύτως τίποτα. Στη θέση του να φυτευτούν λαχανικά ή και
οπωροφόρα για να μην καλοσυνηθίζουμε την κάστα των μανάβηδων. Κάποτε ο
μαϊντανός, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα ήταν τα βασικά καλλωπιστικά των κήπων
μας. Να επανακτήσουμε το κύρος μας, χρησιμοποιώντας βέργες κι
ό,τι τέλος πάντων απαιτούσε ο βασικός σωφρονιστικός κώδικας τα χρόνια της
περήφανης ανέχειας.. Σταματήστε τις ψυχολογίες και τις παραφιλολογίες για τα «τραύματα» των παιδιών.

Μόνο λύσεις γήινες και πρακτικές -χωρίς ενστάσεις από τον Ρομπέν της
ευαισθησίας, τον ΣΥΡΙΖΑ- θα αποκαταστήσουν την τρέλα και το χάος που
υπαινίσσονται οι στατιστικές.

Να θυμηθούν οι Νεοέλληνες πως προέρχονται απ' τον Μεγαλέξανδρο, από τον
Μιλτιάδη, τον Αριστείδη και προφανώς απ' τον... Αλκιβιάδη, πράγμα που
σημαίνει ότι μπορούν να βάλουν σε ενέργεια τον «δίκαιο θυμό» αν συμπέσουν
με ληστές τραπεζών, περιπτέρων, σούπερ μάρκετ και κοσμηματοπωλείων. Κανένας
δισταγμός. Τα παλιά χρόνια για ψύλλου πήδημα σε μπαγλάρωναν. Θυμήσου και
κόψ' τους τα χέρια ή και τα αχαμνά.

Επιτέλους ας σταματήσουμε την ευρωπαϊκή μας ψυχοπάθεια. ΠΟΤΕ κανένας Έλληνας δεν έγινε σωστός Ευρωπαίος. Ούτε καν ο Αβραμόπουλος ούτε καν ο Σημίτης και άλλοι τέτοιοι που μου διαφεύγουν. Απ' τον καιρό που σταματήσαμε να θυμώνουμε σωστά, την πατήσαμε.

Σταματήστε το «ντόπινγκ» με το τσουλαριό των λαϊκών ασματομουλάρων. ΠΟΣΟΥΣ ΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΧΩΡΑ Η ΕΛΛΑΣ, κύριοι καναλάρχες της πλάκας; Δεν είναι καιρός να ξεβρωμίσει ο τόπος απ' τους εκφραστές του τραγουδιστικού Κάμα Σούτρα; ΠΟΙΟΣ θα μαζέψει τις ελιές στα περιβόλια όταν ο κάθε πικραμένος ονειρεύεται να γίνει αφίσα στη Συγγρού; Ποιός θα καθαρίσει τη Συγγρού απ' το αίσχος της καψουρικής ταπετσαρίας, κύριοι δήμαρχοι; Οι τραβεστί; Οι καημένες οι τραβεστί έχουν άλλες υποχρεώσεις...

Μη φοβάστε τη φτώχεια. Η πατρίδα μας είναι ευλογημένη έστω κι αν δεν
παράγει λαμαρίνες αυτοκινήτων ή καλής ποιότητας νάρκες και όπλα για τους
τριτοκοσμικούς..

Θυμηθείτε την ευλογία του ελαιόλαδου, της κορινθιακής σταφίδας, του χαλβά
Φαρσάλων, των εσπεριδοειδών, της σαρδέλας και των λατρεμένων ραδικιών.
Λάδι, χόρτα, ελίτσες, λίγο τυρί και ψωμί ζεστό, να φρεσκάρουμε στο
μνημονικό μας το παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού. Το ξέρω πως είναι ζόρι να
κόψουμε το σούσι απότομα, όμως ήρθε ο καιρός να αναβιώσουμε την όπερα της
πεντάρας, της δεκάρας και των άλλων χρηστικών μας αξεσουάρ. Μια δοκιμή
νομίζω πως θα μας πείσει...


ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ και ο θεός των μικρών πραγμάτων μαζί μας.

Ως εδώ, ήταν ως εδώ

Τα τραγούδια δεν είναι τίποτα άλλο από την ίδια τη ζωή. Με αυτά τραγουδάμε τους πόνους, τις χαρές, τους καημούς, τα βάσανα, τις αγάπες μας μέσα στην καθημερινότητά μας.

Το τραγούδι ¨ Ως εδώ ήταν, ως εδώ ¨ , με στίχους Λάκη Λαζόπουλου, μουσική Θάνου Μικρούτσικου και την μοναδική ερμηνεία του Δημήτρη Μητροπάνου, ταιριάζει , σε όλους εμάς τους Έλληνες, για τη σημερινή δεινή οικονομική κατάσταση, που οδηγήσαμε την Έλλάδα μας και για την οποία μερίδιο ευθύνης αναλογεί σε όλους μας :
¨Οργή άγιο ξυπνητήρι λαϊκό,
ξύπνα με πριν αποκοιμηθώ,
στη γη μου αυτή ξεχάστηκα,
νόμιζα ήρθα για να ρθω χωρίς σκοπό.

Έρημος έρημο περνώ
κι αυτά που συναντάω
με κάνουν μάνα ν’απορώ
ποιος είμαι και που πάω.

Ως εδώ ήταν, ως εδώ,
φτάνει το παράξενο Ελλήνων καραβάνι,
ως εδώ ήταν, ως εδώ,
το παράξενο εκείνο καρναβάλι των Ελλήνων,
φτάνει ως εδώ ¨ .

Ένας μεγάλος πολιτικός

Έρχονται στιγμές, που η θύμιση μας πάει μακριά, πολλά χρόνια πίσω, σε μεγάλες και αξεπέραστες μορφές, που ¨ έφυγαν ¨ και άφησαν πίσω τους ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Ο νους μου πήγε, έτσι αυθόρμητα, στον μεγάλο και αείμνηστο πολιτικό ηγέτη της Γαλλίας, τον Πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν (1916-1996) . Χτυπημένος τα τελευταία χρόνια από καρκίνο του προστάτη αποφάσισε μια μέρα , να διακόψει θεραπείες και φάρμακα , για να φύγει μια ώρα αρχίτερα από τη ζωή. Η συντηρητική ¨Εστία¨ , μετά τον θάνατό του, έγραψε στις 19-1-1996, την ακόλουθη νεκρολογία :
¨Επέλεξε να αποθάνη, όταν διατηρούσε, ακόμη, πλήρη πνευματική διάυγεια και όταν είχε το ψυχικόν σθένος να αποφασίζη, φοβούμενος, προφανώς
την παράτασιν μιας ζωής, που θα κατέληγε αργά ή γρήγορα, εις τον σωματικόν και πνευματικόν ευτελισμόν. Ήθελε να φύγη ως ο Φρανσουά Μιτεράν και όχι ως η σκιά του Φρανσουά Μιτεράν, που θα είχε προκαλέσει τον οίκτον δια την ασθένειαν και την ανακούφισιν δια τον θάνατον.

Χρειάζεται βεβαίως, να είναι κανείς πράγματι ανώτερος άνθρωπος, δια να αντιμετωπίζει με αυτό το μεγαλείον την ζωήν και τον θάνατον.

Όταν κανείς είναι πράγματι μεγάλος, δεν χρειάζεται να κάθεται εις τον θρόνον του δια να κηδευτεί ως Πρόεδρος. Τον κηδεύουν η ιστορία του και η πολιτεία του, καταθέτουν δε στέφανον εις τον τάφον του τα έργα του.

Πολλοί πολιτικοί θα εζήλευον την ¨τύχην¨ του Φρανσουά Μιτεράν . Αλλά πόσοι διαθέτουν το ψυχικόν του σθένος ; ¨ .

Ένας ύμνος στην αγάπη

Το τραγούδι ¨ Θα σ’αγαπώ ¨ είναι ένας ύμνος στην αγάπη, στη χωρίς όρια και ανταλλάγματα αγάπη.

Όταν διαβάζει κανείς και περισσότερο όταν ακούει τους στίχους αυτού του τραγουδιού ¨καθηλώνεται¨ από τις ευαισθησίες και τα συναισθήματα, που εκπέμπει, τούτο το εξαίσιο μουσικό καμμάτι.

Τραγούδι : Δήμητρα Γαλάνη
Στίχοι : Γιάννης Καλαμίτσης
Μουσική : Γιώργος Χατζηνάσιος

¨Ωσπου η γη να μη γυρίζει πια,
ωσπου το φως να γίνει σκοτεινιά,
ώσπου κι αυτός ο ήλιος να σβηστεί,
ώσπου ο χρόνος πια να ξεχαστεί,
θα σ’αγαπώ .

Ωσπου στα μάτια σου να δω φωτιές
ώσπου κι εσύ σαν κεραυνός θα καις,
ώσπου να πάψει η ανατολή
θα σ’αγαπώ και πάλι πιο πολύ,
θα σ’αγαπώ.

Θα σ’αγαπώ όσο κανείς δεν αγαπάει
θα σ’αγαπώ,
με μιαν αγάπη που ο νους σου δεν χωράει,
θα σ’αγαπώ.

Πέρα από κει που φτάνει η ανατολή
θα σ’αγαπώ και πάλι πιο πολύ,
μέχρι το θάνατο και πιο μακριά
μέχρι να πεις πεθαίνω τώρα πια
θα σ’αγαπώ ¨