Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

                                      Αντίο φίλε

               Κυπριακής καταγωγής μουσικοσυνθέτης με σπουδαία προσφορά στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι .
               Ο Μάνος  Λοΐζος γεννήθηκε την 22 Οκτωβρίου 1937 στο χωριό Άγιος Βαβατσινιάς της επαρχίας Λάρνακας . Ήταν το μοναδικό παιδί του Ανδρέα Λοΐζου και της Δέσποινας Μανάκη,κόρης γεωπόνου από την Ρόδο . Η οικογένειά του μετακόμισε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου προς αναζήτησιν καλυτέρας τύχης , όταν ο Μάνος ήταν επτά ετών .
               Με τη μουσική ασχολήθηκε από τα μαθητικά του χρόνια . Γράφτηκε στο τοπικό Ωδείο και άρχισε να μαθαίνει βιολί , αλλά κατέληξε στη κιθάρα . Μετά την αποφοίτηση από το Αβερώφειο Γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας , το 1955 , ήλθε στην Αθήνα αρχικά στη Φαρμακευτική Σχολή και στη συνέχεια στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε. Στις αρχές του 1960 ήλθε η μεγάλη στροφή στη ζωή του , όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μουσική .
              Για να επιβιώσει κάνει διάφορες δουλειές , από γκαρσόνι σε ταβέρνα μέχρι γραφίστας και διακοσμητής . Το        
έτος 1962 έρχεται σε επαφή με τον συνθέτη Μίμη Πλέσσα , ο οποίος μεσολαβεί στη Filips για την ηχογράφηση του πρώτο του τραγουδιού . Είναι το τραγούδι ¨ Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία ¨.
              Στην εικοσαετή μουσική διαδρομή του έγραψε τραγούδια πού έγιναν επιτυχίες , συνεργαζόμενος με τους στιχουργούς Νεγροπόντη , Λαδή , Ρασούλη ,Χριστοδούλου καθώς και με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο με τον οποίο έγιναν και αχώριστοι φίλοι .
               Δυστυχώς , ο Μάνος Λοΐζος έφυγε    νωρίς σε ηλικία 45 ετών , τη 17ην Σεπτεμβρίου 1982 , πληγείς από την επάρατο .
               Πόνεσε και έκλαψε πολύ για την απώλεια του φίλου του ο Λευτέρης Παπαδόπουλος . Τον αποχαιρέτησε με ένα τραγούδι αφιερωμένο στον Μάνο , με τίτλο : ¨ Αντίο φίλε ¨
            ¨ Ταξίδι μακρινό σαν Αλεξανδρειανό ,
               Αγέρι της φωτιάς στα φύλλα της καρδιάς σαν το χαψίνι .
               Κι οι ρήτορες πολλοί , το μαύρο το πουλί
               και μόνη στο σκαλί σαν το θαμπό γυαλί ,
               η έγνοια σου η τρελή εκείνη .

               Αντίο φίλε αγέρα μου , χρυσή καδένα της Περγάμου ,
               δροσονεράκι της ερήμου και Καθαρή Δευτέρα μου ,
               αντίο φίλε αγέρα μου .

               Γελούσες μέχρι χθες , τα μάτια σου γιορτές ,
                καΐκια στα νερά με τα πανιά φτερά , σαν την ειρήνη,
                μα τώρα σκοτεινά δεμένα τα πανιά
                κι απ’το δελή-χιονιά στενάζει η γειτονιά
                και κλαίει η λησμονιά εκείνη .

                Αντίο φίλε αγέρα μου , χρυσή καδένα της Περγάμου ,
                δροσονεράκι της ερήμου και Καθαρή Δευτέρα μου .
                Αντίο φίλε αγέρα μου , χρυσή καδένα της Περγάμου ,
                δροσονεράκι  της ερήμου και Καθαρή Δευτέρα μου .

                Βασίλειος Παλαμηδάς – Βόλος – Οκτώβριος 2016                                                                                                                                                              


  
Και μούλεγες καλά – καλά

          Έρχονται στιγμές, που στίχοι τραγουδιών μας συγκινούν ,  μας συνεπαίρνουν. Είναι οι λέξεις τους τόσο δυνατές και ευρηματικές, που σπάνια τις συναντάμε στο ελληνικό τραγούδι.
          Δύο καλλιτέχνες, ο Δημήτρης Μητροπάνος στο τραγούδι και ο Τάκης Μουσαφίρης στους στίχους και τη μουσική, σε μεγάλες στιγμές έμπνευσης και δημιουργίας, μας χάρισαν, το 2001, το τραγούδι : ¨Χιονάνθρωπος¨ :
         ¨Σου έλεγα έχεις σπασμένα τα φτερά
          και μην πετάς πολύ ψηλά θα τσακιστείς
          και μούλεγες καλά – καλά .
          Σου έλεγα μη δίνεσαι, μη σκορπίζεσαι,
          κοίταξε λίγο και τον εαυτό σου
          και μούλεγες καλά – καλά .
          Ταξίδευες γινόσουν νύχτα λίγο – λίγο.
          Σου έλεγα χανόμαστε – χανόμαστε ,
          δεν το καταλαβαίνεις ;
          Και συ μου έλεγες καλά – καλά .
          Γιατί εσύ δεν ήσουν άνθρωπος ,
          γιατί εσύ ήσουν χιονάνθρωπος,
          που λίγο – λίγο έλιωνες ,
          εγώ σε ζεσταινα και συ μου έλιωνες.
          Σου έλεγα απ’την καλή σου τη καρδιά,
          ζεις για τους άλλους μοναχά και συ δεν ζεις.
          Και μούλεγες καλά – καλά.
          Σου έλεγα μη νοιάζεσαι, μη μοιράζεσαι,
          κράτα και κάτι για το εαυτό σου
          και μούλεγες καλά – καλά ¨.


Εκλεκτές επιλογές – Βασίλης Παλαμηδάς – Βόλος

  
                Χιονισμένος  Βόλος

                  Έξω χιονίζει καλά
                  ένδεκα του Γενάρη ,
                  λευκά μας χαιρετά .

                 Το χιόνι σκεπάζει χώμα και σκεπές ,
                 ενώ έξω πέφτουν βαμβακούλες λευκές .

                 Οι δρόμοι ξανακλείνουν για πολλαπλή φορά ,
                 όσο ναρθούνε πάλι τα εκχιονιστικά .

                 Ο Βόλος τυλίγεται σε πέπλο λευκό,
                 ενώ το Πήλιο στενάζει κάτω από χιόνι πηχτό .

                Σκόπελος και Αλόννησος πολύ δεινοπαθούν ,
                μέσα σε τρία μέτρα χιόνι έχουν παραχωθούν .

                Φέτος ο χειμώνας αλύπητα χτυπά ,
                χωρίς διακρίσεις τα νοικοκυριά .

               Σωλήνες παγώνουν και δεν λειτουργούν ,
               τα καύσιμα στα ύψη αρχίζουν να πετούν !

              Ένδεκα του Γενάρη και η σημερινή
              πολύ δε θα βαστήξει να μας τυραννεί !

              Γιώργος Διαμαντόπουλος – Βόλος 12/1/2017 
                                             Που είναι ο Παναγής

              Ο αείμνηστος συγγραφέας , σκηνοθέτης , δημοσιογράφος Ορέστης Λάσκος
καταγόμενος από την Ελευσίνα , έφτιαξε με τη φαντασία του μια ιστορία – μύθο και τη δημοσίευσε στο τύπο στα τέλη της δεκαετίας του σαράντα . Έγραφε λοιπόν :
           ¨Ένας πλανόδιος έμπορος στα Μέγαρα , ¨ έστησε ¨ στη εκκλησία την ίδια μέρα
τέσσερις νύφες και από τότε οι Μεγαρίτες τον ψάχνουν ¨.
             Λόγω της γνωστής παλαιόθεν έχθρας με τους Ελευσίνιους , αυτοί , δηλαδή ,οι Ελευσίνιοι άρχισαν να φωνάζουν στους περαστικούς Μεγαρίτες  ¨ Που είναι ο Παναγής ; ¨ Έτσι έμεινε αυτή η χαρακτηριστική φράση .
             Αθηναίος δημοσιογράφος – ερευνητής , που ασχολήθηκε με την παραπάνω ιστορία γράφει : ¨ Ο μύθος εξελίσσεται , κάπου , στο διάστημα του μεσοπολέμου . Είναι αδιανόητον , ακόμη και σήμερα που είμαστε μια πόλη 30.000 κατοίκων ένας ξένος να μπορέσει να αρραβωνιασθεί ταυτόχρονα 4 κοπέλες και να μείνει κρυφό . Πόσο μάλλον σε μια πόλη , που στο διάστημα του μεσοπολέμου δεν αριθμούσε περισσότερους από δύο χιλιάδες κατοίκους .
             Γνωστό άλλωστε , ότι σε θέματα τιμής – ηθικής , είμαστε σαν τους Κρητικούς  
και τους Μανιάτες . Για να μπει ένας ξένος  ( Πας μη Μεγαρεύς ξένος ) , σε Μεγαρίτικο σπίτι , θα πρέπει να περάσει από ¨ σαράντα κόσκινα ¨. Ήταν δυνατόν , λοιπόν , σε μια μικρή πόλη με σκληρή ηθική κοινωνία , όπως των Μεγάρων , να συμβεί κάτι τέτοιο !
             Ας υποθέσουμε ότι είχε συμβεί . Δεν θα ήταν γνωστά τα ονόματα των νυμφών και οι οικογένειες τους ; Κανένας δεν ξέρει τίποτε , ακόμα , και σήμερα μετά από
 80 χρόνια  .
             Τα γεγονότα , ειδικά για στα Μέγαρα , δεν μένουν κρυφά . Γι αυτό από την έρευνά μου , το θεωρώ μύθο .
             Με αφορμή την παραπάνω ιστορία , ας αναφερθούμε και στον Μεγαρίτη Παναγή , που έμενε κοντά στους Αγίους Μάρτυρες , με καλή περιουσία , αλλά , εργένης γυναικάς . Έφαγε όλη την περιουσία στις διασκεδάσεις . Η Κατοχή τον βρίσκει μαυραγορίτη να γυρνάει στα χωριά της Αχαΐας . Εκεί αποπλάνησε μια κοπέλα . Την κοπάνισε και οι συγγενείς της κοπέλας ήρθαν στα Μέγαρα , αναζητώντας τον . Ρωτούσαν , λοιπόν , ¨ που είναι ο Παναγής ; ¨
             Μια διαφορετική ιστορία , που δεν έχει καμιά σχέση με την προηγούμενη .
             Βασίλης Παλαμηδάς – Βόλος 26/1/2017
         

                                                    

Κανένας λαός δεν είναι άτρωτος


               Ο φιλόσοφος , καθηγητής και συγγραφέας Νίκος Δήμου , στο βιβλίο του ¨ Ασκήσεις Ελευθερίας ¨ , περιγράφει την εξαπάτηση που υπέστη ένας ολόκληρος λαός από έναν δημαγωγό και λαοπλάνο πολιτικό , με αποτέλεσμα , να τον οδηγήσει στο χάος και τη καταστροφή .
             ¨Οι λαοί , όπως και οι άνθρωποι κουβαλάνε μέσα τους όλες τις δυνατότητες , την αγάπη και το μίσος , την καλοσύνη και την κακία , τη μεγαλοψυχία και τη μισαλλοδοξία . Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί λαοί – όπως δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι λαοί . Ανάλογα με την ιστορική στιγμή , με τους ηγέτες , με τις συνθήκες , όλοι οι λαοί μπορούν κάποτε να κάνουν πράγματα για τα οποία αργότερα θα ντραπούν .
             Έκανα τις πανεπιστημονικές σπουδές στη Γερμανία . Η εποχή των Ναζί ήταν ακόμα αρκετά κοντά . Έβλεπα τους Γερμανούς γύρω μου : άνθρωποι ευγενικοί , αξιοπρεπείς , με υψηλό επίπεδο μόρφωσης και καλλιέργειας , ήσυχοι ,  καλοί οικογενειάρχες . Και αναρωτιόμουνα : αυτά τα ανθρωπόμορφα κτήνη που αφάνισαν έξι εκατομμύρια Εβραίους , και ξεθεμελίωσαν το Δίστομο και τα Καλάβρυτα , που αιματοκύλησαν όλη την οικουμένη , τι είχανε γίνει ;
Πού κρύβονταν οι βασανιστές των Ες-Ες , οι ανακριτές της Γκεστάπο;
             Με απασχολούσε έντονα το πρόβλημα , πως ο λαός του Γκαίτε και του Μπετόβεν , πρώτος στη μουσική και στη φιλοσοφία , μπορούσε να φτάσει σε τέτοια έκπτωση . Να παρασυρθεί από έναν αμόρφωτο και μυθομανή δημαγωγό φέρνοντας τόση οδύνη στην υφήλιο , αλλά και στον εαυτό του .
             Χρειάστηκα αρκετή μελέτη και ανάλυση , για να απαντήσω στα ερωτήματά μου . Έπρεπε να δω συστηματικά τις ταινίες της εποχής , για να καταλάβω  πόσο ισχυρό και πόσο διαβρωτικό ήταν το δηλητήριο με το οποίο πότιζε τους Γερμανούς ο Χίτλερ . Τελικά δεν ήταν καθόλου τυχαίος . Με απέραντη μαεστρία ήξερε να υποδαυλίζει όλη την κλίμακα των ανθρωπίνων συναισθημάτων . Έκανε τους Γερμανούς να νιώθουν ριγμένοι , ταπεινωμένοι , απειλούμενοι . Κέντριζε μέσα τους την παράνοια , την ανασφάλεια , τη φοβία . Κι από την άλλη πλευρά τους υποσχόταν δικαίωση , δύναμη , δόξα . Συνομιλούσε με το πλήθος και το μαγνήτιζε . Εκμεταλλευόταν όλους τους εθνικούς μύθους , αληθινούς και ψεύτικους . Παραπληροφορούσε τόσο έντεχνα , που ακόμα και το 1960 πολλοί Γερμανοί πίστευαν πως η χώρα τους μπήκε στον πόλεμο , αμυνόμενη , θύμα διεθνούς συνομωσίας .
               Κατάλαβα τότε πως κανένας λαός δεν είναι άτρωτος , αν εμφανιστεί μπροστά του ο χαρισματικός δημαγωγός , που θα εκμεταλλευτεί σωστά τη στιγμή και τη συγκυρία . ¨

               Β.Π. –Βόλος 21/8/2015           .   







Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

                         Πανέμορφο και μοναδικό το θέαμα
          Είχαμε δεκαετίες ολόκληρες , στο Βόλο και στη Μαγνησία , να νιώσουμε , να μας ¨τυλίγει¨, για τρεις μέρες ολόκληρες , ένα μεγάλο πάλευκο ¨ σεντόνι ¨ χιονιού , φιλόξενου και καλοδεχούμενου , από τους καλοπροαίρετους συντοπίτες μας .
        To Πήλιο φόρεσε τη ¨ λευκή στολή ¨ του , ο Παγασητικός το γιόρτασε με τις χιονισμένες πανέμορφες ακτές του και η λίμνη Κάρλα , αυτό το καμάρι και στολίδι της Μαγνησίας με τα χιονισμένα και παγωμένα νερά της ¨έδιωξε¨ , για λίγες μέρες , τους φτερωτούς ¨ενοίκους¨ της ,  προς αναζήτησιν τροφής .
      Ήταν πανέμορφο και μοναδικό το θέαμα της χιονισμένης ατμόσφαιρας , που απολαύσαμε το τριήμερο 9 έως 11 Γενάρη του 2017.  
      Θα τις θυμόμαστε , εμείς οι Βολιώτες , για πολλά χρόνια τις χιονισμένες μέρες αυτού του Γενάρη . Ήταν κάτι το ξεχωριστό και ασυνήθιστο αυτό το ¨ χιονισμένο τσουνάμι ¨, που σπάνια περνάει από την πόλη μας και την περιοχή μας .
     Βασίλης Παλαμηδάς – Βόλος 12/1/2017  


Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Το γέλιο

Το γέλιο μακραίνει τη ζωή μας. Πόσο άχαρη και άνοστη θα ήταν αυτή, χωρίς το γέλιο, χωρίς αυτό το κάποιο χαμόγελο..."O γέλως είναι κάλλιστον και υγιεινόν πράγμα, ιδίως χωνευτικόν, καθώς λέγουσιν οι φυσιολόγοι και δεν πιστεύομεν να μας μεμθή τις την μικράν αυτήν και ανώδυνον διασκέδασιν..." (Εμμανουήλ Ροΐδης). Με τη σάτιρα και το χιούμορ, που φέρνουν το γέλιο, ασχολήθηκαν από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα, πολλά ονόματα της Ελληνικής Γραμματείας. Με τούτο το σημείωμα δεν έχω την πρόθεση για ονομαστικές αναφορές.
Έτσι, απλά διάβασα ένα σχετικό κείμενο, δημοσιευμένο σε εφημερίδα, τέλη δεκάτου ενάτου αιώνα. Τίτλος του "Μια κωμικοτραγική ιστορία" : "Ο θάνατος του καθηγητή της Βοτανικής και ποιητή Θεοδώρου Ορφανίδη (1817-1886) είναι συνδεδεμένος με μια κωμικοτραγική ιστορία με πρωταγωνιστές τον Βλάση Γαβριηλίδη και έναν δημοσιογράφο της "Ακροπόλεως" .
Μια μέρα ο Γαβριηλίδης έμαθε ότι ο καθηγητής Θεόδωρος Ορφανίδης είναι βαριά άρρωστος. Κάλεσε, λοιπόν, το συντάκτη Κώστα Ρίσβη και του είπε:

 Θα παρακολουθήσετε λεπτομερώς την ασθένειαν του ποιητού. Θα γράψετε όσο το δυνατόν περισσότερα. Ο Γαβριηλίδης είχε τη συνήθεια να δέχεται τα χειρόγραφα των συντακτών του, αλλά είναι ζήτημα αν διάβαζε δέκα γραμμές από αυτά. Χτύπαγε το κουδούνι και όταν εμφανιζόταν ο κλητήρας του, τα έδινε για να τα μεταφέρει στο τυπογραφείο. Περίμενε, λοιπόν, εναγωνίως τον Ρίσβη, γιατί στο μεταξύ αναγγέλθηκε ο θάνατος του Ορφανίδη. Κάποτε αργοπορημένος εμφανίστηκε ο Ρίσβης, που εθεωρείτο "τύπαρος της παλιάς αθηναϊκής δημοσιογραφίας".
Μπήκε μέσα στο γραφείο του Γαβριηλίδη, που τον περίμενε εναγωνίως.
- Λοιπόν, τι γίνεσθε, τον ρώτησε ο Γαβριηλίδης.
- Καλά κύριε διευθυντά. Σεις;
- Τι καλά! Τι θα έχωμε δια τον Ορφανίδην;
- Πολλά κύριε διευθυντά.
- Επήγατε εις το σπίτι;
- Από εκεί έρχομαι.
- Λοιπόν;
- Πηγαίνει καλύτερα!
- Καλύτερα; Αλλά απέθανε προ πέντε ωρών!
- Απέθανε ο καημένος; Θεός σχωρέσοι τον!
Μπροστά σε τόση στωικότητα πέρασε όλη η αγανάκτηση του Γαβριηλίδη και έδωσε εντολή να αυξήσουν τον μισθό του Ρίσβη!".

                                    Δεν έκανε σωστό λογαριασμό


                Εσπούδασε Νομικά . Νέος ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία . Πρόκειται για τον αείμνηστο και εξέχοντα δημοσιογράφο Κωστή Χαιρόπουλο ( 1873 – 1932 ) . Συνεργάστηκε με τις προπολεμικές εφημερίδες της εποχής ¨Χρόνος¨ και ¨Πρωΐα¨ . ΄Ηταν ο πατέρας του μεγάλου μουσικοσυνθέτη , στο ελαφρό τραγούδι , Χρήστου Χαιρόπουλου . Το ταλέντο του ήταν η ευθυμογραφική στήλη . Εγραφε το καθημερινό χρονογράφημα . Ένα δείγμα της δουλειάς του παραθέτω , από ένα χρονογράφημα με τίτλο ¨ Ο λογαριασμός του Νικολού ¨ , που δημοσιεύτηκε στη εφημερίδα ¨Πρωΐα 9-7-1926 :
             ¨ Προτινός μια γραία , που διετήρη μικρομάγαζον εις τον Πειραιά , απέθανε αιφνιδίως . Μεταξύ των εμπορευμάτων της η Αστυνομία ανεύρε δέμα περιέχον πλέον των πεντήκοντα χιλιάδων δραχμών . Το γεγονός εσχολιάσθη δυσμενώς δια την αποθανούσαν , η οποία ήτο γνωστόν , ότι διήγε αθλιέστατον βίον , τρώγουσα καθημερινώς ψωμί και ελιές , διά να αποταμιεύει τα χρήματα . Και οι μεν δυσμενείς κρίσεις δεν ήσαν καθ’ολοκληρίαν αδικαιολόγητοι . Διότι μία γεροντική ύπαρξις , άνευ κληρονόμων , μάλιστα , δεν πρέπει να κακοπερνά , συσσωρεύουσα εις το σεντούκι τα χιλιόδραχμα , τα  οποία δεν θα της χρησιμεύσουν ποτέ . Αλλ’ιδού ότι έρχεται ο θάνατος του Νικολού δια να δικαιώσει την αποθανούσαν γραίαν.  Ο μπάρμπα-Νικολός ήτο ένας τύπος Αθηναϊκός , γνωστότατος εις την συνοικίαν της Νεαπόλεως . Εβδομηντάρης περίπου άνευ ουδενός συγγγενούς , έζη με το τακτικόν εισόδημα μικράς περιουσίας , την οποίαν είχε επιτύχει να συγκεντρώσει εργαζόμενος επί μακρά έτη εις την Αμερικήν . Το εισόδημα τούτο του επήρκει δια να ζει μετρίως . Αλλά μίαν ημέραν έκαμε την ακόλουθον σκέψιν : ¨ Βρε δεν είμαι τρελός ; Ζω οπωσδήποτε φτωχικά με τους τόκους των χρημάτων που έχω και αφήνω άθικτο το κεφάλαιο ! Για ποιο λόγο ; Ποιος θα τα πάρει μετά τον θάνατόν μου ; Είμαι εβδομήντα ετών . Πόσο θα ζήσω ακόμα ; Δεν κάνω λογαριασμό και ν’αρχίσω να τρώω και από τα έτοιμα ; Αποτέλεσμα των σκέψεων τούτων ήταν να κατανεμηθεί το υπάρχον κεφάλαιον εις δέκα ίσα μέρη , όσα χρόνια υπελόγιζε ο κάτοχός του ότι ηδύνατο να ζήσει εισέτι , και να αρχίσει το φάγωμα .
          Η πρώτη πενταετία επέρασε και τα ημίση των διαθεσίμων κατηναλώθησαν . Αλλ’επέρασε και η δευτέρα πενταετία και το κεφάλαιον ολόκληρον εξηντλήθει . Τότε ο μπάρμπα-Νικολός ανένηψεν. Ενώ είχε γίνει ογδοηκοντούτης , δεν είχε αποθάνει , σύμφωνα με τους υπολογισμούς που είχε καταστρώσει προ δέκα ετών . Τα χρήματα είχον φαγωθεί . Το δίλημμα , εις το οποίον ευρέθη ο ατυχής , υπήρξε τραγικόν . Τι του έμενε να κάμει ; Να εργαθεί εις την ηλικίαν που ευρίσκετο ήτο αδύνατον  ¨. Να ζητήσει θέσιν κωμικόν . Δεν εχρησίμευεν ούτε διά πορτιέρης . Μετά πολλάς αμφιταλαντεύσεις κατέληξεν εις την απόφασιν να επαιτήσει , ακριβώς εις την ιδίαν συνοικίαν , όπου διήλθε τα ευτυχή χρόνια της ζωής του και όπου τον εγνώριζεν όλος ο κόσμος τόσον αυτόν , όσον και την τελευταίαν ιστορίαν του . Κατέλαβε , λοιπόν , μίαν γωνίαν , εις κάποιον δρόμον της Νεαπόλεως , και ήρχισε το έργον του , επαναλαμβάνων προς κάθε διερχόμενον διαβάτην την εξής στερεότυπον φράσιν :  ¨ Δώστε , Χριστιανοί , ελεημοσύνη και στον μπάρμπα-Νικολό που δεν έκανε σωστό το λογαριασμό .   

¨ Λογοτεχνικές αναζητήσεις ¨ – Βασίλης Παλαμηδάς – Βόλος   
              Γ. Νταλάρας δίνει συνέντευξη στον Γ. Λιάνη

           Ήταν ένας ασυνήθιστος νέος τραγουδιστής . Από την αρχή είχε μια παραβατικότητα , που μετατράπηκε σε αιρετικότητα .
          Για τον τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα ο λόγος . Στα πενήντα χρόνια που έχει διανύσει στην τέχνη του , διατήρησε την υπέροχη φωνή του . Βρίσκω τη φωνή του Νταλάρα μαγευτικά καθαρή , τρυφερή ,  πιο ζεστή από παλιά . Κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει αυτή τη φωνή . Παράλληλα , όμως , έχει διαμορφώσει μια προσωπικότητα σοβαρή , ξεχωριστή , που μοιάζει να μην είναι δική του . Ο Γ.Νταλάρας μπορεί να λέει ότι διέτρεξε περισσότερο από κάθε άλλον ομότεχνό του το κλασικό απόφθεγμα του Αρθούρου Ρεμπό :  ¨ Εγώ είμαι κάποιος άλλος ¨!
       Ο Γ. Νταλάρας έχει ένα χάρισμα , είναι δηλαδή ταλέντο . Αλλά έχει και κάτι ξεχωριστό . Μια εν εγρηγόρσει επαγγελματική συνείδηση . Γεννιέται σταρ κανείς . Δεν γίνεται . Ο Νταλάρας και γεννήθηκε σταρ και έγινε .
      Ο πλους του Νταλάρα στο ελληνικό τραγούδι έχει μια θαυμασιότητα . Θεωρείται , και δικαίως , μετά τους δύο κολοσσούς Καζαντζίδη και Μπιθικώτση , ο γκουρού των Ελλήνων τραγουδιστών . Η Τύχη είναι έργο δικό του . Η μουσική διπλασίασε , ίσως και τριπλασίασε τη ζωή του . Ο Νταλάρας αφουγκράστηκε την Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης , είδε την Ελλάδα του Εμφυλίου , έζησε τη γενιά του 1-1-4 , τη γενιά του Πολυτεχνείου , τη Δημοκρατία , τη χούντα , τη Μεταπολίτευση και είδε όλες αυτές τις γενιές να σαρώνονται η μια πάνω στην άλλη .   ¨ Σαν τα φύλλα σωριάστηκαν η μια πάνω στην άλλη . Όμως η τέχνη έμεινε . Ο Σεφέρης , ο Ρίτσος , ο Ελύτης , ο Μίκης , ο Μάνος , ο Καζαντζίδης , ο Μπιθικώτσης έμειναν .
          Τι συμβαίνει σήμερα ; Οι Έλληνες , όλοι μας , κι εγώ μέσα στο πλήθος αισθανόμαστε προδομένοι , απογοητευμένοι . Αρχικά ήρθε ο θυμός . Μετά το πένθος . Μετά τα δύο παιδιά του Πένθους . Το αγόρι που είναι ο φόβος και το κορίτσι που είναι η ανασφάλεια . Απεδείχθη αυτό που είχε γράψει ο Χάρολντ Πίντερ στους Σουηδούς Ακαδημαϊκούς : ¨ Οι πολιτικοί δεν είναι γιατροί . Είναι η ασθένεια ¨ .
          Δεν είμαι φοβισμένος . Δεν ήμουν φοβισμένος ούτε στα πέντε μου . Τότε που λιποθύμησα , όταν έμμεσα έθεσα στον εαυτό μου το ερώτημα της ύπαρξης του Θεού . Ήμουν μικρός , θυμάμαι . Η μητέρα μου με έβαλε σε έναν παιδικό σταθμό στον Υμηττό . Στην Αγία Φωτεινή ο τρούλος είχε ακτίνες , που ακτινοβολούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις . Σκεφτόμουν αυτό που μας είχαν πει , ότι ο Θεός έκανε τον κόσμο σε έξι ημέρες και την άλλη ημέρα αναπαύθηκε . Το σκεφτόμουν με τρομερή ένταση . Εσωτερικά . Καθώς με κτυπούσε και ο ήλιος και ραβδωτά οι αχτίνες , αισθάνθηκα πως τυφλώθηκα και λιποθύμησα . Με πήγαν στον παιδίατρο . Η μητέρα μου ήταν αλλόφρων . Ο γιατρός με εξέτασε , με ρώτησε τι έγινε και όταν του είπα , γύρισε και είπε στη μητέρα μου : ¨ Μην το φοβάσαι , ο μικρός θα βρει τον δρόμο του ¨ .
        Οί οικογένειες μαζεύονται και πάλι στα σπίτια . Συνομιλούν . Έχω πολλά τέτοια παραδείγματα . Κι αυτό είναι ελπιδοφόρο . Μου θυμίζει τους ¨ Χτίστες ¨ του Χειμωνά . Τους νομάδες που φεύγουν , χτίζουν και γυρίζουν . H νέα γενιά θα δοκιμαστεί, αλλά θα επιζήσει. Θα βγει νικήτρια . Πιο καθαρή , χωρίς βάρη , χωρίς βύσματα , χωρίς πολιτικούς σαν τους σημερινούς , που είναι πολιτικάντηδες .
        Πιστεύω ότι το 2017 είναι ένα όριο απ’όπου μπορώ να σκεφτώ την αποχώρησή μου . Δεν είμαι υπεράνθρωπος . Νιώθω ότι η ώρα επέστη . Δεν θέλω να μου χτυπήσει την πόρτα η μοίρα μου και να μου πει ότι ¨ τέλειωσες ¨ , η μοίρα που υπήρξε πάντοτε δοτική σε μένα . Όλοι μας κάποια στιγμή ¨ Αποχαιρετάμε την ¨Αλεξάνδρεια ¨ που χάνουμε …¨

        Γεννήθηκα στρατευμένος τραγουδιστής . Από μικρός κοντά στον πατέρα μου συνθέτη και τραγουδιστή Λουκά Νταράλα , μπήκα στο χώρο της μουσικής . Στα 19 μου ξεκίνησα. Ο Σταύρος Κουγιουμτζής , ο μεγάλος μου δάσκαλος . Αυτός ο χαμηλόφωνος άνθρωπος , που αντλούσε την έμπνευσή του από απλά , καθημερινά και συνηθισμένα γεγονότα . Μετά , ο αγαπημένος μου Λευτέρης Παπαδόπουλος , που μαζί με τον Μάνο Λοΐζο με αγκάλιασαν σαν μικραδέρφι τους και μου έδωσαν βήμα και φωνή . Ο Απόστολος Καλδάρας με πήρε από παιδί από το χέρι και με εμπιστεύτηκε . Μου έδωσε τα πρώτα τραγούδια του και μοναδικές παλιές εκτελέσεις . ¨ Ετσι το είπε ο Στέλιος , έτσι το είπε ο Γρηγόρης . Μελέτησέ τους καλά και πες τα τραγούδια , όπως θέλεις εσύ ¨ . Είναι ο Μάνος Ελευθερίου , που με στήριξε και με στηρίζει έως σήμερα . Με τα λόγια του και τα έργα του . Ο ήρωάς μου , βέβαια , ο Μίκης Θεοδωράκης , τον οποίο γνώρισα  από παιδάκι . Με πήγε η μάνα μου στη Νέα Σμύρνη κι εκεί τους γνώρισα ¨ . Συνεργάστηκα με τους Χατζηδάκη , Ξαρχάκο , Μαρκόπουλο , Σπανό . Σπουδαίοι λαϊκοί συνθέτες Άκης Πάνου και Χρήστος Νικολόπουλος , καθώς και οι Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας .
           Πάλεψε στη ζωή του , ο Γιώργος Νταλάρας ,ακόμη και σήμερα το παλεύει . ¨ Κανένα δώρο δεν μου προσφέρθηκε . Ο,τι μου προσφέρθηκε ήταν η ψυχή μου που ήταν ανοιχτή και έτοιμη . Η αγάπη μου για τη μουσική και το τραγούδι θα με συνοδεύουν για πάντα ¨ .
Βασίλης Παλαμηδάς – Βόλος 3/1/2017  



                     Λακωνική φωνή για το 2017 

          Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
          Σα μια σειρά κεράκια αναμένα –
          Χρυσά , ζεστά , και ζωηρά κεράκια .
          Είναι ο γνωστό ποίημα του Κ.Π.Καβάφη . Γράφτηκε το 1899. Το πρώτο τρίστιχο . Προσωπικά το θεωρώ μέτριο ποίημα κι αναρωτιέμαι γιατί ο Αλεξανδρινός γέροντας , τόσο σχολαστικός σ’αυτά τα ζητήματα , το προόρισε για το τελικό του corpus . Η εικόνα είναι γλυκερή και το σκεπτικό της απροσχημάτιστα ρηχό .
         Η περασμένες μέρες πίσω μένουν ,
         μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων ,
         τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη ,
         κρύα κεριά , λυωμένα , και κυρτά .
Πρόκειται για τη δεύτερη στροφή – τετράστιχη αυτή . Η απορία μου , ωε προς την τακτική του Καβάφη διατηρείται ισχυρή . Τα ¨ Κεριά ¨ ωστόσο επιμένουν . Στη διαδρομή των χρόνων βρίσκονται σε περίοπτη θέση , εννοώ στα χείλη πολλών  ανθρώπων κι όχι μόνο αναγνωστών του ποιητή . Έχουν γίνει κοινός τόπος .
        Είναι καλό ή κακό αυτό ; Δεν θα απαντήσω . Είναι πάντως μια καθιέρωση και υποθέτω ότι αυτή σχετίζεται με το σχήμα παρελθόν – μέλλον . Τα λαμπερά αναμμένα κεριά μπροστά . Τα λιωμένα που ακόμα καπνίζουν ,  πίσω . Η ελπίδα και η νοσταλγία της , εμμέσως . Και φυσικά μια υπόρρητη διάθεση απολογισμού . Ας το δούμε και έτσι , μέρες που είναι . Κάθε φορά στα τέλη του χρόνου καταφεύγουμε σε τέτοιου είδους παιχνίδια . Πόσο παιχνίδια είναι ; Οι Καζαμίες πιθανόν κυκλοφορούν ακόμα . Για το μέλλον .    
       Η αβεβαιότητα μας κάνει σκεπτικιστές , επιφυλακτικούς και κατά κάποιον τρόπο προληπτικούς . Τι θα μας φέρει αυτός ο καινούργιος χρόνος ; Δεν είναι εύκολο να αρθρώσουμε υποθέσεις . Ούτε να δώσουμε σχήμα στους φόβους μας . Μπορούμε , όμως , να κάνουμε  ευχές . Οι ευχές αφορούν το μέλλον . Ανωδίνως . Η πλημμύρα των υποσχέσεων και η ευφορία των πλαστών προσδοκιών . Ήδη έχουμε ασκηθεί στο σπορ εντατικά .
      Παρ’όλα αυτά , την πιο κοινότοπη ευχή σε όλους .
      Αίσιον και ευτυχές το νέον έτος .
      Θανάσης Βαλτινός , Συγγραφέας , Πρόεδρος Ακαδημίας Αθηνών . Δεκέμβριος 2016 .