Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008

Όχι, δεν χάθηκαν όλα!

Με συγκίνησε παρά πολύ η σελίδα με τον τίτλο: "Εφημερίδα: Θνήσκει ή είναι αθάνατη", που διάβασα στο φύλλο της Εφημερίδας Θεσσαλία, την Κυριακής 3-9-2006. Μέσα στα 4 κείμενα που δημοσιεύονται, σχετιά με το μέλλον του "έντυπου λόγου" , ας προσθέσουμε και ένα ακόμη, που γράφτηκε στην εημερίδα "Εστία" στις 7 Μαρτίου 1994. Έχει τίτλο: "Στην έπαλξη του δημοσιογραφικού χρέους" και το υπογράφει ο εκλεκτός της Ελληνικής Γραμματείας, συγγραφέας και δημοσιογράφος Νέστορας Μάτσας:

Όχι, δεν χάθηκαν όλα! Δεν πνιγήκαμε από τον κιτρινισμό και τη χυδαινογία.Δεν έκλεισαν ερμητικά όλα τα παράθυρα, όπως επείμονα διατείνονται οι απαισιόδοξοι. Υπάρχουν κάποιες εστίες αντιστάσεως! Υπάρχουν κάποιο πεισματάρηδες ιδαλγοί, που πιστεύουν στον άνθρωπο και αγωνίζονται γι' αυτή την πίστη τους με όλες τους τις δυνάμεις.

Οι καιροί, βέβαια, δεν προσφέρονται γι' αυτού του είδους τους αγώνες. Ό,τι μας χαρακτηρίζει
ναι η συνθηκολόγηση. Είμαστε έτοιμοι, για να υποπέσουμε στον ιερό μόχθο της επιθετικής άμυνας να συνθηκολογήσουμε... Με όλους και με όλα. Είναι μία εύκολη λύση που μας βολεύει.

Τη ντυνόμαστε και ησυχάζουμε.Όμως, δεν χάθηκαν όλα! Υπάρχουν ακόμη οι εστίες αντιστάσεως: Μέσα μας και γύρω μας. Και αποτελούν ένα μήνυμα αισιοδοξίας και ελπίδας στους αμείλικτους καιρούς μας, που αρνούνται τα πάντα, ακόμη και την ίδια την άρνηση! Η γηραιά, αλλά πάντα θαλερή και μαχητική "Εστία" είναι μια από τις εστίες αντιστάσεως που προανέφερα. Ακέραιη, ασυμβίβαστη, γενναία δεν υποχωρεί στις επιθέσεις των καιρών, που επιβάλουν με τα κραυγαλέα μέσα ενημερώσεως, άλλα ότυπα και άλλες αξίες.
Οι ρίζες της βαθύτατα πνευματικές! Οι πρωτοπόροι, που την οραματίστηκαν και οι άξιοι συνεχιστές του οράματος τους, είχαν υψηλούς στόχους, που τους εδικαίωσαν.

Από την 6 Μαρτίου 1894, που κυκλοφορούσε το πρώτο φύλλο, ως σήμερα που γιορτάζει τα θαλερά εκατόχρονα της, ακολούθησε τον ίδιο ευθύ δρόμο, χωρίς παρακαμπτήριες "λύσεις" και ευκαιριακές τοποθετήσεις. Και σ' αυτή την ξεκάθαρη πορεία της είχε, πάντα, για συνεργάτες κορυφαίους πνευματικούς ανθρώπους, που πριν απ' όλα και πάνω απ' όλα ήξεραν γράμματα! Σέβονταν τη γλώσσα. Τιμούσαν τα Ελληνικά, όπως ευρύτερα τιμούσαν τον αναγνώστη. Και είναι πολύ σημαντικό αυτό. Να σέβεσαι και να τιμάς τον ανώνυμο φίλο, στον οποίον απευθύνεσαι καθημερινά, προσπαθώντας όχι να τον ευτελίσεις, αλλά να τον αναβαθμίσεις.

Αυτή η ανεκτίμητη συμβολή της "Εστίας" στον πνευματικό τομέα, όπως άλλωστε στον πολιτικό και τον κοινωνικό, είναι ένας από τους πιο επίζηλους τίτλους της, που τον τιμά και τον συνεχίζει με την ίδια δημιουργική προσήλωση ο σημερινός διευθυντής της κ. Αδωνις Κύρου. Υπάρχει πάντα χώρος για την τακτική επιφυλλίδα, για κριτική λογοτεχνικού βιβλίου, θεάτρου, μουσικής. Έτσι, συνεχίζεται μια πνευματική παράδοση εκατό χρόνων, με υποδειγματική για τα Ελληνικά δεδομένα συνέπεια. Την ίδια άλλωστε συνέπεια σε όλη την πορεία της, αλλά και στις θέσεις, που υποστηρίζει. Και οι θέσεις αυτές βασίζονται στις αμετακίνητες αξίες του Ελληνισμού και του ανθρώπου.

Παραλλάζοντας τον γνωστό αφορισμό "Σκέφτομαι άρα υπάρχω", σε "πιστεύω άρα υπάρχω", θα μπορούσαμε περιεκτικά να δώσουμε το στίγμα της "Εστίας" , στην ίστορία του Ελληνικού Τύπου. Η "Εστία" πιστεύει σε ό,τι γράφει και υποστηρίζει, έστω κι αν πάντα δεν συμφωνούμε με κάποιες τοποθετήσεις της. Σήμερα η "Εστία" προχωρεί γενναία, πάντα μαχητική και πάντα ανυποχώρητη, στη δεύτερη εκατονταετία της. Αποτελεί, πια, ένα πολύτιμο εθνικό κεφάλαιο, αλλά και μία έπαλξη για νέους πάντα αγώνες, για το καλό Έθνους και Ανθρώπου.

Η "Εστία" αμύνεται... Κάποιοι ασυμβίβαστοι ιδεολόγοι αντιστέκονται. Μπορούμε να γαντζωνόμαστε από αυτή την ελπίδα. Να πιστεύουμε ότι ακόμη και από τα ερμητικά κλειστά παράθυρα μπορεί να γλιστρήσει λίγο φως....
Ε, λοιπόν, όχι. Δεν χάθηκαν όλα! .

Ο επιστήμονας κοντά στον άνθρωπο

Μπορεί να είναι "αετοί" στην τέχνη τους οι μηχανικοί, οι γιατροί, οι φυσικομαθηματικοί, οι τεχνοκράτες με δυο λόγια. Αλλά οι περισσότεροι, πέρα από την επαγγελματική τους σοφία, τίποτα. Καμία πνευματική ανησυχία, καμία εγρήγορση. Έχουν, βλέπετε, μείνει στον πνευματικό εξοπλισμό της γυμνασιακής θητείας, μ' αυτή την πρωτόγονη και αλλήθωρη προπαίδεια των ωραιοποιήσεων, στα κλισέ, στις ρηχές γνώσεις και στα θολά προγράμματα. Έρχεται ύστερα η μηχανιστική πανεπιστημιακή σπουδή που αλυσοδένει το πνεύμα στο κρικέλι του δύο και δύο κάνουν τέσσερα. Μπορεί να ακονίζει το μυαλό, αλλά το αποστεγνώνει, στενεύει τους ορίζοντες.

Ο θεράποντας των Θετικών Επιστημών είναι ανολοκλήρωτος, χωρίς την παράπλευρη πνευματική καλλιέργεια. Καταρτισμένος επιστήμονας δεν σημαίνει και άξιος άνθρωπος. Ο τεχνοκράτης έχει στα χέρια του ένα όπλο παντοδύναμο. Αλλά όταν λείπει η ανθρωπιστική υποδομή αυτό το όπλο γίνεται επικίνδυνο. Έτσι εξηγείται γιατί ο νους των περισσοτέρων επιστημόνων μας είναι στον παρά, στο βερνίκι της κοινωνικής προβολής, στις τέρψεις της γαστρός και του υπογαστρίου. Πόσοι επιστήμονες διαβάζουν βιβλία, έξω από τα χρειαζούμενα του συναφιου τους; Η στενή επιστημονική εξειδίκευση δεν προσφέρει μαζί και την πίστη στις μεγάλες αξίες της ζωής, δεν ξυπνά την επιθυμία για το καλό, δεν τονώνει την ψυχική δύναμη. Δεν αρκεί να προχωρήσει η επιστημονική γνώση. Πρέπει να προχωρεί και ο άνθρωπος.

Η ίδια, λ.χ., η επιστήμη που βρίσκεται πιο κοντά στον άνθρωπο, στην οδύνη και τις δοκιμασίες του, μεταβάλλεται συχνά σε μηχανή τερατογένιας. Γίνεται βιομηχανία στηθοσκοπίων, νυστεριών, καθετήρων και συνταγολογίων. Οι Ιατρικές Σχολές. προσφέρουν μονάχα θεωρητική και πρακτική κατάρτιση. Την προσωπικότητα όμως του γιατρού ποιος θα τη διαμορφώσει; Πού είναι η σπουδή για τα ουμανιστικά ιδεώδη και τις ηθικές ευθύνες; Έτσι ξεμπουκάρουν κάθε τόσο και ασπρομπλουζάτοι στυγνοί επαγγελματίες, κυνικοί, άρπαγες, θαυματίες, ασυνείδητοι. Δεν αρκεί η επιστημονική γνώση στον τεχνικό για να χτίσει κατοικίες και εργοστάσια, ν' αξιοποιήσει τους πύρους της γης μας, να βελτιώσει την παραγωγή. Πρέπει να έχει μπροστά του επίμονα τον άνθρωπο, σαν άτομο και σαν σύνολο. Χρειαζόμαστε επιστήμονες ευαίσθητους και καλλιεργημένους, που πιστεύουν στους ανθρώπους και φιλοδοξούν να δημιουργήσουν ένα καλύτερο κόσμο. Που βλέπουν όχι τι γίνεται γύρω τους, αλλά τι πρέπει να γίνεται.

Αλλά πώς θ' αποκτήσει ανθρωπιστική ακτινοβολία η επιστήμη; Όταν στις Σχολές που παράγουν τεχνοκράτες διδάσκονται, όπως ταιριάζει σε ελεύθερους και ώριμους πολίτες, τα Γράμματα, οι Τέχνες, η Φιλοσοφία, η Ιστορία.

Θυμήθηκα τους διδασκάλους του Γένους στα χρόνια της εθνικής δουλείας. Ήταν πανεπιστήμονες. Ο Νεόφυτος Βάμβας δίδασκε Χημεία και Ρητορική, ο Βενιαμίν ο Αέσβιος Αρχαία Ελληνικά και Φυσική, ο Κωνσταντίνος Κούμας Μαθηματικά και Φιλοσοφία, ο Αθανάσιος Ψαλλίδας Αρχαία Γράμματα και Φυσική. Οι γιατροί ήταν θεράποντες και του Ασκληπιού και των Μουσών.

Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η επιστήμη πρέπει να εμπλουτίζεται από τα ιδεώδη του ανθρωπισμού. Ηλεκτρονική, αλλά και ποίηση, Ιατρική, αλλά και τέχνη, Φυσικομαθηματικά μαζί με Ιστορία, Χημεία με Φιλοσοφία. Πρέπει κάποτε οι νέοι επιστήμονες να αποκτήσουν πραγματικά το "Παιδείης πολυήρατον άνθος", όπως έγραφε ο Θέογνες.

Η απελευθέρωση του Βόλου

Στις 18 Οκτωβρίου 1944 από τις 9 το πρωί μέχρι τις 12 το μεσηημέρι βούιζαν τα αυτιά των ανθρώπων της πόλης του Βόλου και υποχωρούσε το έδαφος από τα πόδια των Γερμανών στρατιωτών, που αισθάνονταν τον άμεσο κίνδυνο, γιατί εμφανίστηκαν στον ορίζοντα διαδοχικά εννέα αεροπλάνα της RAF.


Επειδή διαδόθηκε ότι πρόκειται να γίνει βομβαρδισμός του λιμανιού, οι περισσότεροι Βολιώτες εγκατέλειψαν τα σπίτια και πήγαν σε ασφαλέστερα μέρη, όσο πιο μακριά άντεχαν τα πόδια τους. Στις 2 άρχισαν να υπερίπτανται αρκετά αεροπλάνα, τα οποία αφού γύριζαν σε κάθετη κλιση ρος τα σημεία όπου λιάζονταν τα πολεμικά πλοία των Γερμανών, πετούσαν καταπάνω τουςβόμβες που από μακριά φάνταζαν με κουφέτα μεγάλου μεγέθους. Μόλις οι βόμβες έπεφταν πάνω στα πλοία ξεπηδούσαν καπνοί καιαυτόματα μεγάλες φλόγες. Αμέσως επακολουθούσαν τρομερές εκρήξεις, που μετέβαλαν τα σίδερα των πλοίων σε άμορφη μάζα και τα εκσφενδόνιζαν σε διάφορες κατευθύνσεις ανάλογα με το μέγεθος και το σχήμα του κάθε κομματιού.


Σε λίγα λεπτά το λιμάνι του Βόλου μεταβλήθηκε σε κόλαση πυρός, που μόνο ο πόλεμος δημιουργεί με τον γνωστό, τρόπο, χτυπώντας αλύπητα και με μανία ό,τι υπάρχει στο διάβα του. Αποπειράθηκαν να πετάξουν τα γερμανικά υδροπλάνα, που ήταν δεμένα στην προκυμαία, έχοντας μέσα τους ό,τι πολυτιμότερο διέθεταν σε ανθρώπινο υλικό οι Γερμανοί. Όταν σηκώθηκαν στον αέρα προχώρησαν προς τον Παγασητικό Κόλπο. Λίγα μέτρα μετά τον λιμενοβραχίονα προσπάθησαν να ξεφύγουν, αλλά μάταια, γιατί έπεσε πάνω τους ένα αεροπλάνο αγγλικό, από αυτά που Βομβάρδιζαν το λιμάνι, τα κατεδίωξε και τα κατέρριψε στη θάλασσα σαν τρύπια αλουμινένια σκεύη. Ο βομβαρδισμός έγινε με συντονισμένες ενέργειες της RAF και μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, η ασύγκριτη σε ομορφιά παραλία του Βόλου μεταβλήθηκε σε άμορφη περιοχή,που δεν τολμούσε κανείς να πλησιάσει από τη δυσοσμία των καμένων ανθρώπων και τροφίμων, ανακατεμένων με τα διαλυμένα μεταφορικά μέσα και υλικά, από καράβια, οπλισμό και λεωφορεία που μετέφεραν τους αξιωματικούς. Ο όγκος του γερμανικού στρατού απείχε από το σημείο της ολοκληρωτικής του καταστροφής.


Μετά την παύση του βομβαρδισμού και πριν καλά-καλά, συνέλθουν από τη λαχτάρα που πέρασαν, εγκαταλείποντας τους νεκρούς τους, στο σημείο που έπεσαν, όποιο μεταφορικό μέσον συναντούσαν μπροστά τους, το επίτασσαν και τρέπονταν σε άτακτη φυγή. Ο στρατός της σιδηράς πειθαρχίας, της εγωιστικής εμφανίσεως και της υποδειγματικής τάξεως, παρουσίαζε εικόνα τσιγγάνικου καραβανιού.


Δεν ξεχώριζες αν αυτοί που υποχωρούσαν από την πόλη ήταν Γερμανοί στρατιώτες, παρά υποψιαζόσουν κάπως, από τη στολή τους, που κι αυτή σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα ξεθωριάστηκε από τη σκόνη. Δεν μιλούσαν ούτε μεταξύ τους, σα να φοβόντουσαν ότι δημιουργούσαν στόχο σε κάποιο εχθρικό βόλι. Κοντά στο απόγευμα στις 19 Οκτωβρίου 1944 δεν κυκλοφορούσε κανείς των στρατευμάτων Κατοχής. Οι Βολιώτες πείστηκαν πλέον ότι και ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης έφυγε από τον τόπο τους. Συγκεντρώθηκαν στις γειτονιές ομάδες - ομάδες και οι καλά πληροφορημένοι έλεγαν ότι προχώρησαν προς το εσωτερικό της Θεσσαλίας. Αλλοι πάλι που γνώριζαν περισσότερα, όπως δήλωναν, ότι τους αποδεκάτισαν στο δρόμο τους οι αντάρτες. Μάλιστα επέμεναν ότι στη θέση Κακαβός έπεσαν πολλά εχθρικά κορμιά.


Οι βουκαμβίλιες από τις αυλές των σπιτιών τόνιζαν έντονα με το χρώμα των λουλουδιών τους το μαβί απογευματινό της 19 Οκτωβρίου 1944. Τα χρυσάνθεμα ολάνθιστα και οι ορτανσίες, με τα πολύχρωμα λουλούδια τους, στόλιζαν το σκηνικό της μεγάλης χαρμόσυνης μέρας. Ανάμικτη ξέφρενη χαρά με εκδίκηση επικρατούσε στην ψυχή των κατοίκων της πόλεως και προέρχονταν από τη στέρηση της ελευθερίας τους, που τόσα δεινά τους έφερε επί τέσσερα χρόνια. Ήρθε επιτέλους το πλήρωμα του χρόνου για να πληρώσουν όσα είχαν διαπράξει και με ακριβό τίμημα, τόσο ακριβό, όσο πιο αδιανόητο γινόταν. Καμιά επιείκεια, κανένας οίκτος, καμία μετριοπάθεια, καμιά λογική, καμιά υποχώρηση, έστω ανθρώπινη. Δεν υπήρχε δυνατότητα να μετριαστεί η πίκρα που δημιουργούσαν. Αφησαν πολλές ανοιχτές πληγές, οι οποίες για να επουλωθούν έπρεπε να προχώρησε σε βάθος ο πανδαμάτορας χρόνος μαζί με το βάλσαμο της ευμερίας.

Το δρακοντόσκισμα Σκοπέλου

Ο "πατέρας" της Ελληνικής Λαογραφίας, καθηγητής Ν. Γ. Πολίτης (1852-1921) σε ένα από τα έργα του με τίτλο "Παραδόσεις" και στο κεφάλαιο "Δράκοντες και όφεις" , γράφει για το "Δρακοντόσκισμα" της Σκοπέλου:


Είναι τώρα καμιά οχτακορσαριά χρόνια, που εφανερώθη οτη Σκοπελο ένα μεγάλο θερίο, ο Δράκος. Κανείς δεν μπορούσε να μείνη στο νησί και από τα άλλλα νησιά έστελναν εκεί για να τους φάει το θεριό όσους καταδίκαζαν σε θάνατο . Αυτούς τους έβγαζαν στην ακρογιαλιά, σε μια θέση που την λένε σήμερα Πάνορμο ή Έλιος. Ο Δράκος που γύριζε όλο το νησί, τους εύρισκε και τους έτρωγε. Αυτό εβάσταξε καμμιά τετρακοσαριά χρόνια. Ύστερα το σκότωσε το θεριό ο Αγιος Ρηγίνος. Όταν έμαθε ο Αγιος με ποιό τρόπο εσπάραζε και έτρωγε το θεριό τους ανθρώπους που τους στέλνανε στο νησί, αποφάσισε να το ξολοθρέψη. Εγράφτηκε λοιπόν ναύτης σε ένα καράβι που πήγαινε καταδικασμένους και εβγήκε μαζί τους και έμεινε στην ξηρά. Εκεί που βγήκε ρώτησε τους άλλους: "Που στο έλεος του Θεού το θεριό;" . Από τότε η θέση εκείνη ωνομάσθη Έλιος.


Τράβηξε λίγο παραπάνω κι απανταίνει το θεριό. Αυτό καθώς τον είδε εφοβήθη κι έφυγε. Ο Αγιος Ρηγίνος το κυνηγά από πίσω και το κατέφτασε στη θέση που από τότε την λένε Δρακοντόσκισμα, στα νότια του νησιού, αναμεταξύ Αγνόντα και Σταφύλου.


Το θεριό πίσω δεν μπορούσε να κόμη γιατί ήταν ο Αγιος, εμπρός ήταν η θάλασσα. Επηδησε λοιπόν στη θαλασσα για να γλυτώση.


Ο βράχος από κει που πήδηξε εσκίτηκε, και είναι ως σήμερα σκισμένος και πολύ στενός. Οι κατάδικοι που ήσαν μαζί με τον Άγιο έμειναν στο νησί, που ήταν ως τότε έρημο.

Θα αποθάνωμεν όλοι

Την επομένη της κήρυξης του ελληνοϊταλικού πολέμου, 29-10-1940, ένα γενναίο και πατριιωτικό άρθρο με τίτλο "Το στιλέτον", δημοσιεύεται στην πρώτη σελίδα της "Καθημερινής" . Το υπογράφει ο εκδότης και διευθυντής της εφημερίδος ΓΑ Βλάχος (1886-1951):

Τον πόλεμον αυτόν δεν τον εζητήσαμεν, δεν τον προεκαλέσαμεν, δεν τον ηθελήσαμεν. Μας επεβλήθη. Μας επεβλήθη κατά τον χυδαιότερον, κατά τον σκαιότερον τρόπον. Άμα έμειναν οι προπηλακισμοί αναπάντητοι, άμα ηκούσθησαν με σιωπηλήν απάθειαν αι προκλήσεις, άμα κατεβλήθη προσπάθεια όπως αγνοηθεί και αυτή η ταυτότις των γενναίων, οι οποίοι έπνιξαν ηγκυροβολημένην την Έλλην", εις το τέλος, επειδή φόβος υπήρχε μη αι ύβρεις, αι συκοφαντίαι και οι πνιγμοί δεν χρησιμεύσουν και δεν γίνη πόλεμος, κατέφθασε χθες ο κ. Γκράτσι εις το σπίτι του πρωθυπουργού της Ελλάδος, εις τας τρεις το πρωί, και του εζήτησε, προχείρως, την άδειαν να καταλάβη την Κέρκυραν, την Ήπειρον, την Κρήτην, τον Πειραιά, κάτι "στρατηγικά σημεία" , χρήσιμα εις τους Ιταλούς.

Και όταν και εις αυτό το αύθαδες αίτημα του, δεν εδόθη άμεσος απάντησις, αμέσως εδήλωσεν ότι μετά τρεις ώρας οι Ιταλοί θα εισέβαλλον εις το έδαφος μας:

- Τότε αποτελεί κήρυξιν πολέμου το διάβημα σας; Ο Πρεσβευτής δεν απήντησεν, αλλά περί τα εξημερώματα, μετά ώρας όχι καν τρεις, αλλά δύο, απήντησαν από ξηράς και αέρος οι Ιταλοί. Επάνω δια των συνόρων της υποδούλου των Αλβανίας, επιχείρησαν να προσβάλουν τας θέσεις μας. Εδώ, έφθασαν με τα αεροπλάνα των, και εκτύπησαν τας Πάτρας, την Κόρινθον, το Τατόι. Διατί; Διότι είναι μωροί. Διότι, έχοντες ανάγκην να νικήσουν εις αυτόν τουλάχιστον τον πόλεμον κάτι, επίστευσαν ότι εδώ, εις την Ελλάδα, θα τους δοθή η εύκολος νίκη, και ότι εδώ θα συναντήσουν ανθρώπους, οι οποίοι θα τακτοποιήσουν με τους αριθμούς την τιμήν των και θα μετρήσουν τα όσα έχουν πυροβόλα και αεροπλάνα και άρματα μάχης και, άμα πεισθούν, ότι δεν έχουν ουδέ το δέκατον εκείνων, τα οποία διαθέτουν οι Ιταλοί, θα παραδώσουν την γην εις τους στρατούς των αμαχητί και αμαχητί τας παρειάς των, εις τους κόλαφους των. Αλλά, διατί, πριν εδώ κινηθή προς τον Πρωθυπουργικόν οίκον, ο φαιδρότατος αντιπρόσωπος των και κινηθή εις την Ήπειρον ο στρατός των, δεν έρριπταν ένα πρόχειρον βλέμμα εις την Ελληνικήν ιστορίαν;...

Πότε η Ελλάς παραδόθη αμαχητί;

Πότε ενικήθη πριν ποτίση το χώμα της με την τελευταίαν ρανίδα του αίματος της;

Εις ποίαν στιγμήν έκαμε λογαριασμούς των δυνάμεων της προς τας δυνάμεις του αντιπάλου της, δια να μάθη έπειτα αν έχη την δυνατότητα να υπεράσπιση την τιμήν της;

Κράτος μικρόν με ιστορίαν μεγίστην, μήτηρ θηλάσασα την υφήλιον, φάρος λαμπρότατου φωτός η Ελλάς καταυγάσασα τους αιώνας, έδωσεν εις όλην την ανθρωπότητα όχι μόνον την ζωήν, το φως, τον πολιτισμόν, τα γράμματα και τας τέχνας, αλλά και το παράδειγμα της αυτοθυσίας και ηρωισμού, την Σαλαμίνα, τας θερμοπύλας, το Ζάλογγον, το Σούλι, το Μεσολόγγι. Κληρονόμοι πλούτων τόσον μεγάλου, βαρείς από τον φορτον τόσων θρύλων και τόσων παραδόσεων, πώς μας εφαντάσθησαν τώρα κύπτοντας εμπρός εις τα κατάστιχα των πετρελαίων και της βενζίνης και των μηχανοκινήτων μονάδων και αποφασίζοντας να παραδώσω-μεν την ιστορίαν μας εις τους αριθμούς και εις τα πετρέλαια την τιμήν μας;Θα αποθάνωμεν όλοι. Χωρίς να πρέπει να το θέλωμεν. Διότι όταν ο πόλεμος εξερράγη, όταν οι ισχυροί συνεπλάκησαν, προσεπαθήσαμεν παντί τρόπω να εχωμεν την πτωχην ευτυχίαν μας εις μιαν γωνίαν απυρόβλητον και τιμίαν. Δεν είχαμεν εχθρότητας, δεν είχα-μεν μίση. Ηθελήσαμεν να μείνωμεν έξω του αγώνος των άλλων, επιβάλλοντες σιωπήν και εις αυτούς τους παλμούς της καρδίας μας.Δεν προεκαλέσαμεν κανένα, δεν επατήσαμεν κανένα, δεν ηθελήσαμεν ουδέ στόχος υπονοιών να υπάρξωμεν απέναντι ουδενός.Αλλ' άλλως έδοξεν εις την Μοίραν και εις τους αιωνίους Βρούτους αυτής της γης. Εκεί, εις την γωνίαν όπου ηλπίζαμεν ότι

Περί μυγών

Με τις μύγες "ασχολείται" σ' ένα χρονογράφημα του με τίτλο "Πρωτο-μυγιάτικο" , Εστία 7-5-1932, ο πολυτάλαντος Μπάμπης Αννινος (1852-1934). Υπήρξε μια πολύμορφη προσωπικότητα της δημοσιογραφίας και των Νεοελληνικών Γραμμάτων. Δημοσιογράφος, γελοιογράφος από τους αρίστους, ποιητής, ιστορικός, διηγηματογράφος, χρονογράφος, θεατρικός συγγραφεύς:

"Εις το άσπρο χαρτί, που είχα εμπρός μου, ήλθε και εκάθησε μια μύγα, η πρώτη από όσας θα μας βασανίσουν όλο το καλοκαίρι. Την έδιωξα, αλλ' εκείνη αμέσως ξαναήλθεν. Επενέλαβα την χειρονομίαν, αλλά και πάλιν το αποτέλεσμα υπήρξε το ίδιον. Ο διωγμός δε και η επάνοδος επανελήφθησαν δεκατέσσαρας φοράς, τας οποίας είχα την υπομονήν να μετρήσω. Το θέμα που είχα ετοιμάσει δια το άρθρον μου εξετοπίσθη και η σκέψις μου προσηλώθη εξ ολοκλήρου εις αυτό το φαινόμενον της μύγας. Ιδού, ίσκέφθην ένα πλάσμα ελάχιστον, ταπεινόν, τιποτένιο, περιφρονημένον, τον οποίον εν τούτοις δίδει διδάγματα θελήσεως, αντοχής, επιμονής και υπομονής. Και ο πλέον οχληρός ζητιάνος και ο πλέον αδιάκριτος θεσιθήρας θ' απηλπίζετο και θα έρευγεν ύστερα από την τετάρτην, τέμπτην, όγδοην, δεκάτην το πολύ ιποτυχίαν, απηλπισμένος και κατησχυσμένος. Η μύγα όμως, η μικροσκοπική μύγα, όχι! Αυτή επέμεινε με πείσμα, με θέλησιν, με καρτερίαν, που είναι αδύνατον να βρης εις τους ανθρώπους.

Οταν ομιλούμεν περί ζώων εν γένει, εκφραζόμεθα συνήθως με κάποιον τεριφρονητικόν οίκτον. Σε βλέπω σαν μύγα! λέγει αλαζονικώς ο παλληκαράς προς τον αντίπαλον, με τον οποίον διαπληκτίζεται. Και όμως, ο άνθρωπος εγνώρισεν από χρόνων αρχαιοτάτων την βλαβεράν ισχύν του περιφρονημένου εντόμου και ξευρει πόσον επικίνδυνο είναι εις την ανθρωπότητα. Δια τούτο, ίσως οι προληπτικοί και οι δεισιδαίμονες, κατά τους ζοφερούς καιρούς της αμάθειας και των προλήψεων, απέδιδαν εις το έντομον αυτό ιδιότητας και δυνάμεις επικίνδυνους.
Ο κυριώτερος εκ των καταχθόνιων δαιμόνων, ο Βελζεβούλ, ωνομάζετο "άρχων των μυγών" , εις δε την νήσον Κεϋλάνην οι ιθαγενείς ονομάζουν τον Διάβολον "Αχόρ" του θ' όπερ εις την γλώσσαν των σημαίνει "θεός εξολοθρευτής των μυγών". Του προσέφερον δε θυσίας δια να τον προφυλάσση από τα επικίνδυνα αυτά έντομα, τα οποία γίνονται συχνά αφορμή των χειρότερων μολυσματικών ασθενειών του τόπου των.

Ιδιαιτέρως φαίνεται, ότι εφοβείτο τας μύγας ο φοβερός Καίσαρ και τύραννος της Ρώμης Δομιτιανός, ο ωμότατος αυτός υιός του Βεσπασινού και τόσον ανόμοιος προς τον πράον και επιεική αδελφόν του Τίτον, ο οποίος απεκλήθη δια την ηπιότητα των "χάρμα του ανθρωπίνου γένους".Ο απηνής αυτός τύραννος, καταντήσας τρομερά μισάνθρωπος, έπειτα από κάποιον ασθένειάν του και παθών ίσως διαστροφήν φρενών, έμενε κλεισμένος διαρκώς εις το δωμάτιόν του. Μη αρκουμενος δεν να θανατώνη τους ανθρώπους που υπωπτεύετο ή εφοβείτο, διεσκέδαζε με το να φονεύη και μύγες, καρφώνων αυτάς με μεγάλην επιτηδειότητα δια της αιχμής του εγχειριδίου των εις τον τοίχον. Δια τούτο, όταν ένας αυλικός ηρώτησε κάποτε τον προ της θύρας του Καίσαρος φρουρούντας οικέτην, εάν ευρίσκετο κανείς άλλος μαζί με τον αυτοκράτορα, ο φρουρός απήντησεν, μισο-αστεία και μισο-σοβαρά: Ούτε μύγα!

Αλλά, μετά τόσην... παρελθοντολογίαν, ας αναφέρωμεν προς αναψυχήν, προκειμένων περί της μύγας, και ένα εύθυμον ανέκδοτον: Εις ένα αγγλικόν ζυθοπωλείον, ο πελάτης, Σκωτσέζος φιλάργυρος, πίνει ησύχως ένα ποτήρι μπύρας, όταν έξαφνα ανακαλύπτει υπό τον αφρόν μίαν μύγαν εις το ποτόν. Χωρίς να ταραχθή, την παραμερίζει απλώς και την αφίνει μέσα εις το ποτήρι, εξακολουθών να ρουφά το ποτόν μέχριτου πυθμένος σχεδόν και προσεχών πάντοτε να μην την καταπιή. Μεθ' ο, φωνάζει το γκαρσόνι και το αποπαίρνει:- Τι κατάστασις είναι αυτή!... Μας σερβίρετε μύγες με την μπύραν σας! Το γκαρσόνι δικαιολογείται δια την απροσεξίαν και σπεύδει να φέρη νέον ποτήριν μπύρας. Αλλ' εν τω μεταξύ, άλλος πελάτης Σκωτσέζος και αυτός, καθήμενος στο διπλανό τραπέζι και πίνων επίσης ησύχως την μπύραν του, πλησιάζει τον πρώτον και του λέγει:
- Παρακαλώ... Μου κάνετε τη χάρι να μου δανείσετε κι εμένα αυτή την μύγα;" .