Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

                                         Λόγια Γ. Σεφέρη


               ¨ Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακροτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού, τη θάλασσα και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαραχτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η Ελληνική Γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχθηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαραχτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη ... ¨


                 Γ . Σεφέρης – ( Απόσπασμα ομιλίας κατά την τελετήν απονομής Νόμπελ Λογοτεχνίας – Στοκχόλμη 11-12-1963 ) . 

                               Λογοπαίγνιο Δημοσθένη


          Ο Αισχίνης (389-314) ήταν μεγάλος Αθηναίος ρήτορας
Ο ισχυρότερος υπέρμαχος της λεγομένης (Μακεδονικής μερίδας) των Αθηνών και συνάμα πολιτικός αντίπαλος του Δημοσθένη .
          Δεν σπούδασε φιλοσοφία διότι ήταν φτωχικής καταγωγής , αλλά αναδείχθηκε σαν ρήτορας στην πρακτική . Πριν γίνει ρήτορας υπήρξε αθλητής , ηθοποιός και δημόσιος υπογραμματέας . Για τον ηρωισμό του δε , που έδειξε στη μάχη των Ταμύνων , στεφανώθηκε από τον στρατηγό Φωκίωνα . 
          Επί είκοσι ολόκληρα χρόνια ήταν ο κύριος αντίπαλος του Δημοσθένη σε πολιτικούς και σφοδρούς δικαστικούς αγώνες στους οποίους όμως , η υπεροχή του τελευταίου κρίνεται ως ιστορικά αναμφισβήτητη . 
           Αρχικά ήταν εναντίον του Φιλίππου . Αργότερα όμως μετέγνωσε και τάχθηκε με τους ειρηνιστές . Κατόπιν στάλθηκε σαν πρέσβης στον Φίλιππο , όπου το 346 π.χ. συνέβαλε στη σύμβαση της γνωστής σαν ¨ Φιλοκράτειας Ειρήνης ¨ .
           Ο Δημοσθένης , κάποτε , λογοπαίζοντας με το όνομα του Αισχίνη είπε το περίφημο εκείνο : ¨ Ουκ αισχύνει , ω Αισχίνη , η της πόλεως αισχύνη , καταισχύνεις , αισχύνεις ¨ .
Μετάφραση : ¨ Δεν ντρέπεσαι Αισχίνη , εσύ , που αποτελείς την ντροπή της πόλης να καταντροπιάζεις την ντροπή ;
           Απο τους λόγους του σώθηκαν , μόνο τρεις δικαστικοί , τους οποίους εκφώνησε σε δίκες με αντίπαλο τον Δημοσθένη : Ο ¨Κατά Τιμάρχου¨, ο ¨ Κατά Κτησιφώντος¨και ο¨Περί παραπρεσβείας¨ .
           Ο Αισχίνης ήταν προικισμένος με ωραία μεταλλική φωνή και ισχυρή λογική . ¨Παράλληλα όμως , ήταν εμπαθής,βίαιος , άδικος και όχι σπάνια πήρε δώρα από τον Μακεδόνα βασιλια Φίλιππό .
          Πέθανε σε ηλικία 75 ετών στη Ρόδο , όπου ίδρυσε ονομαστή σχολή διδάσκοντας σ’αυτήν με επιτυχία μέχρι το θάνατό του .  Β.Π – Βόλος .
                                                                                                                                                                                                                                                           




Λουκιανός Κηλαηδόνης

          ¨ Ο Λουκιανός μας άφησε , αλλά το έργο του θα μας συντροφεύει για πάντα . Σαν αγιόκλημα και γιασεμιά τις καλοκαιρινές νύχτες με φεγγάρι .
             Σε όλη του τη ζωή ονειροπόλος και μαχητικός . Πάντα πρωτοπόρος στη τέχνη και στους αγώνες .
             Από τον ¨ Θίασο ¨ μέχρι τη ¨ Βουλιαγμένη ¨ μας συντρόφευσε , πράγματι , στα ¨ καλύτερά μας χρόνια ¨ .
             Στην Άννα , στις δυο του κόρες , στην εγγονή του , σε όλους τους δικούς του ανθρώπους , εκφράζω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια ¨ .


             Αλέξης Τσίπρας – Πρωθυπουργός – Αθήνα 7/2/2017

Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

Απερρίφθην μετά πολλών επαίνων


               Ο Γεώργιος Σουρής ( 1853-1919 ) , αφού τελείωσε τη βασική εκπαίδευση στο στρατό στη Σύρο , εγκαταστάθηκε στη Ρωσία και εργάστηκε ως υπάλληλος σιτεμπορικού καταστήματος . Επειδή γρήγορα αντιλήφθηκε πως ήταν ακατάλληλος για το εμπόριο , επέστρεψε στην Ελλάδα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών . Παράλληλα με την παρακολούθηση των μαθημάτων , για να καλύπτει τα έξοδά του εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε σατιρικά κυρίως περιοδικά της εποχής . Πιεζόμενος από τους συγγενείς του , έδωσε πτυχιακές εξετάσεις , αλλά απορρίφθηκε από τον καθηγητή Δημήτριο Σεμιτέλο στο μάθημα της μετρικής ( Επιστήμη που μελετά τους στιχουργικούς κανόνες και τα σχετικά με την εφαρμογή ) . Μετά την αποτυχία του αυτή , εγκατέλειψε πλέον οριστικά τις πανεπιστημιακές σπουδές .
               Όταν αργότερα ίδρυσε την εβδομαδιαία τετρασέλιδη εφημερίδα ¨Ρωμηός¨ ( 1883 – 1918 ) , ο καθηγητής που στάθηκε η αιτία της απομάκρυνσής του από το Πανεπιστήμιο αποτέλεσε το αγαπημένο του θέμα ¨ Απερρίφθην μετά πολλών επαίνων ¨ , έγραφε πολλές φορές αυτοσαρκαζόμενος ενώ παράλληλα με στίχους καυστικούς – αλλά λεπτούς και άκακους – σατίριζε για όλα τα επόμενα χρόνια τον καθηγητή Δ. Σεμιτέλο .
               Ωστόσο , ο ποιητής , όταν έμαθε για τον θάνατο του διδασκάλου του , 19-12-1898 , αφιέρωσε τους ακόλουθους στίχους :
             ¨Με δάκρυ ραίνομε πικρό ,
              του Σεμιτέλου τον νεκρό .
              Δέξου κι’εμένα , δάσκαλε , να κλάψω τον νεκρό σου .
              Να θυμηθώ παλιά ζωή , μπροστά στο φέρετρό σου .
              Με το μεγάλο το  Σχολειό ,
              στον Δάσκαλό μου τον παλιό ,
              κλίνω τα δυο μου γόνατα , θλιμμένος παραστέκω
               και της σεμνής σοφίας το σεμνό τραγούδι πλέκω .
               Κι αν γέλασα καμιά φορά ,
               τα ράμματα του Φασουλή ,
               δεν  βγαίνουνε φαρμακερά .
               Δεν κρύβουν πάθος και χολή .
                Μούσες θρηνούν περίλυπες και στο δικό σου μνήμα
                κι αν του Ρωμιού σ’επίκρανε περιγελάστρα ρίμα ,
                μα την σοφή σου κορφή την στεφανώνω τώρα ,
                τον μαθητή τον άκακο σαν άκακος συχώρα .


                 Λογοτεχνικές αναζητήσεις – Β.Π.- 18-10-2015     
                                        Απουσία ηγετών

               Η χώρα μας ήταν πάντοτε τυχερή , διότι σε κρίσιμες στιγμές είχε ηγέτες που διέθεταν ακτινοβολία στο παγκόσμιο σκηνικό .
               Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στεκόταν απολύτως στο ίδιο επίπεδο με τον Λόιντ Τζορτζ και τους άλλους συγχρόνους του . Δεν ήταν τυχαίες οι αποφάσεις που έπαιρνε ούτε το πώς διάβαζε τους διεθνείς συσχετισμούς και το τι κέρδισε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων . Ήταν ένας Έλληνας πατριώτης , που πίστευε στη Μεγάλη Ελλάδα , αλλά φρόντιζε να είναι απολύτως εξαγώγιμος , γιατί ήξερε ότι αυτό μετρούσε στο τέλος της ημέρας .
               Τέτοιος ηγέτης ήταν και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής . Αυτοδημιούργητος , αλλά γεμάτος δύναμη και ένστικτο , μπόρεσε να σταθεί στο ίδιο επίπεδο με ιερά τέρατα της εποχής του : Τον Σμιτ , τον Ντ’Εστέν κ.ά. Έπεισε με την παρουσία του και τα επιχειρήματά του , πως η Ελλάδα έπρεπε να γίνει μέλος της ΕΟΚ . Δάμασε , όμως , ταυτόχρονα ένα λαό που είχε ήδη μπει στη τροχιά του λαϊκισμού . Δεν χάϊδεψε αυτιά , δεν αναμάσησε τα δημοφιλή κλισέ ,  αλλά χτύπησε το χέρι στο τραπέζι και φώναξε αυτό που πίστευε ότι ήταν καλό για τον τόπο του . Δεν κλάφτηκε σε κανέναν , ούτε εμφανίστηκε ποτέ να ¨ζητάει¨ πράγματα . Όπως και ο Βενιζέλος ,  φερόταν με τρόπο που πρόδιδε μια συλλογική , εθνική αυτοπεποίθηση . Χθες ήταν σαφές ότι δεν διαθέτουμε τέτοια ηγεσία . Η χώρα είχε μια τεράστια ευκαιρία να ξεπεράσει το ζήτημα της ¨αδικίας¨ , που θεωρούμε ότι έχουμε υποστεί , και να προβάλει αυτοπεποίθηση , θετική ενέργεια και όραμα για το μέλλον . Φοβάμαι ότι προβάλλουμε την εικόνα ¨μικρής¨ χώρας και αυτό δεν είναι καλό . Ιδιαίτερα όταν στην ευρύτερη γειτονιά μας υπάρχουν ηγέτες με αυτοπεποίθηση και αλαζονεία .  Είναι άλλο πράγμα οι γενναίες δηλώσεις και αποστροφές λόγων και εντελώς διαφορετικά ο στιβαρός λόγος που πείθει ότι κρύβει ισχύ , ενότητα , σχέδιο .
               Μελαγχόλησαν πολλοί χθες . Ένιωσαν ότι ένας τόπος με μεγάλη ιστορία πίσω του είχε μία ευκαιρία να λάμψει διεθνώς και δεν το  έκανε . Έχει μικρύνει η Ελλάδα ή απλώς περνάει μια φάση παρακμής , από εκείνες που έχουμε ξαναπεράσει πριν αρχίσουμε να ανακάμπτουμε ; Δεν ξέρω . Αυτό που ξέρω είναι ότι άλλη μία φορά αναρωτήθηκα με αγωνία που μπορεί να κρύβεται ο Ελευθέριος Βενιζέλος ή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής του σήμερα …

               Αλ. Παπαχελάς - ¨Καθημερινή¨- 16/11/2016 .       
                                                           Δημαγωγοί


             (Ο συγγραφέας και φιλόσοφος Νίκος Δήμου περιλαμβάνει στο βιβλίο του «Ασκήσεις Ελευθερίας», ένα αξιόλογο κείμενο με τίτλο «Δημαγωγοί».)


            ¨ Οι λαοί, όπως και οι άνθρωποι, κουβαλάνε μέσα τους όλες τις δυνατότητες:την αγάπη και το μίσος, την καλοσύνη και την κακία, τη μεγαλοψυχία και τη μισαλλοδοξία.Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί λαοί-όπως δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι. Ανάλογα με την ιστορική στιγμή, με τους ηγέτες, με τις συνθήκες, όλοι οι λαοί μπορούν κάποτε να κάνουν πράγματα για τα οποία αργότερα θα ντραπούν. 
                Έκανα τις πανεπιστημονικές μου σπουδές στη Γερμανία. Η εποχή των Ναζί ήταν ακόμα αρκετά κοντά. Έβλεπα τους Γερμανούς γύρω μου: άνθρωποι ευγενικοί,αξιοπρεπείς, με υψηλό επίπεδο μορφωσης και καλλιέργειας, ήσυχοι, καλοί οικογενειάρχες. Και αναρωτιόμουνα: αυτά τα ανθρωπόμορφα κτήνη που αφάνισαν έξι εκατομμύρια Εβραίους, που ξεθεμελίωσαν το Δίστομο και τα Καλάβρυτα, που αιματοκύλισαν όλη την οικουμένη, τι είχανε γίνει; Πού κρύβονταν οι βασανιστές   των Ες-Ες, οι ανακριτές της Γκεστάπο;
                Με απασχολούσε έντονα το πρόβλημα πως ο λαός του Γκαίτε και του Μπετόβεν, πρώτος στη μουσική και στη φιλοσοφία, μπορούσε να φτάσει σε    τέτοια
έκπτωση  . Να παρασυρθεί από έναν αμόρφωτο και μυθομανή δημαγωγό φέρνοντας τόση  οδύνη στην υφήλιο-αλλά και στον εαυτό του.   
                Χρειάστηκα αρκετή μελέτη και ανάλυση για να απαντήσω στα ερωτήματά μου. Έπρεπε να δω συστηματικά τις ταινίες της εποχής, για να καταλάβω πόσο ισχυρό και πόσο διαβρωτικό ήταν το δηλητήριο με το οποίο πότιζε τους Γερμανούς ο Χίτλερ.Τελικά δεν ήταν καθόλου τυχαίος. Με απέραντη μαεστρία ήξερε να υποδαυλίζει όλη την κλίμακα των ανθρωπίνων συναισθημάτων. Έκανε τους  Γερμανούς να νιώθουν ριγμένοι, ταπεινωμένοι, απειλούμενοι. Κέντριζε μέσα τους την παράνοια, την ανασφάλεια, τη φοβία. Κι από την άλλη πλευρά τους υποσχόταν δικαίωση, δύναμη, δόξα. Συνομιλούσε με το πλήθος και το μαγνήτιζε. Εκμεταλευόταν όλους τους εθνικούς μύθους, αληθινούς και ψεύτικους. Παραπληροφορούσε τόσο έντεχνα, που ακόμα και το 1960 πολλοί Γερμανοί πίστευαν
πως η χώρα τους μπήκε στον πόλεμο, αμυνόμενη, θύμα διεθνούς συνωμοσίας.
                 Κατάλαβα τότε πως κανένας λαός δεν είναι άτρωτος, αν εμφανιστεί μπροστά του ο χαρισματικός δημαγωγός που θα εκμεταλλευτεί σωστά τη στιγμή και τη συγκυρία. “ 



Β.Π. - Βόλος

Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

                             Ένας ξένος στο χωριό μας

           Ο ξένος ανέβαινε το καλντερίμι με αργά και σταθερά βήματα . Πίσω απ’τις κεντητές κουρτίνες των παραθυριών πολλά γυναικεία μάτια προσπαθούν να διακρίνουν , να μαντέψουν ποιος ήταν και που πήγαινε . Οι πόρτες άνοιγαν πίσω του για να ξανασκουπιστεί το πεντακάθαρο κεφαλόσκαλο και να ριχτεί μια τελευταία ματιά , πισώπλατα , στον περίεργο επισκέπτη . Τον έβλεπαν ν’ανεβαίνει και στην πάνω στροφή του καλντεριμιού , να κοντοστέκεται  μπροστά στη ρούγα του σπιτιού της συγχωρεμένης Ματούλας . Ο ξένος έβγαλε με αργές κινήσεις απ’το σακίδιο την φωτογραφική μηχανή του και φωτογράφισε πρώτα το λιμάνι από ψηλά κι ύστερα το πεντάκλειστο σπίτι με τη χορταριασμένη αυλή και τη ροδιά . Για πολλή ώρα στροβίλιζε το βλέμμα του πάνω , κάτω , δεξιά , αριστερά σαν κάτι ν’αναζητούσε . Τέλος , έκανε τον κατήφορο και ξαναγύρισε στο λιμάνι .
          Στο αντάμωμα με τις γειτόνισσες στην αυλή της κυρά Μάχης δεν βγήκε κανένα νόημα . Τα αινίγματα δεν ξεκαθαρίστηκαν . Πως ξεφύτρωσε ο ξένος στο χωριό ; Γιατί κοντοστάθηκε στο σπίτι της Ματούλας ; Γιατί το φωτογράφισε ;
         Η κυρά-Μάχη στήριζε όλες τις ελπίδες της στον άνδρα της τον Κωνσταντή . Ψιλικατζής στο λιμάνι ο Κωνσταντής , τα ΄βλεπε , τ’άκουγε , τα μάθαινε όλα . Όλος ο ντουνιάς , ντόπιος και ξένος θα περνούσε αναγκαστικά από το στέκι του για τσιγάρα , για ξυραφάκια , για καραμελικά , για κουβέντα . Τοπικό πρακτορείο ειδήσεων .
         Το βράδυ η κουβέντα άρχισε δειλά γιατί ο Κωνσταντής ήταν κουρασμένος :
       -Ένας ψηλός , καλοντυμένος πέρασε προς τα πάνω , Κωνσταντή μου . Φωτογράφισε το σπίτι της Ματούλας . Κόμπιασε για λίγο η κυρά-Μάχη και συνέχισε :
      -Ποιος νάταν ; Τι ήθελε ;
      -Δεν τον γνώρισες ; Αποκρίθηκε νευρικά ο άνδρας της . Ήταν ο Γιωργής , ο γιος της . Είχε πολλά χρόνια να πατήσει στο χωριό . Από τότε που έριξε πέτρα πίσω του , πικραμένος , μόνο μια φορά φάνηκε . Στην κηδεία της μάνας του .
     -Καλά λες , κάτι μου θύμισε η φτιαξιά του , συνέχισε η Μάχη . Τον θυμάμαι από μια σταλιά παιδί . Μετά πήγε στη Σχολή της Ύδρας και βγήκε καπετάνιος . Τι λεβεντονιός ! Μετά δεν ακούστηκε . Ποιος ξέρει πρόκοψε ;
    -Πρόκοψε και παραπρόκοψε ! Δεν τον είδες με τι λουσάτο πλεούμενο ήρθε ; Είναι το δεξί χέρι από έναν εφοπλιστή στον Πειραιά , βεβαίωσε ο Κωνσταντής .
   -Και πως μας θυμήθηκε ξαφνικά μετά από τόσα χρόνια ; Ξαναρώτησε η Μάχη .
  - Ήρθε για να γράψει την περιουσία του στο Αννιώ , την εξαδέλφη του . Πήγαν χθες στο συμβολαιογράφο , υπέγραψαν και έφυγε . Δεν θέλει φαίνεται να έχει καμιά σχέση , κανένα δεσμό με το χωριό . Με το στανιό                                                           μας γύρισε την καλημέρα . Τέτοιο πείσμα δεν ματάγινε , έκλεισε ο Κωνσταντής .
    - Το βιογραφικό του Γιωργή ήταν πια συμπληρωμένο . Η κυρά-Μάχη , η παλιότερη στη γειτονιά , έπλεξε θηλιά-θηλιά τα παλιά που ήξερε με τα καινούργια που έμαθε . Την άλλη μέρα στην πέτρινη πεζούλα της αυλής της , οι γειτόνισσες έμαθαν από το στόμα της όλη την ιστορία του .
      -Ο Γιώργος μοναχοπαίδι , είχε χάσει τον πατέρα του στη θάλασσα και ζούσε με την μάνα του την κυρά Ματούλα . Μεγάλωνε , ψήλωνε , ονειρευόταν να γίνει ναυτικός , να ταξιδεύει . Να δει τα μακρινά μέρη που του χε περιγράψει ο πατέρας του . Να δει αν οι περιγραφές του ήταν αληθινές ή αν τις φούσκωσε για να εξάψει τη φαντασία του . Πρώτος στο σχολείο , πρώτος στη Σχολή καπεταναίων , άρχισε να ταξιδεύει στο πέλαγος της ζωής . Τότε μπήκε στο πρώτο λιμάνι . Την αγκαλιά της Όλγας , της κόρης της Σμυρνιάς . Η μάνα του στραβομουτσούνιασε , αλλά δεν μπόρεσε να τον ξαγκιστρώσει . Ο Γιωργής , αξιωματικός πια στο εμπορικό ναυτικό , όταν έπαιρνε άδεια , τις μέρες του τις μοίραζε ανάμεσα στη μάνα του και στην Όλγα . Δυο εδώ και δυο εκεί . Τα καλούδια του τα πήγαινε κατ’ευθείαν στην Όλγα , που τον είχε σκλαβώσει . Το σπίτι της είχε γίνει Παριζιάνικο .
          Αραιές οι άδειες , πυκνοί οι πόθοι ! Κάποιο απόγευμα , αφού άλλαξε η βάρδιά του στο καράβι , στον Πειραιά σκέφθηκε να κάνει ευχάριστη έκπληξη στην αγαπημένη του . Αλλά ξαφνιάστηκε  ο ίδιος . Έφτασε νύχτα στο χωριό και τράβηξε ίσια στο σπίτι της , στην άκρη του χωριού . Τη βρήκε αγκαλιά με το φίλο του το Νικολό !
          Οι σφουγγαράδες τον βρήκαν την επαύριο μισοπνιγμένο στα νερά του Μαυρολίθαρου . Γλύτωσε απ’τον πνιγμό . Δεν θεραπεύτηκε , όμως , απ’τη μαχαιριά της Όλγας και του φίλου του . Μόλις συνήλθε , με πληγωμένο εγωϊσμό , ματωμένη την καρδιά , έφυγε προδομένος και ντροπιασμένος . Μάταια η μάνα του πάσχισε να τον σταματήσει . Δεν ξαναγύρισε παρά μόνον μια φορά . Να την χαιρετήσει ξαπλωμένη .
        -Τα τωρινά τα μάθατε , συμπλήρωσε η κυρά-Μάχη . Ύστερα σηκώθηκε απ’το πεζούλι , έκανε ένα βήμα , κοντοστάθηκε , γύρισε προς τις φιλενάδες της και πριν αρχίσει να απλώνει την μπουγάδα της , αναστέναξε :
           - Τα πάθια , τα πάθια κυβερνάν τον κόσμο !     ¨
              Μανώλης Γκαγκάκης - Ζαγορά Πηλίου – Ιούνιος 2013
                  
                                                                                                                                                                                                                     
           


                                   Και πάλιν Καβάφης

                      Αν και πέρασαν 84 χρόνια από τον θάνατό του , 1933 , ο Αλεξανδρινός ποιητής είναι κάθε μέρα ¨ παρών ¨με τον συμβουλευτικό και τον σωστό του λόγο , να μας  νουθετεί   και να μας δείχνει τον σωστό δρόμο :
                              ΜΑΡΤΙΑΙ ΕΙΔΟΙ΄ 

Τα μεγαλεία να φοβάσαι , ω ψυχή .
Και τις φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς , με δισταγμό να προφυλάξεις
να τες ακολουθείς . Κι όσο εμπροστά προβαίνεις ,
τόσο εξεταστική , προσεκτική να είσαι .

Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου , Καίσαρ πια ,
έτσι περιωνύμου ανθρώπου , σχήμα όταν λάβεις ,
τότε κυρίως πρόσεξε σαν βρεις τον δρόμον έξω ,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία ,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Αρτεμίδωρος , που φέρνει γράμμα ,
και λέγει βιαστικά ¨ Διάβασε  αμέσως τούτα ,
είναι μεγάλα πράγματα που σ’ενδιαφέρουν ¨ ,
μη λείψεις να σταθείς , μη λείψεις ν’αναβάλλεις
κάθε ομιλίαν ή δουλειά , μη λείψεις τους διαφόρους ,
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις (τους βλέπεις πιο αργά ) , ας περιμένουν ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή , κ’ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου .


Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ – Αλεξάνδρεια 1911 
                            ΑΓΑΠΙΟΣ Γ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

          Την πρώτη μέρα της Άνοιξης , 1η Μαρτίου 2017 , διάλεξε να ¨ πετάξει ¨ στη ¨ Γειτονιά των Αγγέλων ¨, ο αγαπητός και αλησμόνητος φίλος Αγάπιος Μιχαηλίδης ¨ 1938 – 2017 ¨ .
          Είμαι Ανατολίτης , έλεγε και καμάρωνε .Ήταν περήφανος για τον τόπο καταγωγής του , από τα παράλια της Ιωνίας . Άνθρωπος νοικοκύρης , εργατικός και δραστήριος , διωγμένος πρόσφυγας ο πατέρας του Γεώργιος Μιχαηλίδης ,  άνοιξαν βυρσοδεψείο στα Παλαιά του Βόλου , με συνεταίρο τον Αναστάσιο Χατζηαναστασίου , στη δεκαετία του 30 .
         Ο Αγάπιος δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά με την οικογενειακή επιχείρηση . Μαζί με τον γαμπρό του Νίκο Γουτζούλια ανοίγουν μεγάλο κατάστημα χονδρικής – λιανικής ,το ¨ Α-Ω ¨ επί της οδού Κ . Καρτάλη του Βόλου , ασχολούμενοι με το εμπόριο διακοσμητικών και οικιακών συσκευών .
       Φύσει ανήσυχος ο Αγάπιος δεν επαναπαύεται από την επιτυχημένη εμπορική του εμφάνιση στο Βόλο . Ήθελε κάτι πιο υψηλό και μεγάλο που να ξεπερνά τα τοπικά σύνορα και να έχει μεγάλη εμβέλεια . Έψαξε και το βρήκε . Εκεί Ανατολικά στη μακρινή και μυστηριώδη Κίνα , πριν ¨δυτικοποιηθεί¨ αυτή η τεράστια χώρα , πήγε , γνωρίστηκε , έκανε εμπορικές συμφωνίες για εισαγωγές ειδών διακόσμησης και οικιακής χρήσεως . Το τόλμημα επέτυχε . Η συνέχεια καλή και με προοπτικές . Η Ελληνική αγορά δέχεται τις Κινέζικες κατασκευές . Μια αγαστή συνεργασία με τους ξένους , που συνεχίζεται μέχρι σήμερα .
       Στις ανθρώπινες σχέσεις , ο Αγάπιος , είχε μια αρχοντιά επάνω του . Κέρδιζε τον συνομίλητή του με τον καλό του λόγο,με τα ευγενικά του αισθήματα , με τις σωστές θέσεις και επιλογές του .  Με τον Αγάπιο ήμασταν φίλοι από τα εφηβικά μας χρόνια . Αλησμόνητες έμειναν οι παρέες μας , τα πάρτι μας,οι εκδρομές μας . Περάσαμε καλά , εκείνα τα χρόνια της νιότης . Εκείνες τις ανεπανάληπτες δεκαετίες του 60 και του 70,τότε που οι φιλίες ήταν δυνατές και αψεγάδιαστες .
       Ήταν καλός οικογενειάρχης . Με τη γυναίκα του Ορθοδοξία απέκτησαν δύο παιδιά τον Γιώργο και την Όλγα που του χάρισαν δύο χαριτωμένες εγγονούλες .
      Όλα πήγαιναν καλά . Και ξαφνικά ο αιφνίδιος θάνατος έπεσε σαν κεραυνός για τον πάρει από κοντά μας .
     Σήμερα ο μικρός το δέμας , αλλά μεγάλος σε ψυχικά αποθέματα Αγάπιος Μιχαηλίδης , δεν βρίσκεται ανάμεσά μας . Έφυγε για το ανεπίστροφο ¨ ταξίδι ¨ , εκεί , που όλοι κάποτε θα πάμε . Έως , τότε , καλή αντάμωση ακριβέ μου φίλε .

 Βασίλης Παλαμηδάς - Βόλος-15-3-2017

Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

                                Οι μουρμουράδες

          Όποιον και να ρωτούσες να σου διαλέξει τον ησυχότερο , τον ηρεμότερο άνθρωπο του χωριού , θα σου απαντούσε χωρίς κομπασμό . Ο Παντελής της Τριανταφυλλιάς . Μετρημένος , αργομίλητος , σωστός . Κανένας , ποτέ , δεν τον είχε ακούσει να σηκώνει τη φωνή του στο καφενείο , ούτε για τα κομματικά . Κανένας δεν τον είχε ακούσει να κατσαδιάζει τη γυναίκα του ή την κόρη του . Στο σχολείο , μικρό , τον φώναζαν Ηρεμία . Έμπαινε στη μέση στους παιδικούς καυγάδες και συμβούλευε : Ηρεμία ! Το ίδιο βεβαίωναν κι όσοι δούλευαν μαζί του στα καράβια .
          Τώρα ο Παντελής ήταν , για λίγο , ξέμπαρκος για να δει το σπίτι του , να περιποιηθεί τα περβόλια του , ν’ασπρίσει το καλύβι του , να ρωτήσει τους δασκάλους για την προκοπή της κόρης του , να δώσει κουράγιο στη μάνα του , στη γυναίκα του .
          Συμμάζεψε όλες τις δουλειές του και λογάριαζε σε καναδυό βδομάδες να ξαναπάρει το δρόμο προς τον Πειραιά , για τη θάλασσα . Λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο . Γιατί η γυναίκα του η Λισαβή , μια τσιλιγγρή γκρινιάρα , του το ξέκοψε. ¨ Δεν θα πας πουθενά ! Δεν θα παλεύω μοναχή με τρία νοικοκυριά !¨ .
           Η Λισαβή για δεύτερο νοικοκυριό μετρούσε της ηλικιωμένης πεθεράς της , της κυρά-Τριανταφυλλιάς , που επισκεπτόταν μια φορά τον μήνα και για τρίτο του πατέρα της και της μάνας της .
       ¨Τελεία και παύλα !¨ , αγρίεψε . Και πρόσθεσε ένα σωρό δικαιολογίες . ¨ Το κορίτσι μεγάλωσε και θέλει προσοχή , βιός έχουμε , γιατί να θαλασσοδέρνεσαι με το σαπιοκάραβο…¨
      
        Το άσχημο με τον Παντελή ήταν ότι δεν είχε κανέναν για στήριγμα . Η κόρη του παπαγάλιζε το τροπάριο της μητέρας της, η μάνα του σιωπούσε , σαν να παιρνε το μέρος της νύφης της , τα πεθερικά εναντίον του . Εκτός απ’αυτά ήρθε κι η απειλή: ¨ Αν μπαρκάρεις θα πάρω το Μαριώ και τα πράματά μου , θα κλειδώσω το σπίτι και θα πάω στη μάνα μου! ¨
        Μέρες τώρα όλοι έβλεπαν τον Παντελή να βολτάρει μόνος του στην παραλία . Πάλευε ανάμεσα στεριά και θάλασσα . Τη στεριά δεν μπορούσε να την αφήσει , μια δε σκόπευε να διαλύσει τη φαμίλια του . Τη θάλασσα την αγαπούσε από νήπιο.
Δεν τόλεγε η καρδιά του να την προδώσει . Θαλασσινός πάππου προς πάππου . Τελικά για φέτος συμβιβάστηκε να μείνει στη στεριά . Ειδοποίησε την εταιρεία του να ψάξει για αντικαταστάτη .
         Θα μείνω μόνος για μια χρονιά στη στεριά , ανακοίνωσε στο Κυριακάτικο τραπέζι καθώς κατέβαζε την τελευταία γουλιά του Λημνιώτικου κρασιού . Θα σας κάνω το χατίρι . Η γυναίκα του , αντί να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει , τον αποπήρε όπως η δασκάλα το μαθητούδι της : ¨ Το κατάλαβες ακουμπέτ !¨
         Ο Παντελής δεν ήταν άνθρωπος του καφενέ και της ταβέρνας . Τις Κυριακάδες μετά τον σχολασμό της εκκλησίας , σταματούσε να πιει έναν μέτριο και να κουβεντιάσει με τους φίλους του . Στη χάση και στη φέξη τραβούσε κανένα ποτηράκι στου μπάρμπα – Μίμη , αν είχε καλό μεζέ . Τη μέρα του κουτσογέμιζε με κλαδέματα , φυτέματα , ποτίσματα , μαστορέματα . Του περίσσευε ώρα τα βραδινά . Δεν άντεχε , όμως , να κλείνεται στο σπίτι ακούγοντας τις γκρίνιες της γυναίκας του . Πνιγόταν . Αποφάσισε , λοιπόν , να ακολουθήσει το παράδειγμα του μαστρο-Κωνσταντή . Τι σύμπτωση ! Κι αυτός είχε πολυλογού γυναίκα , την Ασπασιώ . Έτσι έγινε μουρμουράς .
         Έκοψε το ψηλότερο καλάμι απ’τη ποταμιά . Το καθάρισε , το ξέρανε στον ήλιο . Αρμάτωσε πεταχτάρι με ψιλή μεσινέζα , περαστό μολυβάκι και ψιλά αγκίστρια . Μόλις σουρουπώνει κατεβαίνει με το καρεκλάκι του και τα σύνεργά του και πιάνει θέση πιο πέρα απ’τον Κωνσταντή στη μεγάλη αμμουδιά . Μαλαγρώνει σπασμένα μύδια και ψαρεύει μουρμούρες απ’τη στεριά . Όταν είναι πεινασμένες γεμίζει το κουβαδάκι του . Αλλά και χορτασμένες νάναι δεν τον πολυνοιάζει . ¨ Θέλει ας τσιμπήσουν , θέλει ας μη τσιμπήσουν , μονολογεί . Απολαμβάνει την ησυχία του . Του αρκεί να απλώνει τη ματιά του στο πέλαγος καθώς η μέρα σκατζάρει βάρδια με τη νύχτα , να ξεχωρίζει τ’αλαργινά φώτα των καραβιών που κρατούν την ρότα τους στη όστρια , να φαντάζεται ένα ναύτη ακουμπισμένο στην κουπαστή να νοσταλγεί τη στεριά , να ρουφάει το βραδινό αεράκι που κατεβαίνει απ’ το βουνό ανάμικτο με το άρωμα των σπάρτων και του μέλεγου .
          Κανένας δεν διαβάζει τις σκέψεις του . Τις μαντεύει μόνο το φεγγάρι που ρίχνει κρυφές ματιές μέσα απ’τα ξεφτισμένα σύγνεφα του βραδινού ουρανού και χαμογελάει ειρωνικά .


Μανώλης Γκαγκάκης – Ζαγορά Πηλίου – Ιούνιος 2014