Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Η γη της Ελλάδος

Ξεύρεις την
γην που ανθεί
φαιδρά πορτοκαλέα
και κοκκινίζει η
σταφυλή
και θάλλει η ελαία ;
Ω! δεν την αγνοεί κανείς,
είναι η γη η Ελληνίς .

Ξεύρεις την γη, ήτις
παντού
με αίματα εβάφη,
όπου κοιλάδες και βουνά
είναι τυράννων τάφοι ;
Ω! δεν την αγνοεί κανείς,
Είναι η γη η Ελληνίς .

Γη μήτηρ παλαιών θεών
και νέων ημιθέων,
γη αναμνήσεων κλεινών
και γη ελπίδων νέων ;
Ω! δεν την αγνοεί κανείς,
είναι η γη η Ελληνίς.

Άγγελος
Βλάχος (1838-1920)

Ενάρετος επιστήμων

Ένας Γερμανός ιατρός, ο
Γουλιέλμος Βιλδ, προσέφερε τις υπηρεσίες του για πενήντα χρόνια, στο νησί της
Σκιάθου. Από τις στήλες της ¨Ακροπόλεως¨, την επομένην του θανάτου του, ο
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, γράφει για τον εκλιπόντα :
¨Είχε έλθει εις την Ελλάδα κατά
τους χρόνους εκείνους του Όθωνος, του μουσοτραφούς Βασιλέως. Από το 1846 είχεν
αποκατασταθεί εις Σκιάθον, και ήτο ζηλευτός ιατρός εις την μικράν πολίχνην, ο
αγαθός Βαυαρός, ο φιλάνθρωπος επιστήμων, όστις εκηδεύετο χθες εις το ναόν του
Αγίου Διονυσίου των Δυτικών.
Οι κατά καιρούς υπουργοί των
Εσωτερικών τον ενθυμούντο και τον ανεκάλουν από την απόκεντρον νήσον, και τον
έπεμπον όπως διευθύνει τας καθάρσεις εις Δήλον, όποτε ήτο ανάγκη, επειδή είχε
πείραν πολλήν και θάρρος και ευσυνειδησίαν. Έως προχθές ακόμη ήτο θαλερός
πρεσβύτης, ωραία φυσιογνωμία και ζωηρά. Η φυσική επιθυμία του, η διαχυτικότης
του, ήτο τερπνόν θέαμα και εντρύφημα μεταδοτικό. Χθες υπέκυψεν εις το μοιραίον
τέλος και ¨εκοιμήθη¨ τον ύπνον, τον άφυκτον. Ωραίον το λείψανον του νεκρού,
όπως ήτο το ήθος του ζώντος.
Δεν ελάτρευεν τον Μαμμωνάν,
ουδέ υπερέβη τον όρκον του επιστήμονος. Δεν μετήλθε την θείαν τέχνην του
Ασκληπιού επί χρηματισμώ η ¨ φάτιος ιμέρω¨ .
Εάν εδικαιούτο να λάβει 50 από
έναν πτωχόν ασθενή, ελάμβανε 15. Εάν ο ασθενής ήτο πολύ πτωχός, τότε έδινε αντί
να λαμβάνει. Τοιούτος υπήρξε ο ενάρετος επιστήμων, ο αγαθός Γερμανός, ο
Γουλιέλμος Βιλδ.
Ας είναι η μνήμη του μετ’ εγκωμίων. ¨

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Καιόμενος - Ποίηση : Τάκης Σινόπουλος

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

( Αφιερωμένο στη μνήμη του φοιτητή της Γεωλογίας Κώστα Γεωργάκη, από
Κέρκυρα, (1948-1970), που αυτοπυρπολήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 1970
στη Γένοβα της Ιταλίας , διαμαρτυρόμενος για την δικτατορία στην Ελλάδα)

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Ταξίδι στα Κύθηρα (1984)

Ο θάνατος δεν είναι βέβαια, ποτέ δίκαιος . Δεν είναι ούτε καν δικαιολογημένος. Αυτός ο θάνατος, όμως, ήταν κάτι παραπάνω από τρελός.
Μια μοτοσικλέτα, μια φρικτή απροσεξία, ένα φρενάρισμα που δεν έγινε στην ώρα του, ένα πλάνο που έμεινε εκκρεμές. Η ¨Αλλη Θάλασσα¨, η ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου έμεινε ορφανή και δεν ξέρει πια, πως να της πει τα τελευταία της λόγια.
Tο ποίημα, που έγραψε για την ταινία του ¨Ταξίδι στα Κύθηρα¨, είναι ίσως το καλύτερο αντίο του :
¨Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία,
αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας.
Είμαι επισκέπτης.
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά,
κι έπειτα δεν μου ανήκει.
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει : ¨δικό μου είναι¨.
Εγώ δεν έχω τίποτα δικό μου, είχα πει κάποτε με υπεροψία.
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε, είναι τίποτε.
Ότι δεν έχω καν όνομα,
Και πρέπει να γυρεύω ένα, κάθε τόσο.
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω.
Ξεχάστε με στη θάλασσα.
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία ¨ .

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Αγγελόπουλος θόδ. – Ο ποιητής των εικόνων

Ξεκίνησε με μια ασπρόμαυρη ¨Αναπαράσταση¨ στις μαύρες μέρες της δικτατορίας. Κι ύστερα κατέγραψε με την κάμερα της άσβεστης μνήμης πικρές ¨ Μέρες του 36 ¨. Με τα μέλη του ¨Θιάσου¨ του περιπλανήθηκε ¨ Μια αιωνιότητα και μια μέρα ¨, για να συναντήσει τον ¨Μέγα Αλέξανδρο¨, τους ¨ Κυνηγούς ¨, τον ¨ Μελισσοκόμο ¨, αρχέτυπες φιγούρες και μορφές, που έγραψαν ο καθένας με τον δικό του τρόπο την ιστορία μιας χώρας που αναζητά την ταυτότητά της. Πραγματοποίησε ένα ουτοπικό ¨Ταξίδι στα Κύθηρα ¨, στις μνήμες και στα φαντάσματα του Εμφύλιου. Σ’ ¨Ένα Τοπίο στην ομίχλη ¨ είδε ¨Το βλέμμα του Οδυσσέα¨ να καρφώνεται με περιέργεια και δέος στο ¨Μετέωρο βήμα του πελαργού¨ κι ύστερα πάνω σ’ένα ¨Λιβάδι που δακρύζει¨για μια Ελένη, για μια παλιά πληγή... Και μετά χάθηκε στη ¨Σκόνη του χρόνου¨ πριν καταφέρει να φτάσει σε μιαν ¨΄Αλλη θάλασσα¨, που τόσο επιθυμούσε.
Στην άσφαλτο της τραγουδισμενης Δραπετσώνας γράφτηκε το βράδυ της 24ης Ιανουαρίου 2012, ο επίλογος της ζωής του ¨ποιητή των εικόνων.
Ο κινηματογράφος του Θ.Αγγελόπουλου (1935-2012) ήταν –σε αντίθεση με αυτά που του απέδιδαν – ανθρωποκεντρικός και τελετουργικός, όπως ο κινηματογράφος του Κουροσάβα και του Λεόνε. Ο ίδιος ήταν ένας στοχαστής, ένας φιλόσοφος της 7ης τέχνης που βίωνε ¨μια ανθρώπινη περιπέτεια¨ σε κάθε ταινία του, όπως έλεγε χαραχτηριστικά. Τα έργα του ήταν ποιητικές ελεγείες, όπου κυριαρχούσε η Ελλάδα, η ανθρώπινη μοίρα, η σιωπή της ιστορίας, της φύσης, του τόπου, η απουσία, η αποξένωση και η εξορία, η αγωνία και ο αγώνας των ηρώων του να επιβιώσουν σ’έναν κόσμο αφιλόξενο που γερνάει και πεθαίνει χωρίς στην πραγματικότητα να έχει ζήσει, χωρίς αρμονία, χωρίς αγάπη. Τραγικές μορφές ενός θιάσου που χάνεται στην ομίχλη, στα χιονισμένα τοπία της μοναξιάς και της απόγνωσης, σε πόλεις που βουλιάζουν, πάνω σε σχεδίες που οδηγούν που οδηγούν στο πουθενά, στην ουτοπία.
Ο κινηματογράφος του Αγγελόπουλου, σύμφωνα με τον Ντούσαν Μακαβέγιεφ, ¨΄εφερε πάλι στη ζωή μας¨ δέκα τρεις ταινίες, δεκατρία όνειρα.

Περιοδικό ¨Ραδηοτηλεόραση¨- Φεβρουάριος 2012