Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2007

Αλύγιστος και ανυποχώρητος

Ο θάνατος της Ιταλίδος δημοσιογράφου Οριάνας Φαλάτσι, 76 ετών, που συνέβη στις 15-9-2006, έφερε στη μνήμη έναν μεγάλο Έλληνα, τον αείμνηστο Αλέκο Παναγούλη, που "έφυγε" νέος από τη ζωή, ακριβώς πριν 30 χρόνια, στις 1-5-1976.


Παναγούλης και Φαλάτσι ήταν ένα ερωτευμένο ζευγάρι, που τους χώρισε ο απροσδόκητος θάνατος, από τροχαίο, του Παναγούλη την Πρωτομαγιά του 1976. Από το 1980 και μετά η Φαλάτσι, εγκατέλειψε τη μαχόμενη δημοσιογραφία και ασχολήθηκε με τη συγγραφή Βιβλίων.

Μέχρι το 1968 κανείς δεν "γνώριζε" τον Παναγούλη. Με την έκρηξη, που προκάλεσε στις στροφές της Βάρκιζας, κατά του δικτάτορος, έγινε άξιος της ευγνωμοσύνης της πατρίδος. Στάθηκε πιστός σ' έναν πανάρχαιο ελληνικό όρκο:

"Και αν τις αναιρεί τους θεσμούς, ουκ επιτρέψω, αμυνού δε και μόνος και μετά πάντων".Μετάφραση: "Κι αν κάπ,οιος ανατρέψει τους θεσμούς δεν θα του το επιτρέψω, αλλά θα τους υπερασπίσω και μόνος και με τους πολλούς" . Ήταν μια γενναία ψυχή ο Αλέκος Παναγούλης. Αυτός ο εύθραυστος και ευαίσθητος νέος - ποιητής και ορθολογιστής - αποδείχτηκε από ατσάλι. Στάθηκε αλύγιστος και ανυποχώρητος. Φυλακισμένος και με χειροπέδες στα στρατόπεδα του Μπογιατίου και της ΕΣΑ. Πάντα επιθετικός και πάντα υπερήφανος.

- Μας καταβασάνισε! Έλεγαν οι Βασανιστές του στη δίκη τους...Αλήθεια έλεγαν. Ο Παναγούλης τους πολέμησε με τον κοφτερό λόγο και με το καταφρονετικό βλέμμα. Δεμένος. χειροπόδαρα λάκτιζε κι έφτυνε τους βασανιστές του. Σακατεμένος, φύλο ξερό στον άνεμο, ξεπνοϊσμένος, στο κατώφλι του θανάτου. Μέσα του όμως έκαιγε φωτιά. Αυτή ακριβώς η φωτιά, καρτερία και σθένος, κράτησε τον Παναγούλη στη ζωή! Μέγα δίδαγμα, το ετοιμόρροπο σώμα γίνεται κάστρο όταν το θερμαίνει το ιδεώδες της ελευθερίας. Απροσμέτρητη και θαυμαστή η αντοχή του ανθρώπου.

Ευτύχησε ο Παναγούλης να βγει ζωντανός από τα δεσμωτήρια της Χούντας. Ευτύχησε να εκλεγεί αντιπρόσωπος του λαού στο Κοινοβούλιο. Ευτύχησε να μάθουν όλοι, μικροί και μεγάλοι, την καρτεροψυχία και τη συνέπεια του. Και ξαφνικά ο θάνατος. Το φρικτό τέλος. Πόσο πικρός κι αβόλευτος στα μέτρα της εποχής μας, ο παρηγορητικός λόγος του Μενάνδρου: - Ον οι θεοί φιλούσιν, αποθνήσκει νέος!... Η Ελληνική Πολιτεία τίμησε τον Αλέκο Παναγούλη. Τον κατέταξε στο Πάνθεον των νεωτέρων ηρώων της ιστορίας μας. Το όνομα του, αθάνατο, φέρουν δρόμοι και πλατείες της Ελλάδος. Ο Παναγούλης έγινε τραγούδι, έγινε γραμματόσημο. Και εκεί, στον Αγιο. Δημήτριο Αττικής, ο μεγάλος σταθμός του Μετρό, φέρει το αθάνατο όνομα: "Αλέξανδρος Παναγούλης".

Ήταν κάποτε ένας ευκάλυπτος

Η γενιά μου μεγάλωσε. Περάσανε τα όμορφα χρόνια. Σήμερα μας "πνίγει" το μπετόν, το τσιμέντο, το καυσαέριο. Χάθηκαν οι αλάνες που παίζαμε παιδιά. Εξαφανίστηκαν οι αυλές με τις γλάστρες και τα λουλούδια. Τίποτα δεν θυμίζει τον παλιό καλό καιρό.


Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις μου έδωσε ένα απόσπασμα βιβλίου του Νέστορα Μάτσα με τον τίτλο "Το περιβόλι με τα χαμένα παραμύθια"... Ήταν κάποτε ένας ευκάλυπτος, λέει μια παλιά ιστορία. Απλωνε τον ίσκιο του και την ομορφιά του στο βάθος μιας αυλής. Στον κήπο άνθιζαν λουλούδια. Στον ευκάλυπτο κούρνιαζαν πουλιά, που τραγουδούσαν την άνοιξη. Σα φύσαγε ο αγέρας, ο ευκάλυπτος τραγουδούσε... Καθώς είχε δεθεί με τη ζωή των ανθρώπων του σπιτιού κι είχε ζήσει κοντά τους χρόνια και χρόνια, ήξερε τις χαρές τους και τις λύπες τους, τις έγνοιες, τις φροντίδες και τις αγωνίες τους. Ήξερε πότε είχε γεννηθεί το κορίτσι με τα μακριά, ξανθά μαλλιά, πότε η γιαγιά κίνησε για το "μακρινό ταξίδι της" και δεν γύρισε πια, πότε το παλικάρι έφυγε για τον πόλεμο και ήταν όμορφο σαν θεός...
Στη στέγη του μικρού σπιτιού ήταν ακροκέραμα με μορφές κοριτσιών, που θα μπορούσαν να ήταν και μακρινές θεότητες... Ακουγαν το τραγούδι του ευκαλύπτου και το ψιθύριζαν τις νύχτες, όταν χαμήλωνε το φως στο σπίτι και οι άνθρωποί του κοιμόνταν ήμερα και ευτυχισμένα. Κήπος, ευκάλυπτος, ακροκέραμα και άνθρωποι ήταν μια ιστορία, ένα παραμύθι από αυτά που ένα ένα χάνονται πια.


Μια βαριά τσεκουριά έριξε κάτω τον ευκάλυπτο, που σωριάστηκε με βαθύ αγκομαχητό και τα λουλούδια ξεριζώθηκαν. Τα ακροκέραμα με τις μακρινές θεότητες, έφτασαν σε κάποιο παλιατζή για τουριστικά αξιοθέατα και το σπίτι σωριάστηκε μαζί με τις ιστορίες και τα παραμύθια του. Όλος ο χώρος ήταν πρακτικά χρήσιμος!

Και η αντιπαροχή μετάλλαξε τα παραμύθια και τον ευκάλυπτο και το σπιτικό σε μπετόν.

Δεν έκανε σωστό λογαριασμό

Εσπούδασε Νομικά. Νέος ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Πρόκειται για τον αείμνηστο και εξέχοντα δημοσιογράφο Κωστή Χαιρόπουλο (1871-1932). Συνεργάστηκε με τις προπολεμικές εφημερίδες της εποχής "Χρόνος" και "Πρωΐα". Ήταν ο πατέρας του μεγάλου μουσικοσυνθέτη, στο ελαφρό τραγούδι, Χρήστου Χαιρόπουλου. Το ταλέντο του ήταν η ευθυμογραφική στήλη. Έγραφε το καθημερινό χρονογράφημα. Ένα δείγμα της δουλειάς του παραθέτω από ένα χρονογράφημα με τίτλο: "Ο λογαριασμός του Νικολού" , εφημερίς "Πρωΐα" 9-7-1926:


Προτινός μια γραία, η οποία διετήρη μικρομάγαζων εις τον Πειραιά, απέθανεν αιφνιδίως. Μεταξύ των εμπορευμάτων της η αστυνομία άνευρε δέμα περιέχον πλέον των πεντήκοντα χιλιάδων δραχμών. Το γεγονός εσχολιάσθη δυσμενώς δια την αποθανούσαν, η οποία ήτο γνωστόν, ότι διήγεν αθλιέστατον βίον, τρώγουσα καθημερινώς ψωμί και ελιές, δια να αποταμιευη τα χρήματα. Και οι μεν δυσμενείς κρίσεις δεν ήσαν καθ' ολοκληρίαν αδικαιολόγητοι. Διότι μια γεροντική υπαρξις, άνευ κληρονόμων, μάλιστα, δεν πρέπει να κακοπερνά, συσσωρεύουσα εις το σεντούκι τα χιλιόδραχμα, τα οποία δεν θα της χρησιμεύσουν ποτέ. Αλλ' ιδού ότι έρχεται ο θάνατος του Νικολού δια να δικαίωση την αποθανούσαν γραίαν. Ο μπάρμπα-Νικολός ήτο ένας τύπος Αθηναϊκός, γνωστότατος εις την συνοικίαν της Νεαπόλεως. Εβδομηντάρης περίπου, άνευ ουδενός συγγενούς, έξη με το τακτικόν εισόδημα μικρός περιουσίας, την οποίαν είχε επιτύχει να συγκέντρωση εργαζόμενός επί μακρά έτη εις Αμερικήν. Το εισόδημα τούτο του επήρκει δια να ζη μετρίως. Αλλά μίαν ημέραν έκαμε την ακόλουθον σκέψιν:


Βρε δεν είμαι τρελλός; Ζω οπωσδήποτε φτωχικά με τους τόκους των χρημάτων που έχω και αφήνω άθικτο το κεφάλαιο! Για ποιο λόγο; Ποιος θα τα πάρη μετά τον θάνατον μου; Είμαι εβδομήντα ετών. Πόσο θα ζήσω ακόμα; Δεν κάνω λογαριασμό και ν' αρχίσω να τρώω και από τα έτοιμα; Αποτέλεσμα των σκέψεων τούτων ήταν να κατανεμηθή το υπάρχον κεφάλαιον εις δέκα ίσα μέρη, όσα χρόνια υπελόγιζε ο κάτοχος του ότι ηδύνατο να ζήση εισέτι, και να αρχίση το φάγωμα. Η πρώτη πενταετία επέρασε και τα ημίση των διαθεσίμων κατηναλώθησαν. Αλλ' επέρασε και η δευτέρα πενταετία και το κεφάλαιον ολόκληρον εξηντλήθη. Τότε ο μπάρμπα-Νικολός ανένηψεν. Ενώ είχε γίνει ογδοηκοντούτης, δεν είχε αποθάνει, σύμφωνα με τους υπολογισμούς που είχε καταστρώσει προ δέκα ετών. Αλλά τα χρήματα είχον φαγωθή. Το δίλημμα, εις το οποίον ευρέθη ο ατυχής, υπήρξε τραγικόν. Τι του έμενε να κάμη; Να εργασθή εις την ηλικίαν που ευρίσκετο ήτο αδύνατον. Να ζήτηση θέσιν κωμικόν. Δεν εχρησίμευεν ούτε δια πορτιέρης. Μετά πολλάς αμφιταλεντεύσεις κατέληξεν εις την απόφασιν να επαιτήση, ακριβώς εις την ιδίαν συνοικίαν, όπου διήλθε τα ευτυχή χρόνια της ζωής του και όπου τον εγνώριζεν όλος ο κόσμος τόσον αυτόν, όσον και την τελευταίαν ιστορίαν του. Κατέλαβε, λοιπόν, μίαν γωνίαν, εις κάποιον δρόμον της Νεαπόλεως, και ήρχισε το έργον του, έπαναλαμβανών προς κάθε διερχόμενον διαβάτην την εξής στερεότυπον φράσιν:

Δώστε, Χριστιανοί, ελεημοσύνη και στον μπάρμπα-Νικολό που δεν έκανε σωστό το λογαριασμό.

Ο πανευτυχής

O σχολιασμός ενός γεγονότος της επικαιρότητος, από τον καθ' ύλην συντάκτην, μπορεί να είναι επιτυχής και το αντίθετον. Καθημερινά δημοσιεύονται σχόλια, που χαίρεται να τα διαβάζει ο αναγνώστης και σχόλια βαρετά και δυσνόητα που δεν διαβάζονται. Το χρονογράφημα είναι ένα δύσκολο είδος. Απαιτεί γνώσεις, ταλέντο, εμπειρία. Αποτελεί τη βιτρίνα, τη σημαία της εφημερίδας. Τις περασμένες δεκαετίες, οι αναγνώστες, για παράδειγμα, των εφημερίδων "ΝΕΑ" και "ΒΗΜΑ" , πρώτα διαβάζουν "τι γράφει" ο Δημήτρης Ψαθάς ή ο Παύλος Παλαιολόγος αντίστοιχα και ύστερα ξεφύλλιζαν τις σελίδες των εφημερίδων. Έχω στα χέρια μου ένα χρονογράφημα πολύ παλιό. Πέρασαν 80 χρόνια από τότε που γράφτηκε. Και όμως, διαβάζεται άνετα και σήμερα, για την ευρηματικότητα, το απρόοπτο και το χιούμορ, που έχει μέσα του. Ο τίτλος του είναι "Πανευτυχής" και το έγραψε ο Κωστής Χαιρόπουλος, "Πρωΐα" 12-7-1926 .


Εις μίαν ειδοποίησιν εφημερίδος ανηγγέλετο προχθές ότι κάποιος, δώσας εξετάσεις εις το Πανεπιστήμιον, έλαβε το τρίτον του δίπλωμα. Δηλαδή, ενώ ήτο φαρμακοποιός και οδοντίατρος, έγινε και διπλωματούχος ιατρός. Η ειδοποίησις εξένισε πολλούς. Τρία διπλώματα; Τι θα τα κάμη ο κάτοχος των; Ποίον εξ όλων θα μεταχειρισθή και με ποίον θα ζήση; Οι εκπλαγέντες φαίνεται δεν έχουν αντιληφθή εις ποίαν εποχήν ευρίσκονται. Αγνοούν ότι δια να βάζη κανείς μίαν μασσέλαν χρειάζεται πέντε χιλιάδας δραχμάς, δια να καλέση εις το σπίτι του τον ιατρόν θα πληρώίη δύο εκατοστάρικα και δια να εκτέλεση μίαν συνταγήν εις φαρμακείον, πρέπει να πώληση το κεντρικώτερον οικόπεδον, από όσα έχει. Τι το παράδοξον λοιπόν εάν ο λαβών τα τρία διπλώματα εσκέφθη να άνοιξη ιδικό του φαρμακείον, ιδικήν του οδοντιατρικήν κλινικήν και ιδικόν του ιατρείον δια τας εργασίας αυτού και της οικογενείας του; Αι ημέραι τας οποίας διερχόμεθα είναι αληθώς δειναί. Ο ιατρός έγινε απρόσιτος, ο δικηγόρος το ίδιον, ο διδάσκαλος, ο ιερεύς, ο καθηγητής ξένων γλωσσών, ο καθηγητής του πιάνου, ζητούν ολόκληρους περιουσίας, δια να παράσχουν τας υπηρεσίας των. Επί πλέον ο παπουτσής δι' ένα ζευγάρι παπούτσια θέλει τετρακοσίας δραχμάς, ο ράπτης δι' ένα κοστούμι τρεις χιλιάδας, η ασπρορουχού δι εξ υποκάμισα δέκα εκατοντάδραχμα και το καπελάκι δι' ένα ψαθάκι από άχυρα της Βοιωτίας διακόσια φράγκα. Τι μας μένει να κάμωμεν;

Τι άλλο από του να γίνωμεν δικηγόροι μόνοι μας, ιατροί μόνοι μας, διδάσκαλοι μόνοι μας, να φορούμεν τα άμφια και να βαπτίζουμε τα παιδιά μας, να έχωμεν καλαπόδια εις το σπίτι και ιδιαίτερα διαμερίσματα δια το οικογενειακόν ραφτάδικο; Την ιδέαν αυτήν ηθέλησε να πραγματοποίηση και ο προχθεσινός ήρως των τριών διπλωμάτων.

Έγινε φαρμακοποιός, ιατρός και οδοντίατρος. Ουδεμία αμφιβολία ότι θα συνεχίσει τας σπουδάς του. Θα γίνη δικηγόρος, φιλόλογος και θεολόγος, θα εγγραφή, μετά το Πανεπιστήμιον, εις το Πολυτεχνείον δια να απόκτηση Δίπλωμα αρχιτέκτονος, μετά το Πολυτεχνείον θα εισέλθει εις την Ιερατικήν Σχολήν και αφού αποπεράτωση όλας τας σπουδάς και λαβή τα σχετικά διπλώματα, θα προσληφθή κάλφας εις παπουτσάδικο, προς συμπλήρωσιν της εκπαιδεύσεως του. Όταν τελειώσουν όλα αυτά, ας έλθη όποιος θέλει να του δυσκολεύση την ζωήν. θα είναι ο πανευτυχής άνθρωπος. Θα υπερασπίζεται μόνος τας υποθέσεις του εις το Δικαστήριον, θα θεραπεύη πάσαν νόσον και μαλακίαν της οικογενείας των, θα έχη γουδί και θα τρίβη τα φάρμακα εις το σπίτι, θα ψάλη τους αγιασμούς δια να φύγουν τα διαμόνια, θα κατασκευάζη τα σκαρπίνια της κόρης των Φωφώς, με ένδεκα πόντους τακούνι και θα κουρεύη αλαγκαρσόν την σύζυγόν του Ξανθίππην, ξυρίζων συγχρόνως και τον σβέρκον της, όπως απαιτεί η τελευταία λέξις της μόδας.

Θα ισχυρισθή τις ίσως εάν γενικευθή το παράδειγμα τούτο, ο κόσμος θα χάση την ισορροπίαν των και οι άνθρωποι δεν θα ευρίσκουν επάγγελμα δια να ζήσουν. Αλλ' η ανησυχία είναι αστήρικτος, τουλάχιστον δια τας Αθήνας, όπου ευρισκόμενος κανείς αιφνιδίως, χωρίς εργασίαν και χωρίς κεφάλαια αποκτά αμέσως το δικαίωμα ν' άνοιξη τράπεζαν, είτε δι' εκδόσεως μετοχών, είτε και δι' αντικλείδος, όπερ το ίδιον.

Τους Έλληνες κυβερνά η αρετή

Βραδινές ώρες: Ώρες απόλυτης μοναξιάς και απομόνωσης. Ανοίγω βιβλία, διαβάζω κείμενα, κάνω διάφορες σκέψεις και εκτιμήσεις. Είναι τόσα πολλά, σε τούτο τον κόσμο, που δεν γνωρίζουμε, που δεν θα μάθουμε ποτέ. Και να το επιδιώκαμε, άλλωστε, δεν θα το κατορθώναμε, γιατί τα ανθρώπινα βιολογικά όρια είναι ελάχιστα, δεν επιτρέπουν τέτοιες προσεγγίσεις.

Απόψε τυχαία "τράβηξε" την προσοχή μου ένα κείμενο από τον ιστορικό Ηρόδοτο, που έχει τίτλο "Διάλογος Ξέρξη και Δημάρατου" . Είναι ένας ύμνος, τα παρακάτω γραφόμενα, για το πάθος απέναντι στο αγαθό της Ελευθερίας, που έχουμε εμείς οι Έλληνες από αρχαιοτάτων χρόνων. Ο Βασιλιάς της Σπάρτης Δημάρατος (προς το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ.) εξορίστηκε από τη Σπάρτη και πήγε στην Περσία. Εκεί έγινε φίλος και σύμβουλος του Βασιλιά Δαρείου και έπειτα του Ξέρξη. Όταν ο Βασιλιάς της Περσίας αποφάσισε να κάνει εκστρατεία ενάντια στην Ελλάδα, κάλεσε το Δημάρατο και του είπε:

- Εγώ, Δημάρατε, αποφάσισα να εκστρατεύσω ενάντια την Ελλάδα. Εσύ τι λες, θ' ντισταθούν οι Έλληνες; Εμένα μου φαίνεται πως δεν θα τολμήσουν. Έστειλα εκεί ανθρώπους μου να τους ζητήσουν χώμα και νερό, θαρρώ πως έχουν πάρει κιόλας την απόφαση να τα δώσουν, παρά να με αντιμετωπίσουν εμένα και το στρατό μου.

- Τι προτιμάς Βασιλιά; Να σου ειπώ την αλήθεια ή εκείνο που θα σε κάνει να ευχαριστηθείς;

- Την αλήθεια θέλω να μου πεις. Ρώτησα κι άλλους και μου δώσανε γνώμη, μα θέλω να ξέρω κι από εσένα, τι νομίζεις πώς θα γίνει;

- Αφού το θέλεις θα σου πω όλη την αλήθεια: Οι Έλληνες αγαπούν περισσότερο από κάθε τι τη λευτεριά. Αυτό είναι η μεγαλύτερη αρετή τους και μ' αυτή πολεμούν και νικούν το δεσποτισμό. Οποιοσδήποτε και να τους χτυπήσει και οσοδήποτε στρατό και να έχει, αυτοί θα πολεμήσουν. Την υποταγή τη θεωρούν το πιο αισχρό πράγμα.

- Έτσι σου φαίνεται εσένα Δημάρατε! Μα εμείς είμαστε τόσο πολλοί που θ' αναλογούμε χίλιοι στον καθένα τους. Λοιπόν, είναι αστείο να θέλουν αυτοί ν' αντισταθούν. Εμάς μας υπολογίζουν τόσοι άλλοι λαοί! Μα την αλήθεια, είναι για γέλια αυτά που μου λες και πράγματα αδύνατα. Έπειτα, ποιος θα τους αναγκάσει να πολεμήσουν; Αυτοί είναι, καθώς λες, ελεύθεροι. Μπορούν, λοιπόν, ν' αποφασίσουν αυτό που τους προτείνω. Δεν έχουν πάνω από το κεφάλι τους κανένα μονάρχη, που να τους επιβάλει την υποταγή με το μαστίγιο και να τους αναγκάσει να πολεμήσουν.

- Μολονότι το ήξερα απ' αρχής, Βασιλιά, πως δεν θα σ' ευχαριστούσα, σου είπα ωστόσο την αλήθεια, γιατί εσύ με πρόσταξες. Εσάς τους Πέρσες σας φαίνεται πως το μαστίγιο κυβερνά. Εμάς τους Έλληνες μας κυβερνά η αρετή. Εγώ είμαι πολύ πικραμένος με τους πατριώτες μου. Εξαιτίας τους τράβηξα πολλά και είμαι εξόριστος. Μα το σωστό, σωστό! Αγαπούν τη λευτεριά και την έχουν αφέντη τους. Σέβονται το νόμο και τον ακούν περισσότερο απ' ό,τι ακούν εσένα οι υπήκοοι σου. Κι ο νόμος δεν τους επιτρέπει να φεύγουν από τη μάχη. Τους προστάζει να στέκονται στη θέση τους και ή να νικούν ή να πεθαίνουν.

Ελληνική Φυλή

Πέρασαν πολλοί αιώνες, που ακούστηκε ένας παράξενος λόγος για την Ελληνική Φυλή. Ο λόγος έλεγε: "Έλληνες αεί παίδες!" . Το "παιδί" είναι η λέξη που έχει τη ρίζα της στο ρήμα "παίζω" . Είμαστε ο λαός που παίζει με τη ζωή. Και με τον θάνατο όταν έρχεται σαν ορμητική επικύρωση της ζωής. Ποιος είναι άξιος για μια τέτοια επικύρωση;


Μόνο τα νιάτα τόχουν αυτό το προνόμιο. Γιατί μόνο σαν ξεχειλίσουν οι κρουνοί της ζωής μέσα σ' έναν οργανισμό μπορεί να γίνει τούτη η έκρηξη της θείας τρέλας. Τα Μηδικά ήταν το πρώτο της φανέρωμα. Το '21 έγινε ενάντια στη θέληση της πανευρωπαϊκής διπλωματίας, ενάντια στην Ιερή Συμμαχία. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα στάθηκε στο πλευρό της Αγγλίας, όταν όλη η Ευρώπη "έγλυφε" τη μπότα της Γερμανίας, όταν η Αμερική μετρούσε τα 8 εκατομμύρια λόγχες της Ρώμης, όταν η Αγγλία μονομαχούσε την πιο αγωνιώδη μονομαχία της μεγαλόπρεπης ιστορίας της.Ας διαφυλάξουμε λοιπόν μέσα στα άδυτα της Εθνικής ψυχής το Πνεύμα της Φυλής που πάντα μιλάει με τις "Σάλπιγγές" του. Ας το κάνουμε συνείδηση. Ας το κάνουμε πανοπλία. Ας το κάνουμε κανόνα ζωής. Και πάλι όταν χρειαστεί, η ελληνική "φωτιά" , που δεν σβήνει κάτω από τη "στάχτη" του χρόνου, θα περιμένει πάλι την ώρα της για να φωτίσει την έντρομη πανανθρώπινη ψυχή στο δρόμο της αρετής και της λευτεριάς, στο δρόμο της περηφάνιας, στης τιμής το δρόμο. Η Ελλάδα των Μηδικών, η Ελλάδα της πόλης, η Ελλάδα του '21, η Ελλάδα του 12-13, η Ελλάδα του '40.

Σαν Φυλή σταθήκαμε άξιοι της ιστορίας μας.

Τραγουδούσε τον πόνο

O ποιητής που "έφυγε" νωρίς από τη ζωή. Στα πενήντα ένα του χρόνια. Συμπαθούσε τον Καβάφη, είχε μαζί του κοινά σημεία στον τρόπο ζωής. Όσο ζούσε κυκλοφορούσε σε φύλλα τα ποιήματα του. Του άρεσε η δημοσιότητα. Αργότερα κυκλοφόρησε το πρώτο του Βιβλίο με επιλογές από το έργο του. Γεμάτος αμφιβολίες και πάντα ανικανοποίητος, αν και είχε όλο το χρόνο, δεν κυκλοφόρησε σε βιβλία τη δεύτερη και τρίτη σειρά από τα έργα του. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1893-1944), γιος του στρατηγού Αεωνίδα Ααπαθιώτη, γεννήθηκε στην Αθήνα τον Οκτώβρη του 1893. Σπούδαοε Νομικά, χωρίς ποτέ να δικηγορήσει ή να εξασκήσει άλλο επάγγελμα.
Σε όλη του τη ζωή ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, τη μουσική και τη ζωγραφική, ήταν ποιητής, αισθητικός, κριτικός, μουσικός και συνθέτης. Φύση εξαιρετικά καλλιτεχνική και καλλιεργημένη, πολύ γρήγορα κίνησε την κοινή προσοχή με την πρωτοτυπία, τη χάρη, το χιούμορ, τη φιλοσοφική του διάθεση, την αισθαντικότητά του και τέλος με την παράξενη και εκκεντρική ζωή του. Ο ωραιοπαθής αυτός νέος με το μαύρο καπέλο, το μεσάτο επανωφόρι, μ' ένα φανταχτερό λουλούδι πάντα στην μπουντουνιέρα του, σαν τον Όσκαρ Ουάιλντ, το ασπρορόδινο δέρμα, ανήλιαστο και λεπτό, σαν γυναικείο, τα γαλάζια μάτια, τρυφερά, αβρά, ονειροπαρμένα, με το μικρό κατακόκκινο στόμα όλο υγρότητα αισθησιακή, ήταν η πιο τέλεια εικόνα του ποιητικού ανθρώπου. Η εμφάνιση του αυτή κι ο τρόπος της ζωής του, ενοχλούσαν και σκανδάλιζαν κι ακόμα δημιουργούσαν γύρω του ένα θρύλο και μια ατμόσφαιρα γεμάτη από το παράξενο και το αμαρτωλό.Ο Λαπαθιώτης, σαν αληθινός "εστέτ", ήθελε να κάνει τη ζωή του έργο τέχνης, να δημιουργήσει την εντύπωση ότι τον τριγύριζε κάτι το παράξενο, το μυστηριώδες, το αινιγματικό. Περιφρονούσε το φως της ημέρας, μένοντας κλεισμένος στο σπίτι του, κυκλοφορούσε μόνο τις νύχτες, έπασχε, θα λέγαμε, από ένα είδος νυχτοφιλίας, ήταν είρων και δηκτικός κάποτε, έγραφε επιστολές σε φίλους και εχθρούς, συχνά προτιμούσε την ανωνυμογραφία, τραγουδούσε τον έρωτα, που "δεν τολμά να πει το όνομα του" και έπειτα αργότερα, όπως ο Όσκαρ Ουάιλντ, τραγουδούσε τον πόνο, η ποίηση του γέμισε από θάνατο, όμως, πάντα προσπαθούσε να είναι πρωτότυπος, να ζει όπως ήθελε κι όχι όπως ζούσαν οι άλλοι.


Η δική του ζωή ήταν πάντα αντίθετη με τη ζωή κι αυτό στάθηκε το πιο τραγικό του λάθος. Δεν ξέρουμε ως πιο σημείο η στάση του αυτή απέναντι οτη ζωή ήταν απόλυτα ειλικρινής ή μια ηθελημένη φάρσα, μια συνήθεια ή μια καθαρή διάθεση επίδειξης, ένας εγωισμός ή ένας τρόπος αυτοηδονισμου. Χωρίς ν' αρνηθούμε ότι η στάση του αυτή είχε μια δόση επίδειξης, στο βάθος όμως ήταν σύμφωνη με την ιδιοσυγκρασία του.


Ο Λαπαθιώτης έζησε και πέθανε "μέσα σ' ένα θερμοκήπιο" , μέσα στην υπερδιέγερση των τεχνητών παραδείσων, πιστεύοντας πως έτσι καλλιεργούσε ως τα τελευταία όρια την ομορφιά. Στην αρχή ή επίδραση της ζωής του Ουάλντ στάθηκε δεσποτική και τυραννική. Έχασε την οντότητα του, για να γίνει ένας Ντόριαν Γκρέι. Έπειτα γνώρισε τα "Ανθη του Κακού" και τις "Εξομολογήσεις ενός οπιοφάγου". Στο τέλος, νικήθηκε από την ίδια του τη ζωή κι ερημώθηκε ψυχικά. Ο θάνατος της μητέρας του, που τον αγαπούσε υπερβολικά, μεγάλωσε την ερήμωση. Μια νύχτα, 7 Ιανουαρίου 1944, ' αυτοκτόνησε. Υπήρξε συμφώνος με τον εαυτό του.

Του κόσμου η Βασίλισσα

"Αξιον τέκνον" της Σκιάθου, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1851-1929), άφησε, μετά τον Αλ. Παπαδιαμάντη, αξιόλογο συγγραφικό έργο. Ανάμεσα στα πολλά διηγήματα, που έγραψε, ξεχωρίζει εκείνο με τον τίτλο "Η Πορταΐτισσα" . Ο πρόλογος του, στο διήγημα αυτό, είναι ένα μικρό αριστούργημα γραφής.

Προσευχή και ωδή στην Παναγία μας, "Κυρία και Δέσποινα και του κόσμου Βασίλισσα". Ο εισερχόμενος εις την Αθωνι Βασιλικήν Μονήν των Ιβήρων, δια της μεγάλης ωσάν φρουρίου μεσαιωνικού πόρτας αυτής, ευρίσκεται αμέσως, μετά ολίγα βήματα, ενώπιον κομψού Παρεκκλησίου, πάντοτε ανοικτού, ημέρα και νύκτα, όπου ο τακτικός αυτού προσμυνάριος διαβάζει αδιαλείπτως παρακλήσεις των ξένων ιδίως εκ Μακεδονίας προσκυνητών, ενώπιον μιας παμμεγίστης καταστολίστου Εικόνος, ης μόνον τα εικονιζόμενα πρόσωπα διακρίνονται από τα πλούσια χρυσά και αργυρά αναθήματα παντοειδών σχημάτων, όπου αναρίθμητα την καταλύπτουν ολόκληρον.


Η πανσέβαστος αυτή εικών, καταλαμβάνει όλον το προς αριστερά μέρος του Παρεκκλησίου, το οποίον ωσαύτως ολόχρυσον ωσάν να έσχηματίσθη εξ απέφθου χρυσού απαστράπτει ακτινοβολούν από τα φώτα των παμμεγίστων λαμπάδων, αϊ οποίοι φεγγοβολούν εκεί επί αργυρών μεγάλων μανουαλίων. Η εικών αυτή είναι η Παναγία η Πορταΐτισσα, παριστώσα την Κυρίαν Θεοτόκον βαστάζουσαν εν αγκάλαις τον Κύριον ημών Ιήσουν Χριστόν.

Προ πολλών αιώνων, εις τον καιρόν της εικονομαχίας, ενεφανίσθη το πρώτον εις τας τρικυμιώδεις ακτάς του Αθωνος ταξιδεύουσα μόνη της με θαυμαστόν τρόπον, ορθία πλέουσα, την οποίαν ιδών από θεΐαν έμπνευσιν ένας αγιώτατος ησυχαστής από το βουνόν επάνω, καταβάς έκαμε γνωστόν το παράδοξον αυτό εις την εγγύς Μονήν των Ιβήρων και εισελθών είτα εις την θάλασσαν παρέλαβεν αυτήν με θάμβος και με χαράν. Και ούτω με ψαλμούς και ύμνους τη συνοδεία των πατέρων της Αυτοκρατορικής αυτής Μονής, με λαμπάδας και θυμιάματα και κρουσμένων των σήμαντρων, από της παραλίας απεκόμισαν αυτήν εις την Μονήν και έθηκαν εν ωρισμένη θέσει εντός του ωραίου καθολικού. Αλλά ώ θαύμα θαυμάτων! Την επαύριον ευρέθη η αγία εικών εις την μεγάλην πόρταν της Μονής, επάνω εις το υπέρθυρον αποκειμένη. Την παρέλαβαν πάλιν μετά θυμιαμάτων και ψαλμών και απεκόμισαν πάλιν εις το καθολικόν εξαπορούμενοι. Αλλά την πρωίαν πάλιν η αγία Εικών ευρέθη έξω εις το υπέρθυρον της πόρτας. Αλλ' επειδή το αυτό επανελήφθη και τρίτην φοράν, τότε ως εξ εμπνεύσεως της Θεοτόκου έκτισαν οι Πατέρες το ολόχρυσον αυτό Παρεκκλήσιον αμέσως μετά την είσοδον της Μονής κανέναντι της Μεγάλης Πόρτας και ενεθρόνισαν αυτήν εν αυτώ, ήτις έκτοτε παραμένει εκεί φρουρός και φύλαξ και μυστηριώδης της παμμεγίστης αυτής Μονής Πορτάρισσα.

Αυτή είναι η Παναγία η Πορταΐτισσα, ξακουστός και φημισμένη λαμπρώς εις τον Ελληνικόν Κόσμον Ανατολής και Δύσεως, δια τα πολλά και ουνεχή θαύματα της, δι' ων επληρώθησαν από την δόξαν της όχι μόνον του Ελληνικού γένους αϊ χώραι, αλλά και των σλαβικών φύλων τα βασίλεια και αυτή η αχανής της Ρωσίας επικράτεια, χάριν της οποίας η ιερά των Ιβήρων Μονή διατηρεί oνομαστόν Μετόχιον εν Μόσχα, ένθα συρρέουσιν από όλην την Ρωσίαν οι Χριστιανικοί λαοί να καταθέσωσι τον σεβασμόν των και τα πλούσια αναθήματα των, εις αντάμειψιν των εξαίσιων θαυμάτων, άτινα διαφοροτρόπως ενήργησε και ενεργεί η Κυρία και Δέσποινα και του κόσμου Βασίλισσα, ήτις προφθάνει πάντοτε τους μετά πίστεως και ευλάβειας επικαλούμενους το σεπτόν όνομα της, όπου και αν ευρίσκονται, αυτή περιέπουσα και σκέπουσα το ευσεβές των Ελλήνων γένος, και ανακηρυσσομένη βροντοφόνως εις γην και θάλασσαν, ιατρός των νοσουντων, προστάτις των ορφανών, παραμυθία των θλιβομένων, και δαιμόνων διώκτρια, και ελπίς των απηλπισμένων και βοηθός ετοιμότατος πανταχού προφθάνουσα.

Στου Όθωνα τα χρόνια

Ο Θεόδωρος Βελλιανίτης (1863-1934) εσπούδασεν φιλολογίαν, κατόπιν επεδόθη στη λογοτεχνία και δημοσιογραφία. Άφησε τεράστιο λογοτεχνικό έργο. Σ' χρονογράφημα του στην εφημερίδα "Ελεύθερος Τύπος", 28-8-1916, με τίτλο "Μάϊφαρτ" αναφέρεται στου ΌΘωνα τα χρόνια:

"... Η Ελλάς υπό τον ζυγόν των Τούρκων δεν ηδυνήθη να παρακολουθήση τας νεωτέρας προόδους εις τας τέχνας και εις τας επιστήμας. Εστερείτο απείρων πραγμάτων, τα οποία δεν είχον εισαχθή εις το βίον. Ο Καποδίστρια ευρεθείς προς τοιαύτης εημιάς πρακτικών γνώσεων εν Ελλάδι, εσκέφθη ν' αποστείλη μερικούς νέους να σπουδάσουν τέχνας εις την Αυστρίαν και την Ελβετίαν. Ο Όθων ενέκρινεν ότι λυσιτελέστερον ήτο να μετακαλέση τοιούτους πρωτοτεχνίτας εκ Βαυαρίας, οι οποίοι να διδάξουν τους υπηκόους του τας τέχνας ταύτας.

Πόσοι δεν ήλθον τότε! Αρτοποιοί, κλειθροποιοί, σαγματοποιοί, σιδηρουργοί, ράπται, βιβλιοδέται, επιπλοποιοί και λοιποί άλλοι τεχνίται, οίτινες εδίδαξαν τα τέχνας των εις τους Έλληνας. Οι πλείστοι εξ αυτών παρέμενον εις την Ελλάδα και μετά την ψήφισιν του Συντάγματος ακόμη, ότε απηλάθησαν οι στρατιωτικοί Βαυαροί. Το περίεργον δε είναι ότι και ούτοι είχον συμμεθέξει της "επαναστάσεως εκείνης και έτρεχον έχοντες επί κεφαλής τον Καλλέργην και ζητούντες σύνταγμα παρά του Όθωνος.

Ο Ροδόλφος Μάϊφαρτ ήτο Βαυαρός, ελθών πολλά έτη κατόπιν της ελεύσεως του βασιλέως Όθωνος εις τας Αθήνας. Ήτο εξ εκείνων οίτινες ήρχοντο όπως διδάσκουν τέχνας, αϊ οποίοι δεν ήσαν εν χρήσει πρότερον εν Ελλάδι. Ήλθε να οιδάξη την βιβλιοδετικήν, πολλοί δε εκ του εργαστηρίου του εξήλθον βιβλιοδέται. Οπωσδήποτε ο Μάϊφαρτ δεν παρέμεινεν επί μακρόν βιβλιοδέτης. Το κατάστημα του ευρίσκέτο κατ' αρχάς εις την οδόν Ερμού, εκεί παρά την πάλαιαν οικίαν του Γεωργίου Σκουζέ, ένθα το πασίγνωστον τότε καθ' όλην την Ανατολήν Τραπεζιτικόν γραφείον του. Το κατάστημα του Μάϊφαρτ μετά την εμφάνισίν του απετέλεσε μίαν κοινωνικήν πρόοδον. Αντί των μικρών, των εβραϊκών, των ευθυνών και πρωτοτύπων αντικειμένων, άτινα επρομήθευε εις την πρωτεύουσαν αντικείμενα από τη βιομηχανία της υαλουργίας και του σιδήρου. Ο Μάϊφαρτ είναι ο πρώτος εισαγαγων αντικείμενα τοιαύτης φύσεως, έχοντας καλλιτεχνικήν αξίαν.

Τότε κατά πρώτον εφάνησαν πλαίσια εξ ορειχάλκου επιχρυσωμένα, ανθοδόχαι έχουσαι βάσεις καλλιτεχνικώς γεγλυμμένας, ωρολόγια με αγαλμάτια, σάκκοι ταξειδίου εκ μαροκινού δέρματος, αλλά αντικείμενα της δερματουργικής Βιομηχανίας και άλλα τινά είδη εκ χαλκού, τα οποία τόσον ωραία και τόσον καλλιτεχνικά ήσαν, ώστε ζήτημα είναι αν ευρίσκη τις σήμερον πλέον παρόμοια, ότε η τέχνη δια της Γερμανίας έλαβε την οδόν των ευθυνών και του χυδαίου εμπορίου.

Ο Μάϊφαρτ κέρδιζεν αφθόνως τουλάχιστον όσων ήτο δυνατόν από μίαν πόλιν μικράν, της οποίας η κοινωνία ήτο τότε πτωχή και εδυσκολεύετο να διακρίνη την διαφοράν των αντικειμένων της τέχνης, άτινα εξέλεγεν ο Μάϊφαρτ μεταβαίνων εις Παρισίους κατ' έτος, από εκείνα τα οποία έφερον εις Νυρεμβέργης οι πλανόδιοι ίσραηλίται, οι περιφέροντες τα κάνιστρά των με τους μαστραπάδες των. Οι δύσκολοι όμως χρόνοι δεν ήργησαν να φθάσουν. Ο Μάϊφαρτ δαπανών ασώτως, δεν εσυλλογίσθη ότι θα ήρχοντο και αϊ ισχναί αγελάδες του ενυπνίου του Φαραώ. Τα μέσα περιωρίσθησαν και η στενοχώρια δεν εβράδυνε να κρούση την θύραν του. Αι Βιεννέζες δεν τον επλησιαζων, αλλ' ο βίος του γλεντζέ παρέμεινεν εις αυτόν ως έξις αθεράπευτος. Ενεφανήσθει τότε επί σκηνής η Ζανδαρά, μία πολύπειρος τραγουδίστρια του καφέ-σαντάν και ήρχισε μετ' αυτής έρωτας. Η Ζανδαρά είχε διασαλεύσει τας φρένας της Αθηναϊκής νεολαίας. Κάθε νύκτα οι νέοι των Αθηνών την "έπνιγον" εις την σαμπάνιαν. Ενίοτε το μικρόν της πέδιλον εχρησίμευεν ως κύπελλον, εξ ου ερρόφων τον αφρίζοντα οίνον οι αφρόντιστοι νεανίαι της εποχής εκείνης. Αλλοτε πάλιν η "σεμνή" Ζανδαρά εχόρευεν επάνω εις την Τράπεζαν χορούς άσεμνους και γυμνή καθώς ήτο, την έλουον με σαμπάνιαν. Ακριβώς τότε ήτο η εποχή καθ' ην η πηγή των εκατονταφράγκων του Μάϊφαρτ είχε στερεύσει. Έτρεχε και αυτός όπισθεν της Ζανδαράς, αλλ' ως παρακεντές και ως διασκεδάζων αυτή και τους φίλους της.

Ο Μάϊφαρτ επιστρέψας προσωρινώς εις Μόναχον, πλησίον της χρηστής συζύγου του, μιας καλοκάγαθης Βαυαρίδος, απήλθε πράγματι το επόμενον έτος εις Βιέννην προς εξεύρεσιν άλλης. Οικονομικοί λόγοι τον εξηνάγκασαν και πάλιν να επιστρέψη εις Μόναχον. Εκεί τον βρήκε ο θάνατος, πτωχόν και άσημαντον.

Είμαι ο τελευταίος γέρων

Είναι μερικά γραπτά κείμενα που όσα χρόνια και αν περάσουν, δεν θα χάσουν τίποτε από την ομορφιά τους και το μεγαλείο τους. Όπως για παράδειγμα το παρόν, που έγραψε πριν πολλές δεκαετίες ο μεγάλος της δημοσιογραφίας Παύλος Νιρβάνας (1872-1937). Έχει τίτλο "Κατάργησις ηλικιών".

Εις το εξοχικόν εστιατόριον μου επαρουσίασαν, μετά το γεύμα, ένα σεβαστόν κύριον. Ηλικία υπέρ τα εβδομήντα, λευκή γενειάς, περιβολή ντεμοντέ, χωρίς να είναι και παλαιά, μαύρος λαιμοδέτης, κολλάρα απηρχαιωμένου ρυθμού, σκληρό καπέλο υπό θερμοκρασίαν φούρνου, μπαστούνι με κοκκαλίνην λαβήν, σοβαρότης με μίαν λέξιν, εις χρώματα, σχήματα, ιστορικήν παράστασιν. Διότι η παράστασις του γέροντος ήτο πράγματι μια παράστασι ιστορική.
Κάτι τι ως ξεθωριασμένη μορφή παλαιάς φωτογραφίας, αποσπασθείσα από παλαιόν λεύκωμα, κινούμενη ως βρυκόλαξ εγκατασταθείς μεταξύ ζωντανών ανθρώπων και ομιλών, εις τόνον ήχους αναδιδομένης από βαθύτατον φρέαρ, την γλώσσαν που δεν ακούγεται πλέον, μίαν άπταιστον καθαρεύουσαν. Τίποτε το σύγχρονον δεν υπήρχε εις τον συμπαθητικόν αυτόν αναχρονισμόν. Καμμία χασμωδία εις τον αρχαϊκόν αυτόν ρυθμόν. Ο ταξιθέτης ενός μουσείου θα ημπορούσε να τοποθέτηση επί της αρχαιότητος αυτής, χωρίς κανένα κόπον, μία ασφαλή χρονολογίαν. Ο γέρων ημπορούσε να είχε και ζώντας συγχρόνως τους. Ορισμένους όμως ήτο ο μόνος αντιπρόσωπος της εποχής του.Αλλά ο γέρων ήτο θανασίμως μελαγχολικός, εις την ωραίαν σεληνόφωτον νύκτα.
- Δεν μας λέτε τίποτε... του είπεν έξαφνα μία ευγενική κυρία, διακόπτουσα τους θλιβερούς στοχασμούς του.

- Τι να σας ειπώ κυρά μου. Τι μπορώ να ειπώ πλέον εγώ; Εγώ ζω με τους νεκρούς.

- Και όμως είναι τόσοι ζωντανοί γύρω σας. Και τόσες ωραίες κυρίες, που θα ήσαν ευτυχείς να σας ακούσουν.Ο γέρων έκαμεν ένα πικρόν μειδίαμα.

- Σας ευχαριστώ κυρά μου! Καλωσυνη σας και ευγένεια σας. Αλλά τι ημπορείτε να περιμένετε εσείς, νέοι άνθρωποι, από τον τελευταίον γέροντα, ο οποίος απέμεινεν εις τας Αθήνας; Διότι, κυρά μου,είμαι ο τελευταίος γέρων. Μάλιστα. Και αυτός είναι ο πόνος μου και η δυστυχία ρου.

- Ο πόνος σας;

- Ακριβώς κυρά μου. Ματαίως αναζητώ γύρω μου έναν άνθρωπον της εποχής μου, ένα γέροντα επί τέλους, δια να ανταλλάξω μαζί του ολίγας λέξεις, να με εννοήση και να τον εννοήσω, να περάσω την ώραν μου, κι εγώ, όπως την περνάτε εσείς οι νεώτεροι. Έχάθηκαν οι γέροντες από τας Αθήνας. Δεν υπάρχει πλέον γήρας εις την πόλιν!

Αν δεν ωμιλούσε με τόσον τραγικόν τόνον ο σεβαστός κύριος θα υπέθετε κανείς, ότι αυτοσχεδιάζει μίαν κακήν ειρωνείαν εις βάρος των ομηλίκων του, οι οποίοι εγέμιζαν την μικράν πλατείαν με τα νεανικά των ψαθάκια, τους χρωματιστούς λαιμοδέτας, τους νεανικούς των τρόπους και τα φλογερά βλέμματα, με τα οποία κατέτρωγαν τα ολόγυρα δεσποινίδια. Αλλά τα μάτια του σεβαστού κυρίου ήσαν υγρά, καθώς ωμιλούσεν, υγρά από μίαν βαθυτάτην μελαγχολίαν και ένα αίσθημα τρομακτικής απομονώσεως.

- Είμαι ένας ξεριζωμένος, κυρά μου. Είμαι ένας Ροβινσών που ευρέθη έξαφνα εβδομηκοντούτης, εις την ερημίαν. Είμαι ένας εξόριστος, που αποθνήσκει εις την εξορίαν. Εύρετέ μου σας παρακαλώ ένα γέροντα, εύρετέ μου ένα σύντροφον και θα σας τον πληρώσω με την ζωήν μου. Αλλά δεν θα τον εύρετέ. Είμαι βέβαιος ότι είναι αδύνατον να τον εύρετέ. Το είδος εξέλιπεν οριστικώς. Και ο μελαγχολικός ερημίτης εβυθίσθη και πάλιν εις τους μελαγχολικούς των στοχασμούς, τους οποίους καμμία βέβηλος φωνή δεν ήρχετο να ταράξη. Εσκεπτόμεθα όλοι μερικά πράγματα. Έξαφνα μια παιδική φωνή διέκοψε την ευλαβή σιγήν της συντροφιάς.

- Μαμμά! Μαμμά!- Τι τρέχει, παιδί μου;

- Να καθίσω μαζί σας;

- Τι να κάνης μαζί μας, παιδί μου, ένα κοριτσάκι εσύ; Δεν πας με τις φιλενάδες σου να παίξης;Η μικρούλα έκαμεν έναν χαριτωμένον μορφασμόν παραπόνου.

- Μα τι έγιναν επί τέλους, η Κική, η Μαρίκα, η Πόπη, η Ερατώ; Πώς τις άφησες;Η μικρούλα έπνιξε ένα λυγμόν.- Παίζουνε πόκερ μέσα στη σάλα...Ο σεβαστός κύριος επρόλαβε κάθε άλλη απάντησιν.

- Ακουσε, παιδάκι μου! είπε. Βλέπω πως κ' εσύ έμεινες μόνη σου σαν κ' εμένα. Μαζί με τους γέρους εχάθηκαν και τα παιδιά από τον κόσμον.Έλα να παίξουμε μαζί!.

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

Αχαριστία

Η αχαριστία είναι "οχιά" με καρδιά από μάρμαρο, λέει ο λαός μας. Προσωπικά, απεχθάνομαι την αχαριστία του ανθρώπου περισσότερο από το ψέμα, τη ματαιοδοξία και οποιοδήποτε άλλο ελάττωμα που "κατοικεί" στο εύθραυστο σώμα μας.

Ο Ανδρέας Λασκαράτος στο έργο του "Ανθρώπινοι χαραχτήρες" γράφει:"... ο αχάριστος είναι ηθικός τραπεζορρίχτης και δημόσιος αδικητής. Λαμβάνει από τον ευεργέτη την ευεργεσία και σε περίστασην ανταποδόσεως κάμνει ηθική χρεοκοπία και δεν πληρώνει. Ή, ακόμη χειρότερα, ανταποδίδει κακό!... Ο αχάριστος αδικεί την κοινωνία. Την αδικεί, επειδή ενεργεί απανον εις το πνεύμα του ευεργέτου του με τρόπον, ώστε να τον αποθαρρυνη και να τον αποτρέψη από περαιτέρω πιθανές ευεργεσίες και εις άλλα άτομα...".Για την αχαριστία έγραψε, στις 6-11-2005, στα "ΝΕΑ" επιτυχημένο χρονογράφημα ο Λευτέρης Παπαδόπουλος: "... Βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη, παρέα με φίλους, σε μια παραδοσιακή ταβέρνα με το παράξενο όνομα 'Πήρε και Βραδιάζει' . Εκατοντάδες τα κάδρα και οι φωτογραφίες. Δεσπόζει φυσικά η γωτογραφία του μεγαλύτερου Έλληνα τραγουδιστή, που και στη Θεσσαλονίκη είναι "θεός", του Καζαντζίδη. Υπάρχουν, όμως, και φωτογραφίες του Τσαουσάκη, του Παπαϊωάννου, βεβαίως του Μάρκου και του Τσιτσάνη, αλλά και αρκετών θαμώνων, που οργανώνουν στο μαγαζί διάφορες κρασοσυνάξεις. Σε ένα τοίχο του "Πήρε και βραδιάζει" διάβασα σε ένα καδράκι, "ΕΛΛΑΣ το μεγαλείο σου": Πέθαναν, μεταξύ 500 και 322 π.Χ. οι παρακάτω: Πυθαγόρας, στα 500 π.Χ., 80 ετών, στην εξορία από πείνα. Μιλτιάδης, στα 489 π.Χ. 65 ετών, στην εξορία Αριστείδης, στα 468 π.Χ., 72 ετών, στην εξορία, από πείνα. Θεμιστοκλής, στα 461 π.Χ., 66 ετών, στην εξορία. Αισχύλος, στα 456 π.Χ., 69 ετών, στην εξορία. Περικλής, στα 429 π.Χ., 66 ετών, στη φυλακή. Φειδίας, στα 429 π.Χ., 66 ετών, στη φυλακή. Αναξαγόρας, στα 428 π.Χ., 72 ετών, στην εξορία.Και έχουμε και συνέχεια:Ηρόδοτος στα 426 π.Χ., 59 ετών, στην εξορία. Ικτίνος, στα 420 π.Χ., στην εξορία, Σοφοκλής, στα 406 π.Χ. στην εξορία. Ευρυπίδης, στα 406 π.χ. 74 ετών, στην εξορία. Αλκιδιάβης στα 404 π.χ.,48 ετών, στην εξορία. Σωκράτης το 399 π.Χ., 71 ετών, ήπιε κώνειο, Θουκιδίδης στα 396 π.Χ., 64 ετών, στην εξορία, Αριστοφάνης, στα 385 π.Χ. 61 ετών στην εξορία, από πείνα. Πλάτων, στα 374 π.Χ., 80 ετών, στην εξορία. Ισοκράτης στα 338,π.Χ., 99 ετών, στην εξορία, Δημοσθένης, στα 322 π.Χ., 62 ετών, δηλητηριάστηκε. Αιτία για όλα αυτά ο φθόνοι και η αχαριστία των Ελλήνων.Δεν άνοιξα τα βιβλία μού για να διαπιστώσω αν όλα τα παραπάνω είναι ακριβή ή πρόκειται για κουβέντες της ταβέρνας, του κρασιού και του χαβαλέ. Αλλά σίγουρα ένα είναι ακριβές: Χαρακτηρίζει τον Έλληνα ο φθόνος. Αλλ΄και η αχαριστία. Που όσο περνουν τα χρόνια γιγαντώνονται. Επαναλαμβάνω εγώ, με τη σειρά μου: "Ελλάς, το μεγαλείο σου " .

Νοστράδαμος

Στους αρχαίους χρόνους τα μαντεία πληροφορούσαν τους ανθρώπους για μελλούμενο. Σήμερα, έχουμε τους αστρολόγους, τους μελλοντολόγους, τα μέντιουμ, τις καφετζούδες, για να πληροφορηθούμε το πιθανόν επικείμενο συμβάν, που θα συμβεί στον καθένα μας." Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία". Ο άνθρωπος ποτέ δεν θα πάψει να ελπίζει.

Με το "εμπόριο" της ελπίδας ασχολούνται κατά Βάσιν οι σημερινοί μας "αυτόκλητοι" προφήτες. Κατά τον 16ο αιώνα έζησε στη Γαλλία ένας μεγάλος προφήτης ο Νοστράδαμος (1503-1566).Γεννήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1502, στο Σεντ Ρεμί της γαλλικής Προβηγκίας. Καταγόταν από παλιά εβραϊκή οικογένεια, που εξαιτίας των διώξεων της Ιεράς Εξέτασης είχε ασπαστεί τον Καθολικισμό Μκιομό. Η οικογένεια του είχε βγάλει πολλούς γιατρούς φημισμένους σε όλη τη Γαλλία. Από μικρός έμαθε εβραϊκά, λατινικά, γαλλικά και ελληνικά. Μελέτησε χειρόγραφα Μαθηματικών, Ιστορίας, Ιατρικής, Αστρολογίας και Αστρονομίας. Λίγα είναι γνωστά για τις αποκρυφιστικές του μελέτες, αν και θεωρείται βέβαιο ότι γνώριζε καλά το σύστημα του Καμπάλα.Σπούδασε στο Κολέγιο της Αβινιόν και κατόπιν στο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ. Το 1525, όσο σπούδαζε, ξέσπασε στη Προβάνς επιδημία πανούκλας και ο Νοστράδαμος έσπευσε προς βοήθεια των θυμάτων της, εφαρμόζοντας στην πράξη όσα έμαθε στη Σχολή του. Ανακρίθηκε από την Ιερά Εξέταση, αλλά κατάφερε να μην τον καταδικάσουν.

Εγκαταστάθηκε στην πόλη Αγκέν, όπου και εξάσκησε την Ιατρική. Παντρεύτηκε και έφτιαξε οικογένεια, που ξεκληρίστηκε όμως από μια νέα επιδημία πανούκλας. Συντετριμμένος και λυπημένος, εγκατέλειψε την Αγκέν και άσκησε το επάγγελμα του περιπλανώμενου γιατρού. Πέρασε κάποιο χρόνο στο μοναστήρι του Ορβάλ, στη βιβλιοθήκη του οποίου γνώρισε τον εσωτερισμό. Εκεί εκδήλωσε πρώτη φορά τα οράματα, τις ενοράσεις και τις προφητικές του ικανότητες.Το 1545 εγκαταστάθηκε στο Σαλόν ντε Κρο, όπου και βοήθησε στην καταπολέμηση μιας επιδημίας πανούκλας με τη βοήθεια βοτάνων, πράγμα που ώθησε την Ιερά Εξέταση να τον κατηγορήσει για μαγεία. Οι συμβουλές του προς τους ασθενείς και τους χωρικούς αποδείχτηκαν σωτήριες.

Αρχισε να καταγράφει τις προφητείες του. Το 1547 παντρεύτηκε ξανά και απέκτησε έξι παιδιά. Αρχισε η συγγραφή των προφητικών τετράστιχων του, γνωστών ως "Αιώνες" . Η επιτυχία των "Αιώνων" ήταν μεγάλη και η φήμη του ως αστρολόγου και προφήτη εξαπλώθηκε σε όλη τη Γαλλία. Το 1556 ο Βασιλιάς Ερρίκος Β' τον προσέλαβε στην αυλή του. Το 1559 μια από τις προφητείες του βγαίνει πραγματική: Ο Βασιλιάς σκοτώνεται σε φιλική μονομαχία. Ιδού η προφητεία:"Ο νέος λέων θα θριαμβεύσει πάνω στον παλιό,με μονομαχία σε χώρο αγώνων ενός προς έναν:Από το χρυσό του κράνος τα μάτια θα του βγάλει.Σε μια από δύο μάχες και θάνατο εκείνος θα βρει φρικτό".

Το Μάιο 1564 η Βασίλισσα Αικατερίνη των Μεδίκων τον επισκέφτηκε αυτοπροσώπως και τον παρακάλεσε να έρθει στο παλάτι και να γίνει βασιλικός αστρολόγος. Ο Νοστράδαμος παρέμεινε δίπλα στη Βασίλισσα συμβουλεύοντας την και προφητεύοντας. Πέθανε ήρεμα την 1η Ιουλίου 1566, ταλαιπωρημένος από ποδάγρα και υδρωπικία. Στον τάφο του γράφτηκαν τα εξής λόγια: "Εδώ κείνται τα οστά του εκλαμπρότατου Νοστράδαμου, του οποίου η σχεδόν θεία πένα ήταν η μόνη, κατά την κρίση όλων των θνητών, ικανή να καταγράψει, κάτω από την έμπνευση των άστρων, τα μελλούμενα γεγονότα ολόκληρου του κόσμου... Υστεροφημία, μη βεβηλώσεις την ειρήνη σου...".

Τα ΒιΒλία

Το όνομα του έγινε μύθος με το τραγικό του τέλος, την αυτοκτονία του. Ο Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928), που επέλεξε να "φύγει" από τη ζωή όσο ήταν νέος, εκτός από τα ποιήματα του που μας "άφησε" , έγραψε και πεζά κείμενα.

Ένα πεζό του έχει τίτλο "Η ιστορία του βιβλίου" .

"Όπως ουδείς δύναται να καθορίσει τον χρόνον της επινοήσεως του βιβλίου, του καλού τούτου συντρόφου και συμβούλου του ανθρώπου, ούτω και ουδείς δύναται να μας είπη ποίος το ανεκάλυψε και εις ποίαν χωράν το πρώτον εισήχθη.

Η λέξις βιβλίον σημαίνει άθροισμα πολλών φύλλων χάρτου ή περγαμηνής συνερραμένων και αποτελούντων τόμον. Τα πρώτα Βιβλία απετελούντο εκ φλοιών διαφόρων δένδρων, κατόπιν εχρησιμοποιήθησαν τα ξύλα, τα μέταλλα, το ελεφαντοστούν και οπτοί ακόμη πλίνθοι.Τα εκ περγαμηνής βιβλία ήσαν κυλινδρικά, τα δε εκ ξύλου ή μετάλλου τετράγωνα.Μετά την πτώσιν της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κατά την ολέθρίαν εκείνην δια τα ελληνικά γράμματα έποχήν του σκότους, επειδή είχε κατάστεί αδύνατος η προμήθεια παπύρου, οι μοναχόοι των γραμμάτων τότε δάσκαλοι, ήρχισαν να ξέωσι τα αρχαία χειρόγραφα, όπως επ' αυτών γράφωσι θρησκευτικά συγγράμματα και συναξάρια.Τα βιβλία τότε είχαν τόσην αξίαν και τοσούτον εσπάνιζον, ώστε μετέβαινον εις τους κληρονόμους δι' επισήμου διαθήκης, ωσεί επρόκειτο περί τιμαρίων. Απέφερον δε μεγάλα εισοδήματα εις τους ευτυχείς των κατόχους, οίτινες τα εμίσθώναν εις πλουσίους, φιλαγνώστας, λαμβάνοντες ύπερογκον χρηματικήν εγγύησιν.

Η εισαγωγή της χαρτοποιίας και η τυπογραφία διηκόλυνε μεγάλος τον πολλαπλασιασμόν των βιβλίων. Η βιβλιοπωλεία ανάγεται εις την απωτάτην αρχαιότητα. Παρά τοις αρχαίοις Έλλησιν, ιδίας παρ' Αθηναίοις, έλαβε μεγίστην ανάπτυξιν. Ο Ρωμαίος βιβλιοπώλης, όστις συνήθως ήτο και αντιγραφεύς, εφρόντιζεν, όπως αντιγραφόμενα το χειρόγραφα, στέλλωνται εις τους επαρχιώτας ΒιΒλιοπώλας, επλήρωνε δε ποσόν ανάλογον προς τα πώλουμένα αντίτυπα τω συγγραφεί. Το εμπόριον των βιβλίων εξέλιπε κάτι τον μεσαίωνα, οπότε μόνον καλόγηροι ησχολούντο εις αντίγραφαν χερογράφων.Η βιβλιοπωλία ανεπτύχθη μεγάλω μετά την σωτήριον εφεύρεσιν της τυπογραφίς.

Τα σημερινά βιβλιοπωλεία δίδουσι μεγίστην ώθησιν εις το εμπόριον των βιβλίων, αναλαμβάνοντα εκδόσεις διαφόρων συγγραμμάτων. ...Ο προς τα βιβλία έρως ανθρώπων τινών φθάνει μέχρι τοιούτου σημείο ώστα να καταντά μανία. Η Βιβλιομανία έσχε την αρχήν εν Ολλανδία περί τα τέλη του ΙΖ' αιώνος, οπόθεν επ ξετάθη καθ' άπασαν την Ευρώπην. Σήμερον επικρατεί κυρίως εν Αγγλία, Γαλλία και εν Ηνωμέναις Πολιτείαις Βιβλία τινά οφείλουσι την μυθώδη ξία των εις την μονομανίαν αυτήν Ούτω τω 1812, πωλουμένων των βιβλιογραφικών θησαυρών του δουκ Ρόξβουργε, αντίτυπον τι της πρώτης εκδόσεως του "Δεκαημέρου" , επωλήθη αντί 51.000 φράγκων.

Τελειώνομεν παραθέτοντες τον επιτυχή χαρακτηρισμόν τον οποίον ο Διδερό έδωκεν εις τον βιβλιομανή: Ο βιβλιομανής αγοράζει βιβλία μόνο όπως τα έχει και όπως ευχαριστεί βλέπων αυτά. Άπασα η επιστήμη του περιορίζεται εις την γνώσιν των καλών εκδόσεων και του καλού δεσίτος. Τα εν αυτοίς όμως περιεχόμενα είναι μυστήριον περί ου αδιαφορεί φρονών ότι η εις αυτό μύησις είναι καλή δι' εκείνους οίτινες έχουσι και προς απώλειαν".

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2007

Για μια κοινωνία της ευημερίας

Απέθανε "πλήρης ημερών" , σε ηλικία 97 ετών, ο διάσημος Αμερικανός οικονομολόγος Τζον Κ. Γκαλμπρέιθ. Με το βιβλίο του η "Κοινωνία της Αφθονίας" , που εκδόθηκε το 1958, "τάραξε" τα νερά της Αμερικής. Γράφει στον πρόλογο του, μεταξύ των άλλων: "Σε έναν κόσμο που είναι φτωχοί οι πάντες, η φτώχεια δεν παρουσιάζει τίποτε το αξιοπρόσεκτο. Εξελίσσεται σε ενδιαφέρον φαινόμενο και γίνεται παράλληλα απαράδεκτη, από τη στιγμή που μια μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού μιας χώρας συμβαίνει να ευημερεί.

Την ερμηνεία του φαινομένου της φτώχειας μέσα στους κόλπους μιας ευκατάστατης κοινωνίας πρέπει να αναζητήσουμε, βέβαια, στις γενικές και όχι στις ειδικές, όψεις του φαινομένου που εξετάζουμε - όχι δηλαδή στην ανάλυση της φύσης της κοινωνίας των φτωχών, αλλά σε μια ανάλυση της κοινωνίας των πλουσίων, που επιτρέπει ή και επιβάλλει σε ένα μέρος του πληθυσμού να παραμείνει φτωχό".

Ο Τζον Γκλαμπρέιθ ήταν φιλελεύθερος - αριστερός διανοούμενος, που αγωνίστηκε στο χώρο της Σοσιαλδημοκρατίας για να πείσει ότι τα οικονομικά είναι μια μέθοδος, μια διαδικασία για την άμβλυνση των ανισοτήτων, για μια καλύτερη ζωή των ανθρώπων, για μια κοινωνία της ευημερίας και όχι της αφθονίας για τους λίγους. Είχε και το μεγάλο προσόν να είναι κατανοητός και πειστικός. Όπως έλεγε και ο Ανδρέας Παπανδρέου, που συνδεόταν φιλικά μαζί του και συνέπλεε ιδεολογικά, ο Γκαλμπρέιθ εξηγούσε, ανέλυσε εκλαϊκευτικά, μοιραζόταν με το μέσο άνθρωπο το τι είναι τα οικονομικά. Κατανοητός και αποδεκτός από εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, που διάβασαν τα βιβλία του, ωστόσο λίγοι οι "πρόθυμοι" ηγέτες να ασπαστούν τις απόψεις του. Ευτύχησε να επηρεάσει, ως σύμβουλος και λαογράφος, την πολιτική του Ρούσβελτ, του Κένεντι και εν μέρει του Τζόνσον, ως την παραίτηση του, εξαιτίας του πολέμου του Βιετνάμ. Η "Κοινωνία της Αφθονίας" δεν άλλαξε και πολύ διότι δεν βρέθηκαν τόσο πολλοί "πρόθυμοι" αποδέκτες των θεωριών του Γκαλμπρέιθ, όσοι φαίνονται να ακολουθούν "προθύμως" τον φιλοπόλεμο Μπους.

Ο Γκαλμπρέιθ απέδειξε ότι οι διανοούμενοι έχουν δύναμη και μπορούν να επηρεάσουν προς το σωστό δρόμο και την κοινωνία και ηγέτες, όταν δεν αποσκοπούν σε καρέκλες και παχυλές αμοιβές... Δυστυχώς, η Ευρώπη, σήμερα, είναι φτωχή σε ηγέτες και σε διανοουμένους "πρόθυμους" να αντισταθούν στα κελεύσματα της Ουάσιγκτον και στα θέλγητρα του φιλελευθερισμού...".

Κόμικς

Ο φίλος Επαμεινώνδας είναι πολίτης της "Παλαιάς Σχολής" Συντηρητικός εις το έπακρον. Εδώ και λίγα χρόνια έχει περάση τα δεύτερα "ήντα". Αισθάνεται θολωμένος. Μόλις με είδε ξέσπασε: "Τι θα γίνει μ' ουτήν την εισροή των λέξεων που μπαίνουν οαν μπουλούκια καθημερινά στον ελληνικό χώρο, χωρίς καμιά προσπάθεια να εξελληνιστούν; Που θα πάει αυτό το κακό; Χαμαιτυπείο κατάντησε η ελληνική γλώσσα. Από δανείστρια έγινε Λαΐδα" . Μελετούσε από τα νεανικά του χρόνια, αρχαία ελληνικά, ο Επαμεινώνδας, τα οποία του δημιούργησαν ορισμένα στερεότυπα, που είναι αδύνατον να τα απορρίψει ή να απομακρυνθεί έστω και για λίγο από αυτά. Η συνείδηση του κραδαίνεται από την προτροπή: "Αρχή σοφίας ή των ονομάτων επίσκεψις" , έλεγε ο Αλεξανδρινός φιλόλογος, Αρίσταρχος ο Σαμόθραξ.
Και κάθε τόσο ζωντανός ο κύριος Αρίσταρχος. Σε κάθε ξεκίνημα.
Τούτη τη φορά ήταν βέβαιος πως θα έβρισκε την προέλευση της λέξης "κόμικς" . Μάλιστα, ας ανοίξουν το ερμηνευτικό λεξικό του Ι. Σταματάκου, συλλογίζεται. Ανοίγει, ψάχνει, ξαναψάχνει, τίποτα. Μπας σε καλό του μακαρίτη, λέει, να μην το έχει. Ας ανοίξω το ετυμολογικό λεξικό του Ν. Ανδριώτη. Κοιτάζει στο αντίστοιχο Λήμμα, μα τίποτα, θυμώνει, νευριάζει κι ύστερα σκεφτικός: Τι θα κάνω; Πώς θα μάθω από που προέρχεται η ξένη λέξη, συνεχίζει, θα σκάσω αν δε το μάθω.
Η φιλομάθεια του απερίγραπτη. Σκέφτεται, ξανασκέφτεται, τον ξενικό... εισβολέα. Λύση καμία. Επάνω στην αναστάτωση του, αρπάζει το τηλέφωνο.
Ντριν, ντριν, ντριν. Εμπρός, από την άλλη μεριά ακούγεται.
- Δημόνικε, εσύ; γεια σου, τι κάνεις;
- Α! συ είσαι, αγαπητέ Επαμεινώνδα
- Ναι, εγώ.
- Φαντάζομαι κάποια απορία, για να μου τηλεφωνείς τέτοια ώρα.
Στις ακατάλληλες ώρες, ώρες κοινής ησυχίας, ο Επαμεινώνδας είναι αυτός που διακόπτει την περισυλλογή του Δημόνικου.
- Δεν μου λες, Δημόνικε, "έφαγα τα νύχια μου" στο ψάξιμο.
Η λέξη "κόμικς" από ποια γλώσσα προέρχεται;
Κι ο Δημόνικος απαντά: "Επειδή δεν έχω χρόνο να επιβεβαιώσω αυτά που θα σου πω, κοίτα το λεξικό σου. Η λέξη "κόμικς" προέρχεται από την αγγλική λέξη ουσιαστικό comics, που σημαίνει εύθυμες ιστορίες με φωτογραφίες και ιδίως για παιδιά και είναι ο πληθυντικός του επιθέτου comic που θα πει εύθυμος αστείος. Κι αυτή από τη λατινική λέξη comicus, που σημαίνει κωμικός, αστείος. Κι αυτή είναι η ίδια αρχαιοελληνική λέξη κωμικός, που την πήραν οι Λατίνοι, ύστερα οι Αγγλοι και γύρισε σε μας εισαγόμενη με το αγγλικό κασκέτο "κόμικς" , με κομμένο το τελευταίο ο και το αρχικό ω να έχει μετατραπεί σε ο.
Ο Επαμεινώνδας άκουγε, χωρίς να παίρνει ανάσα. Έμεινε εμβρόντητος. Τρέχει στο αγγλικό λεξικό και στο λατινικό του Στ. Κουμανουδη κι επιβεβαιώνει τα όσα του είπε ο γλωσσικός Δημόνικος.

Χρόνου φείδου

Στην Ελλάδα μας, τη χώρα όπου θάλλει η "φαιδρά πορτοκαλέα" όλα βαίνουσι "καλώς" , από την αντίθετη φορά. Όλοι μας "μακάρια τυρβάζουμε" . Με την καλοπέραση μας, με τα "νυχτερινά μας", με τον "ωχαδερφισμό μας". Και η "νιρβάνα" καλά κρατεί. , Έχω μια αδυναμία, στη γλωσσα μας. Τι θα γίνει επιτέλους, πού θα πάει αυτή η απαράδεκτη κατάσταση; Φρακάραμε από άσχετους και ακατάρτιστους "περί την γλώσσαν" . Οι αρλούμπες και τα "μαργαριτάρια" σε καθημερινή βάση. Με τις διαστάσεις που έχουν πάρει η τηλεόραση, το διαδίκτυο και η ψηφιακή τεχνολογία γενικότερα, μικρός αριθμός από τους νέους μας διαβάζει βιβλία, εκτός σχολικής ύλης, και ελάχιστοι γράφουν κείμενα. Πολλές φορές γελάω από μόνος μου.
Βλέποντας αυτή την ασχετοσύνη στη γλώσσα του καθημερινού Έλληνα, η μνήμη μου πήγε, χρόνια πίσω, σε ένα σχετικό περιστατικό: "Έγινε ένας διαγωνισμός εισαγωγής σε κάποια σχολή. Υποψήφιοι ήταν απόφοιτοι Δημοτικού και Γυμνασίου. Το θέμα της έκθεσης ιδεών "Χρόνου φείδου". Η σωστή ανάπτυξη του θέματος με λίγα λόγια: "Να ξοδεύεις με μέτρο και περίσκεψη το χρόνο σου" . Έχει ενδιαφέρον να διαβάσουμε τι έγραψαν τινές των υποψηφίων: "Ο άνθρωπος όταν βαδίζει εις τον δρόμον έχει τον φόβον από τα φείδια και το φείδι από τον άνθρωπο, διότι ο Θεός το έχει ορκισθεί και το έχει κάνει να σέρνεται με την κοιλιά εντός της γης, όπως και με τη λενέρδα ύδρα".
Ένας άλλος προχωρεί πιο μακριά: "Εις καθέν μας ενέργειαν πρέπει να είμεθα ενεργητικοί ως ο όφις. Ο όφις όταν ενεργήσει επίθεσιν κατά τινός εμψύχων αντικειμένων δεν έχει ουδεμίαν καθυστέρησιν κατά την αρχικήν του απόφασιν. Το αποτέλεσμα δεν γνωρίζομεν πιο θα είναι, πάντως θα την εκτελέσει με όλην την σωματικήν διάπλασιν. Εφ' όσον ο όφις έχει αυτή την ενεργητικότητα έστω και αν αποτύχει, ημάς ως έμψυχα και κοινωνικά ζώα θα πρέπει να ενεργούμεν γνωρίζοντας και το αποτέλεσμα, ως μας διακρίνει η λογική...". Ένας τρίτος υποψήφιος έγραψε: "Ο χρόνος του φείδον είναι ως εξής: Τον μήνα Μάιον εξέρχεται από την φωλιά του ζητώντας την τροφή των, τρώγει τα πιο καταστρεπτικά έντομα που βλάπτουν εις την γεωργίαν, όχι μόνο έντομα, αλλά και ποντίκια. Στο διάστημα της περιόδου όχι μόνο τρώγει, αλλά και εναποθηκεύει δια τον χειμώνα, διότι εισέρχεται εις χειμερίαν νάρκην. Είναι τα φείδια, τα οποία είναι βλαβερά εις τον άνθρωπον, διότι δαγκώνουν και έχουν δηλητήριον, ζουν πολλά χρόνια και υπάρχουν πολλών ειδών μικρά και μεγάλα" . Δεν υπάρχει χώρος για περισσότερα αποσπάσματα γραπτών. Οι υποψήφιοι απορρίφθηκαν. Τους έφαγε η γλωσσική "δράκαινα" . Ή καλύτερα ο "φείδος" .

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007

Η μάχη ήταν νικηφόρα

Συνέβη στη Γαλλία.
Ένας βουλευτής της κεντροδεξιάς ο Ζαν Λασάλ, με τη στάση του, με την αυτοθυσία του, πέτυχε τον στόχο του, έπειτα από 39 μέρες απεργίας πείνας.Έχασε 21 κιλά, αλλά η γιαπωνέζικη εταιρεία Τοχάι δεν θα μεταφέρει το εργοστάσιο της από το Ακού, μια πόλη 2.800 κατοίκων, στην εκλογική περιφέρεια του Αασάλ, στη Νοτιοδυτική Γαλλία.Η μάχη του για να σώσει τις 147 θέσεις εργασίας, που προσέφερε το εργοστάσιο ήταν νικηφόρα.
Από τις 7 Μαρτίου 2006, ο Αασάλ δεχόταν μόνο βιταμίνες, αλάτι και νερό, εγκατεστημένος σε ένα πάγκο, στο χολ της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης και κρατώντας ένα βιβλίο του Μαχάτμα Γκάντι. Μετά 39 μέρες η εταιρεία υποχώρησε, αφού βέβαια η γαλλική κυβέρνηση συμφώνησε να την αποζημιώσει για οποιοδήποτε επιπλέον κόστος αντιμετωπίσει εξ αιτίας της απόφασης της να διατηρήσει το εργοστάσιο της στο Ακού...
Ο Λασάλ, παντρεμένος και πατέρας τεσσάρων παιδιών έγινε ο "Γκάντι του Παρισιού" , ήρωας για πολλούς, κυρίως στην εκλογική του περιφέρεια. Για όλους τους κατοίκους της περιοχής, το εργοστάσιο του Ακού είναι ελπίδα, για μια καλή θέση για το μέλλον. Δεν παγώνει τον χειμώνα και παίρνει και έναν καλό μισθό από 1.200 έως 1.500 ευρώ. Με την τροπή που πήραν τα πράγματα, οι Γιαπωνέζοι αποκάλεσαν ειρωνικά τον Λασάλ "σαμουράι των Πυρηναίων" . "Διαπραγματεύσεις δεν μπορεί να γίνονται με το μαχαίρι στο λαιμό" , σχολίασε ο Γιαπωνέζος πρεσβευτής, ενώ ένα στέλεχος της Τοχάι χαρακτήρισε τη συμφωνία "καταστροφική" , επειδή το εργοστάσιο δεν θα μπορέσει να αναπτυχθεί όπως θα αναπτύσσονταν στην περιοχή όπου επρόκειτο να μεταφερθεί. Αυτά "συνέβησαν εις Παρισίους".
Ας τα έχουν υπόψη τους και οι δικοί μας "πατέρες του Έθνους". Ο τόπος, η ανθρωπότητα γενικά, πάντα θα έχουν την ανάγκη από "μπροστάρηδες" στους λαϊκούς αγώνες.

Περί γέλιον

Το γέλιο μακραίνει τη ζωή μας. Πόσο άχαρη και άνοστη θα ήταν αυτή, χωρίς το γέλιο, χωρίς αυτό το κάποιο χαμόγελο..."O γέλως είναι κάλλιστον και υγιεινόν πράγμα, ιδίως χωνευτικόν, καθώς λέγουσιν οι φυσιολόγοι και δεν πιστεύομεν να μας μεμθή τις την μικράν αυτήν και ανώδυνον διασκέδασιν..." (Εμμανουήλ Ροΐδης). Με τη σάτιρα και το χιούμορ, που φέρνουν το γέλιο, ασχολήθηκαν από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα, πολλά ονόματα της Ελληνικής Γραμματείας. Με τούτο το σημείωμα δεν έχω την πρόθεση για ονομαστικές αναφορές.Έτσι, απλά διάβασα ένα σχετικό κείμενο, δημοσιευμένο σε εφημερίδα, τέλη δεκάτου ενάτου αιώνα. Τίτλος του "Μια κωμικοτραγική ιστορία" : "Ο θάνατος του καθηγητή της Βοτανικής και ποιητή Θεοδώρου Ορφανίδη (1817-1886) είναι συνδεδεμένος με μια κωμικοτραγική ιστορία με πρωταγωνιστές τον Βλάση Γαβριηλίδη και έναν δημοσιογράφο της "Ακροπόλεως" .Μια μέρα ο Γαβριηλίδης έμαθε ότι ο καθηγητής Θεόδωρος Ορφανίδης είναι βαριά άρρωστος. Κάλεσε, λοιπόν, το συντάκτη Κώστα Ρίσβη και του είπε:
Θα παρακολουθήσετε λεπτομερώς την ασθένειαν του ποιητού. Θα γράψετε όσο το δυνατόν περισσότερα. Ο Γαβριηλίδης είχε τη συνήθεια να δέχεται τα χειρόγραφα των συντακτών του, αλλά είναι ζήτημα αν διάβαζε δέκα γραμμές από αυτά. Χτύπαγε το κουδούνι και όταν εμφανιζόταν ο κλητήρας του, τα έδινε για να τα μεταφέρει στο τυπογραφείο. Περίμενε, λοιπόν, εναγωνίως τον Ρίσβη, γιατί στο μεταξύ αναγγέλθηκε ο θάνατος του Ορφανίδη. Κάποτε αργοπορημένος εμφανίστηκε ο Ρίσβης, που εθεωρείτο "τύπαρος της παλιάς αθηναϊκής δημοσιογραφίας".Μπήκε μέσα στο γραφείο του Γαβριηλίδη, που τον περίμενε εναγωνίως.- Λοιπόν, τι γίνεσθε, τον ρώτησε ο Γαβριηλίδης.- Καλά κύριε διευθυντά. Σεις;- Τι καλά! Τι θα έχωμε δια τον Ορφανίδην;- Πολλά κύριε διευθυντά.- Επήγατε εις το σπίτι;- Από εκεί έρχομαι.- Λοιπόν;- Πηγαίνει καλύτερα!- Καλύτερα; Αλλά απέθανε προ πέντε ωρών!- Απέθανε ο καημένος; Θεός σχωρέσοι τον!Μπροστά σε τόση στωικότητα πέρασε όλη η αγανάκτηση του Γαβριηλίδη και έδωσε εντολή να αυξήσουν τον μισθό του Ρίσβη!".

Στον άγνωστο...

Έναν άγνωστο φωτισμένο ηγήτορα, που να πραγματώνει τους Εθνικούς Οραματισμούς, ζητούσε με το εμπνευσμένο καιπροφητικό ποίημα του, που το δημοσίευσε στην "Εστία" της 25ης Μαρτίου 1906, ο ποιητής Γεώργιος Στρατήγης.Και ήρθε ο μεγάλος άνδρας: Ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που τον έφεραν οι επαναστάτες στο Γουδί, το 1909. Από το 1910 άλλαζε η μοίρα της νεωτέρας Ελλάδος:
Στον άγνωστο...Όλοι γυρίζουν σήμερα σε χρόνια περασμένα,

Κι' απ τους νεκρούς οι ζωντανοί γυρεύουν λίγο φως.

Μόνος εγώ στου μέλλοντος ζητώ τα σκότη Εσένα, Σ΄εσέ, παράκλητε, πετά ο πόθος μου ο κρυφός!...Ήρθες; Θάρθης; Γεννήθηκες; θα γεννηθείς μια μέρα,Για να σε προσκυνήσουμε σαν άγνωστο θεό,Και μια του λόγου σου αστραπή στον μαύρο μας αιθέρα,Να φέρη μεσ' στο δρόμο του τον έρμο αυτό λαό.Ποιά, Δυνατέ, την κούνια σου πόλη ή χωριό σου κρύβει;Και ποιος κομήτης, πάνω σου γέρνει χρυσά μαλλιά;Μήπως παλάτι σε γεννά; Μη λάμπης σε καλύβι;Μη ζης σε δάσος, σε βουνό ή στην ακρογιαλιά;....Θάρθης!... Με μυστικούς παλμούς, Νυμφίε, σε προσμένη,Νύχτα και μέρα, μια θεά: του Γένους η ψυχή.Κι' η λύρα μου, που φλόγα της προφητική θερμαίνει,Σε προμαντεύει, ελπίδα μου και μόνη παντοχή!Έλα τρανέ κι' ηρθ' η στιγμή! Στον ουρανό μας πάνω,Κάποιο τραγούδι καρτερώ, και μαντική φωνή.Μέσα απ' το στήθος μου βαθειά μου λέει - δε θα πεθάνωπριν ο προφήτης - αρχηγός του Γένους μου φανή...