Ο Ζυλ Ντασσέν (1911-2008) ήταν
Αμερικανός σκηνοθέτης , ηθοποιός και σεναριογράφος του θεάτρου και του
κινηματογράφου . Μετά τον γάμο του με τη Μελίνα Μερκούρη συνέδεσε τη ζωή του με
την Ελλάδα και θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα . Έλεγε χαραχτηριστικά : ¨ Ήμουν
Έλληνας , πριν γνωρίσω την Μελίνα .
Μετά τον θάνατό του , το 2008 ,
ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έγραψε στις ¨Ματιές¨ στα ¨ΝΕΑ¨ ένα κείμενο με τίτλο ¨ Η
απελπισία και το τάβλι ¨ :
¨Πέθανε και ο Ζύλ Ντασσέν . Και
βάλθηκα να σκέφτομαι , όσο γινόταν , τις τελευταίες μέρες , αυτόν τον σπουδαίο
άνθρωπο . Όχι τον καλλιτέχνη , τον δημιουργό . Μα τον άνθρωπο . Έναν άνθρωπο
τρυφερό , ευαίσθητο , που , όμως , όποτε χρειαζόταν – και χρειάστηκε πολλές
φορές , ιδίως στην Αμερική – γινόταν σκληρός σαν ατσάλι .
Έζησα πολλά χρόνια στο σπίτι του
Ντασσέν , που ήταν , όμως , σχεδόν απόλυτα το σπίτι της Μελίνας . Ήμουν εκεί ,
τα περισσότερα μεσημέρια , τα περισσότερα βράδια .
Η Μελίνα ήταν εκείνη που
κουμαντάριζε τα πάντα . Η ξυπόλητη Μελίνα με το τσιγάρο , μονίμως , στο χέρι
και το σκληρό πακέτο , που έγραφε στο πίσω μέρος του , με μολύβι , το όνομά της
. Οι δικοί της φίλοι μπαινόβγαιναν στο σπίτι της οδού Αναγνωστοπούλου . Η δική
της αύρα αιχμαλώτιζε τους πάντες . Ο Ντασσέν καθόταν , συνήθως , στο γραφειάκι
του , έναν ημιώροφο πιο κάτω . Και έγραφε . Με τις ώρες . Ναι , η αστραπή και η
βροντή ήταν η Μελίνα . Αλλά πίσω από την Μελίνα , σε κάθε βήμα , σε κάθε
απόφαση , βρισκόταν ο Ντασσέν . Δεν μιλούσε πολύ . Παρενέβαινε . Με χαμηλή φωνή
, πάντοτε . Αλλ’αυτή η χαμηλή φωνή ¨ακουγόταν¨ απ’όλους . Και ιδίως από την
Μελίνα . Που μπορεί να φώναζε , να θύμωνε , να τηλεφωνούσε συχνά βρίζοντας ,
αλλά ήξερε να σέβεται ,να αγαπάει , να λογαργιάζει . Υπέροχη γυναίκα !
Ολοκληρωτικά αφοσιωμένη σ’έναν άνδρα που της έμαθε την αλφαβήτα της πολιτικής
και το μυαλό του έκοβε σαν ξυράφι . Αν δεν έμπαινε ο Ντασσέν στη ζωή της , η
Μελίνα θα ήταν ένα εξαίσιο έργο της φύσης , μια δύναμη της φύσης , αλλά δεν θα
ήταν η Μελίνα η λέαινα , των αγώνων , του πείσματος , της διεκδίκησης . Ο
Ντασσέν ήταν εκείνος που τοποθέτησε σωστά , κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού ,
τα πούλια στο τάβλι . Που πρόσθεσε , στην αναμφισβήτητη ευφυΐα της , στη μαγική
ελληνική πονηριά της , στην καπατσοσύνη της , στην ακατανίκητη γοητεία της , τη
θετική σκέψη . Ήταν ο μέντοράς της . Διά βίου . Ένας βαθιά ερωτευμένος μέντορας
, ένας διανοούμενος , που το βλέμμα του ήταν στραμμένο συνεχώς προς τ’αριστερά
, συνεχώς προς το μέλλον .
Όποτε τον έπιανε η απελπισία ,
απ’όσα θλιβερά και φοβερά γίνονταν στη Ελλάδα , που , σημειωτέον , τη λάτρευε ,
μου έλεγε να κάνουμε μια ταινία . Το θέμα της : δυο γέροι που θα ταξιδεύουν ,
επί μήνες ,επί χρόνια , με το τρένο και θα παίζουν χαρτιά , χωρίς να ανταλλάσσουν ούτε λέξη ! Αμίλητοι ,
ως την ώρα του θανάτου τους .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου