Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Το άδικο ήταν παντού


Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Ποιος είπε πως εμείς οι παλιότεροι ζήσαμε σε μια κοινωνία όμορφη κι αγγελικά πλασμένη;

Είναι κάποια γεγονότα που μπορεί να σε σημαδέψουν και να αναπροσανατολίσουν ιδεολογικά - άλλοτε θετικά κι άλλοτε αρνητικά - ολόκληρη τη ζωή σου, ιδιαίτερα όταν είσαι νέος και ο ιδεαλισμός της ηλικίας σου βρίσκεται στην ακμή του.

Ήταν στα μέσα της 10ετίας τού ‘50 που έκανα τις σπουδές μου στην Αθήνα. Δύσκολη εποχή. Δεν υπήρχαν τότε ούτε επιδοτήσεις ούτε ενισχύσεις ή αποζημιώσεις· ακόμα κι αν οι θεομηνίες κατέστρεφαν ολόκληρο το μαξούλι ή και το σπίτι που έμενες, δεν... ίδρωνε τ’ αυτί κανενός. Ούτε βέβαια υπήρχε καμμιά «δωρεάν περίθαλψη» ή «δωρεάν παιδεία», σαν κι αυτές που μας... ξινίζουν σήμερα. Κι άμα είχες την ατυχία ν’ αρρωστήσεις, έπρεπε να πουλήσεις το χωράφι σου, για να πληρώσεις τους γιατρούς· κι όσο για παιδεία, αυτή ήταν μόνο για τα παιδιά των αρχόντων. Όποιος από τους παρακατιανούς παραβίαζε τον κανόνα και προχωρούσε, πέρα από το Δημοτικό, στο Γυμνάσιο κι από κει σε καμμιά Παιδαγωγική Ακαδημία ή και στο Πανεπιστήμιο, το χρωστούσε στα άλλα μέλη της οικογένειάς του, που αποφάσιζαν να ξεπουλήσουν το έχει τους ή να πουληθούν σκλάβοι δουλεύοντας μέρα και νύχτα για να τον σπουδάσουν.

Στο Γυμνάσιο πλήρωνες εγγραφές και εκπαιδευτικά τέλη. Και τα βιβλία, αν είχες μπόλικο παρά, τ’ αγόραζες από το βιβλιοπωλείο, αλλιώς βολευόσουν με καμμιά δανεικιά, μουτζουρωμένη φυλλάδα από κανένα μεγαλύτερο μαθητή.

Στα επαρχιακά Γυμνάσια, όπως αυτό που πήγαινα εγώ ο... τυχερός, συνέβαινε και το -απίστευτο σήμερα- να είναι διορισμένοι από το κράτος δυο-τρεις καθηγητές και οι υπόλοιποι που χρειάζονταν, να είναι ιδιωτικοί, που τους προσλάμβανε και τους πλήρωνε ο Σύλλογος Γονέων. Τότε να ‘βλεπες σκηνές απείρου παιδαγωγικού κάλλους, να εισβάλλει - κάθε φορά που τέλειωνε ο μήνας - ο εισπράκτορας τού Συλλόγου στην τάξη και να διώχνει τους μαθητές που καθυστερούσαν το «μηνιάτικο» για τους καθηγητές, με τη διαταγή «να πάτι να φέριτι τα’ παράδες»!

Στο Πανεπιστήμιο τα πράγματα ήταν τρις χειρότερα! Πλήρωνες εγγραφή για κάθε έτος, που ισοδυναμούσε με 150 μεροκάματα ραβδιστή, πλήρωνες εξέταστρα για κάθε μάθημα που εξεταζόσουν, που ισοδυναμούσαν με 10 μεροκάματα μαζώχτρας, πλήρωνες τα συγγράμματα των καθηγητάδων, που ο θεός να τα κάνει συγγράμματα. Κι όταν «κοβόσουν» σε κανένα μάθημα ή «έχανες» το έτος, τα ξαναπλήρωνες όλα από την αρχή, γιατί τότε δεν ήταν σαν το σημερινό ρεμπελιό, να δηλώνεις φοιτητής για όσα χρόνια θέλεις και να προσέρχεσαι στις εξετάσεις όταν σου κάνει κέφι· τότε, εάν δεν περνούσες τα μαθήματα του έτους που φοιτούσες σε δυο περιόδους, έχανες το έτος σου και επανεγγραφόσουν. Κι όταν έφτανες να πάρεις το πτυχίο, τότε ήταν που το... κρέμαγαν στο τσιγκέλι, ώσπου να βρεις τα δυο χιλιάρικα που έπρεπε να πληρώσεις για την... περγαμηνή! Όλα αυτά τα ενδοπανεπιστημιακά χαράτσια «κόπηκαν», επιτέλους, από το 1964 με τη «δωρεάν παιδεία», που καθιέρωσε η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου.

Σήμερα, η Φοιτητική Μέριμνα έχει επεκταθεί και στο θέμα της διαμονής και της σίτισης: οι φοιτητές με μικρό οικογενειακό εισόδημα έχουν τη δυνατότητα της δωρεάν διαμονής στις Φοιτητικές Εστίες, καθώς και της δωρεάν - πλήρους - σίτισής τους. Στα δικά μας χρόνια οι Φοιτητικές Εστίες δεν είχαν ακόμα... ανακαλυφθεί! Ψάχναμε να βρούμε κανένα «περιστεριώνα» σε καμιά ταράτσα· και πάλι χρειαζόσουν τρία κατοστάρικα, τουλάχιστον, για να το νοικιάσεις. Όσο για φαΐ, ας είναι αιώνια η μνήμη των μανάδων μας, που φρόντιζαν κάθε τόσο να μας στέλνουν το καλάθι με τον ταχυδρόμο του χωριού, όπου στρίμωχναν μαζί με τα φαγώσιμα κι όλη την έγνοια και την αγωνία τους για την επιβίωσή μας.

Θυμάμαι τότε που είχαμε πάει μια επιτροπή φοιτητών από τη ΔΕΣΠΑ (Διοικούσα Επιτροπή Συλλόγων Πανεπιστημίου Αθηνών) στον τότε υπουργό Οικονομικών να του ζητήσουμε κάποια μέτρα για τη διευκόλυνση των φτωχών φοιτητών. Η απάντηση του υπουργού, που έμεινε παροιμιώδης για τον κυνισμό της, ήταν: «εάν είστε φτωχοί, να μη σπουδάζετε»!

Αυτή η κουβέντα τού κόστισε πολύ ακριβά, γιατί προβλήθηκε από τις εφημερίδες ως ο υπουργός τού «να μη σπουδάζουν οι φτωχοί» και στις επόμενες εκλογές δε βγήκε ούτε βουλευτής!

Αυτοί που τον διαδέχτηκαν στην κυβέρνηση, αναγκάστηκαν στη συνέχεια να πάρουν κάποια μέτρα «υπέρ των φτωχών φοιτητών», όπως ήταν κάποια έκπτωση στο φοιτητικό εισιτήριο στις συγκοινωνίες κι ένα κουπόνι εφτά δραχμών για δωρεάν σίτιση στο εστιατόριο της Φοιτητικής Λέσχης (έφτανε, δεν έφτανε για ένα γεύμα). Το κουπόνι δινόταν στους δευτεροετείς φοιτητές και πάνω, που είχαν πιστοποιητικό του δήμου ή της κοινότητας ότι είναι οικονομικά αδύνατοι (εξαιρούνταν οι πρωτοετείς για λόγους που δε μας εξηγήθηκαν ποτέ ).

Έγραψα τότε, αμέσως, στον πατέρα μου στο χωριό και τον ενημέρωσα για την... τύχη μου που άνοιξε, να εξοικονομήσω ένα δωρεάν γεύμα, και του ζήτησα να απευθυνθεί στον πρόεδρο της Κοινότητας για το σχετικό πιστοποιητικό.

Μετά από λίγες μέρες, μου έγραψε ο πατέρας μου ότι ο «κυρ-Πρόεδρος» αρνήθηκε να του δώσει το πιστοποιητικό που ζητούσαμε, γιατί, όπως ισχυρίστηκε, η οικονομική μας κατάσταση δεν ήταν από τις «κατώτερες» αλλά από τις... «μεσαίες»!

Κατάπια στην αρχή την αγανάκτησή μου, γιατί σκέφτηκα ότι στην αξιολόγηση που έκανε ο άρχων του χωριού μου, μέτρησε και το ότι ο πατέρας μου, εκείνη την εποχή, ήταν αγροφύλακας και έπαιρνε δυο - τρία κατοστάρικα μηνιάτικο· όταν όμως έμαθα ότι όλοι οι συμπατριώτες μου από το νησί - που ήταν σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση από μένα - είχαν πάρει το πιστοποιητικό από τα χωριά τους και έτρωγαν στη Λέσχη, άρχισε πάλι μέσα μου να φουντώνει η οργή.

Η οργή μου πήρε άλλες διαστάσεις και απέκτησε επικίνδυνο - για εκείνη την εποχή - ιδεολογικό περιεχόμενο, μετά από μερικές μέρες, εξαιτίας ενός περιστατικού που μου αποκάλυψε όλη την υποκρισία και την ψευτιά που κρύβεται στα λόγια των ανθρώπων της εξουσίας, μικρής ή μεγάλης, δεν έχει σημασία.

Πότε-πότε, όταν είχα λεφτά, πήγαινα κι έτρωγα στο εστιατόριο της Φοιτητικής Λέσχης, κι ας μην είχα κουπόνι, διότι οι τιμές των φαγητών ήταν χαμηλότερες -για την ποιότητα δε συζητάμε· ευτυχώς που δεν... πέθανε κανείς!

Μια μέρα, λοιπόν, εκεί που έτρωγα, ποιον βλέπω; Το γιο του κυρ-Προέδρου μας, που ήταν κι αυτός φοιτητής, να τρώει μόνος του σε ένα τραπέζι, μπροστά - μπροστά στο εστιατόριο της Φοιτητικής Λέσχης. Με παραξένεψε που ξέπεσε και ο γιος του «άρχοντα» στο φτηνιάρικο φοιτητικό εστιατόριο· λύθηκε όμως σύντομα η απορία μου, όταν είδα, αφού τέλειωσε το φαΐ του, να πληρώνει το γκαρσόνι με το κουπόνι «των απόρων φοιτητών». Αυτός, λοιπόν, είχε πάρει το «πιστοποιητικό απορίας», το οποίο είχε αρνηθεί να χορηγήσει σε μένα ο μπαμπάς του και πρόεδρος του χωριού μου. Χαίρε, ω, χαίρε, Δικαιοσύνη .

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: