Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2008

Χαθήκανε όλοι

Ακόμα και σήμερα, κι ας πέρασαν 84 χρόνια, συγκινούν οι ιστορίες των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής. Μια τέτοια μικρή ιστορία περιγράφει σε εφημερίδα του 1926 ο μεγάλος συγγραφέας και δημοσιογράφος Παύλος Νιρβάνας. Τίτλος της: "Ένας μικρός βιοπαλαιστής".

- Να λουστράρω, κύριε; Ποιος να εμπιστευθεί ένα νήπιον;

- Ξέρεις μωρέ;

- Θα ιδήτε, κύριε, τι ωραία που ξέρω.

- Τέλος πάντων... Εμπρός! Το νήπιον ετοποθέτησε το νεότευκτον κασσελάκι του, έβγαλε τις σχεδόν αμεταχείριστες βούρτσες του, εξεπωμάτισε το αμεταχείριστον ακόμη μπουκαλάκι του βερνικιού του και επελήφθη του έργου του, με μίαν ευσυνειδησίαν μοναδικήν και με αρκετήν τέχνην.

- Από πότε μπήκες στη δουλειά;

- Από σήμερα το πρωί, κύριε. Αλλά έμαθα πρώτα.

- Ποιος σ' έμαθε;

- Ένα παιδί, πατριώτης μου, λίγο μεγαλύτερος από μένα.

- Από πού είσαι;

- Από το Ικόνιον.

- Έχεις πατέρα;

- Όχι.

- Μάννα;

- Όχι.

- Αδέρφια, συγγενείς;

- Κανένα, κύριε. Χαθήκανε όλοι. Μοναχός μου είμαι.

- Πού μένεις;

- Σε μια πατριώτισσα μου, που ήρθαμε μαζί από το Ικόνιον. Στην Κοκκινιά καθόμαστε.

- Έτσι σε κρατάει η πατριώτισσα σου;

- Όχι, κύριε. Πληρώνω πέντε δραχμές την ημέρα και τρώω το βράδυ και κοιμάμαι. Πριν έκανα θελήματα, αλλά δεν τόβγαζα το τάλληρο. Έπιασα, λοιπόν, λούστρος.

- Πόσα βγάζεις τώρα;

- Σήμερα έβγαλα εφτά δραχμές. Θα πληρώσω τις πέντε, θα μου μείνουν δύο.

- Γιατί είναι ξεσχισμένο το πουκάμισο σου;

- Μου το σκίσανε οι άλλοι λούστροι του Φαλήρου, γιατί δε θέλουνε να δουλεύω. Θα με διώξουνε, λένε. Είπανε στον αστυφύλακα να με διώξει.

- Γιατί θα σε διώξει;

- Γιατί δεν έχω, λέει, άδεια.

- Και γιατί δεν έβγαλες άδεια;

- Μου χρειάζεται ένα εικοσιπεντάρικο, κύριε, για την άδεια. Δεν τόχω να το δώσω. Αμα μαζέψω, θα τη βγάλω. Αν με διώξουνε όμως...Δεινόν πρόβλημα είχεν ορθωθή προ του νηπίου.

- Να σου δώσω εγώ... του είπεν ο Κύριος, του οποίου είχε συμπληρώσει την στίλβωσιν.

- Και πώς θα σας τα δώσω πίσω;

- Δεν θέλω να μου τα δώσεις. Φτάνει να βγάλεις την άδεια. Ο κύριος έβγαλε ένα εικοσιπεντάδραχμον και το ενεχείρισεν εις το νήπιον, το οποίον ευχαρίστησε βιαστικά και εξηφανίσθη με πηδήματα μικρού κατσικιού.

- Το κασσελάκι σου, μικρέ.

- Θα γυρίσω, κύριε. Μετά ένα τέταρτον επέστρεψε, με ένα χαρτί στο χέρι του.

- Αδεια, κύριε. Την έβγαλα.

- Μπράβο σου. Είσαι τίμιο παιδί και θα προκόψεις. Το νήπιον ύψωσεν υγρά τα ματάκια του προς τον ευεργέτην του.

- Εγώ, κύριε, δεν μπορώ να σας το ξεπληρώσω. Ο Θεός...Και απεμακρύνθη σπογγίζον τα μάτια του...

Δεν υπάρχουν σχόλια: