Σάββατο 7 Μαρτίου 2020

Βαγγέλης , ο άστεγος


                                                       Βαγγέλης , ο άστεγος               
                   Η ιστορία που θα διαβάσετε , είναι παρόμοια εκείνης που αφηγείται ο αείμνηστος μουσικοσυνθέτης Γιώργος Ζαμπέτας στο τραγούδι του ¨Ο θάνατος του άστεγου¨. Το παρόν κείμενο είναι ένα χρονογράφημα με τίτλο ¨ Τα γκαραβέλια ¨ , κοινή ονομασία ¨ Ψαρόνια ¨πουλιά , που έγραψε στην ¨Ελευθερία ¨ της 10-2-2020 , ο συνεργάτης της εφημερίδας κ Αλέξης Καλέσης :                                  
                 ¨ Τον Βαγγέλη , που τον ήξεραν και ως ¨Βάγγο¨, πρέπει να τον σκότωσε   το        κρύο . Επισήμως , βέβαια , η Ιατροδικαστική Υπηρεσία Λαρίσης , που παρέλαβε   το         πτώμα , έγραψε στα χαρτιά ¨ λόγω καρδιακής ανακοπής , άνευ λοιπών     εμφανών       βλαβών ¨, αλλά κοντά στο νου κι η γνώση . Από τη μπορεί να πέθανε , δηλαδή , ένας         άνδρας 70 περίπου ετών που τα βράδια κατέφευγε για ύπνο κάτω από τη γέφυρα             του Πηνειού ;  Και κάνει τόσο κρύο το φετινό χειμώνα ! Τα πρωινά , με τη ξαστεριά , το ποτάμι αχνίζει δημιουργώντας εικόνες Αποκαλύψεως . Τα δένδρα , οι θάμνοι ,τα παγκάκια,      τα λιγοστά γκαραβέλια , όλα μοιάζουν κοκαλωμένα . Εκείνο το πρωινό κοκάλωσε και o  Βάγγος .                                                                   
                  Το πτώμα αποκαλύφτηκε από πρωινούς περιπατητές του Πηνειού . Πλησίασαν ,      και είδαν ότι ο άνθρωπος έστεκε ασάλευτος ανάμεσα στα πρόχειρα στρωσίδια του .  Τα   μάτια του ανοιχτά , σαν να κοίταζαν ικετευτικά τον μεγαλοπρεπή Ναό του Αγίου Αχιλλείου ,       που έστεκε πάνω τους σαν βιγλάτορας  . Αρχικά θεώρησαν ότι πρόκειται για έναν ακόμη μετανάστη . Νόμιμο , λαθραίο , αδιάφορο .                                              
               ¨ Μάλλον Βούλγαρος θα ‘ναι … τα ξέρω εγώ αυτά … Είναι ολόκληρη συμμορία , τους φέρνει ένα φορτηγάκι και πιάνουν όλα τα πόστα για ζητιανιά ¨ ,       είπε ο συνταξιούχος    καθηγητής , τρέμοντας από το κρύο , αλλά κι απ’την τρομάρα μπροστά   στο μακάβριο  θέαμα .                                                                                                                                                      
               ¨ Μπα για λαθρομετανάστης μοιάζει . Κάνας Αφγανός μπορεί … Δεν τον βλέπεις ;       Είναι σκούρος , ανταπάντησε ο απόστρατος υπαξιωματικός , συνοδοιπόρος του καθηγητή  στο πρωινό περπάτημα . Βούλγαρος ή Αλβανός , Κούρδος , Αφγανός , Πακιστανός  , που να      βρεις άκρη σε τέτοιους μπερδεμένους καιρούς ;Στους δρόμους της Λάρισας τα χρώματα   των ανθρώπων όλο και σκουραίνουν ,όλο και μοιάζουν πιο ξενικά.Και οι ομιλίες παράξενες.       Όχι ντοπιολαλιές βλάχικα , καραγκούνικα ,ποντιακά με ομιλίες που δεν πονάνε τις  πιάνεις      εύκολα . Στο κέντρο της πόλης πάλι , νεαροί άστεγοι σου πονάνε την καρδιά , δοκιμάζουν     την ευαισθησία σου . Απαγκιάζουν σε βιτρίνες καταστημάτων , στρώνουν χαρτόνια , κουκουλώνονται για να παλέψουν με την παγωμένη νύχτα . Ταραγμένη ξανά από πολέμους η Ανατολή  ¨ ξερνάει ¨ κόσμο , καραβάνια ανθρώπων με τα οποία βρίσκουν ευκαιρία να σμίξουν κι άλλοι κολασμένοι . ¨ Πρόσφυγες ¨ ή ¨ λαθρομετανάστες ¨ , τι σημασία έχει πως τους βαφτίζουν ; Αφήνει κανείς τον τόπο του από καλό ;                                    
                  Τελικά , οι δύο περιπατητές ειδοποίησαν με το κινητό τους το ΕΚΑΒ που επιλήφθηκε της υποθέσεως . Κατά την έρευνα στη σωρό βρέθηκαν κάτι πολυκαιρισμένα χαρτιά της Πρόνοιας . Σύμφωνα με αυτά ο νεκρός ονομαζόταν Ευάγγελος Μπ… γεννηθείς εν Κ…, γνωστό καμποχώρι της Λάρισας . Ευάγγελος Μπ…Ρε συ , ο - … ¨ Βαγγέλης ¨ !  Άντε ρε … ο ¨Βάγγος¨ ο παλαβός ¨ !                                                                
                  Κατά τη συνήθη διαδικασία , αναζητήθηκαν , βρέθηκαν και ειδοποιήθηκαν κάτι συγγενείς οι οποίοι ανέλαβαν τα της κηδείας , 450 Ευρώ άπαντα , ¨πακέτο ¨ ίσα – ίσα να βγει η υποχρέωση . Καφέδες και κουλουράκια κρίθηκαν περιττά , ένα πιάτο στάρι μόνο , λιτό από αυτό που δωρίζει άπλετα η Θεσσαλική γη , έτσι για το σχώριο .      
                  Παιχνίδια που παίζει η ζωή και η μοίρα των ανθρώπων ! Σου πάει εσένα το μυαλό   πως ο Βάγγος , που κατέληξε κλοσάρ στον Πηνειό και κυκλοφορούσε μια ζωή στη Λάρισα  σαν ¨ λέτσος ¨,  ήταν τρίτος απόγονος μιας ισχυρής οικογένειας του κάμπου , με βιός πολύ  και εκατοντάδες στρέμματα στην κατοχή της ;                
                  H μαγιά χάλασε από τον πατέρα του τον Κοσμά . Ο Κοσμάς , στη μερίδα του οποίου έπεσαν καμιά τρακοσαριά στρέμματα , ήταν αυτό που οι χωριάτες στα θεσσαλικά καμποχώρια αποκαλούσαν ¨ αθώος ¨ . Όχι ακριβώς ¨ χαζούτσικος ¨ - που ήταν το κατώτατο στάδιο της ταξινόμησης των μελών της μικρής κοινωνίας τους , αλλά αθώος . Πάει να πει αφελής , καλόβολος και αγαθιάρης . Αδύνατον να διαχειριστεί τη ζωή του . Για παράδειγμα , έλεγαν , μια φορά έμπασε σπίτι του κάτι γύφτισσες για να του πουν τον καφέ , κι εκείνος τους έδειξε ό,τι πιο πολύτιμο υπήρχε εκεί μέσα σε ασημικά και γυαλικά . Και οι γύφτισσες  έφυγαν δίχως κανένα … παράπονο για το μεροκάματο που έβγαλαν εκείνη την ημέρα …           
                 Τον Κοσμά τον παντρέψανε με την Αργυρούλα , καραγκούνα από τα χωριά της Καρδίτσας , που ερχόταν σε κάτι θείες της , μαζί με άλλες γυναίκες να μαζέψουν βαμβάκια , λιγάκι ¨ ελαφρούτσικη ¨ κι αυτή , έλεγαν . Κατ’ άλλους ήταν μια ¨ κουτοπόνηρη ¨ που ¨όρμιξε¨ πάρει τον Κοσμά και τα χωράφια ,ορμηνεμένη απ΄τις θείες .Σάματις καλύτερον     θα έπαιρνε , ¨ Μωρέ παρ’τον κι ξερ΄ς ισύ . Κυρά θάσαι , να τον ταιριάξεις κατά πως ξερ΄ς ¨ .                   
                Οι γνωστές ιστορίες του κόσμου . Πόσα και πόσα νοικοκυριά δεν στήθηκαν έτσι ,   από υπολογισμούς , παζάρια , συμβιβασμούς και προξενέματα και χάθηκαν για πάντα μέσα στην απεραντοσύνη του κάμπου ; Ζωές που φύτρωναν όμοια με τα αγριόχορτα … Θέριευαν τις άνοιξες , κιτρίνιζαν και κάρπιζαν τα καλοκαίρια μέχρι που κουρασμένες έγερναν στη γη κάποιον χειμώνα και τις σκέπαζε το χιόνι , αυτό που θα ξαναγεννούσε μέσα από τον θάνατο  νέες ζωές , νέα αγριόχορτα …                         
               Ο Βάγγος  , όμως , έπεσε από άλλες εποχές . Δεν ήταν ακριβώς αστυφιλία , απλά οι χωριάτες – κι ο Κοσμάς ανάμεσά τους – άρχισαν να δίνουν τα κορίτσια τους στην πόλη . Να φύγουν , να γλιτώσουν από τη λασπούρα και το κακό …                  Δύο αδερφές του Βάγγου παντρεύτηκαν έτσι σε πόλεις , λαβούσες εν συνόλω στρέμματα 150 καταγεγραμμένα    σε     προικώα συμβόλαια . Αυτές ¨ κάπως τις έκοβε ¨. Είχαν πάρει από την Αργυρούλα , το έλεγαν όλοι . Στον Βάγγο – που ήταν ένας αγαθιάρης σαν τον πατέρα του - . Απέμειναν άλλα    150 πάνω – κάτω , το αγόρι πάντα δικαιούται κάτι παραπάνω . Σε προφανή αδυναμία να καλλιεργήσει την πατρική γη , ο Βάγγος κατέβηκε κι αυτός μετά τον θάνατο του Κοσμά ¨ στ’ Λάρσα ¨ κι εδώ έμεινε , μια ζωή . Τελεία . Δεν παντρεύτηκε ποτέ . Να βρεις Αργυρούλες , σαν τη μάνα του , διατεθειμένες να χαλάσουν τις ζωές τους για στρέμματα σαν δύσκολο σ’αυτούς τους καιρούς . Κι έτσι δεν έκανε οικογένεια . Τελεία . Απλώς ζούσε . Τελεία . Κάνοντας πότε δουλειές του ποδαριού , πότε στις Λαϊκές μικροπωλητής , πότε ¨ μικρός για τα θελήματα ¨, πετάξου ρε Βάγγο πάρε μου τσιγάρα και τα ρέστα δικά σου , ναι για τον Βάγγο μιλάμε , τον γιο του Κοσμά Μπ. εγγονό μεγαλοκτηματία από το χωριό Κ. με τα μπόλικα στρέμματα , που νοίκιαζε , αλλά του τρώγανε να λεφτά . Τελεία . Και παύλα .               
              Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να διηγηθεί κανείς για τη ζωή του Βόγγου . Τόσα Χριστούγεννα και τόσες Πασχαλιές… Τις παγωνιές του χειμώνα και του καλοκαιριού τις κάψες τις θανατερές , όλα τα πέρασε μέσα στην απόλυτη μοναξιά μιας παλιάς μονοκατοικίας που νοίκιαζε δίχως κανείς να νοιαστεί τι και πως . Γύριζε στα στέκια , έκανε για μεροκάματο ό,τι χαμαλίκι εύρισκε , κανέναν δεν ενόχλησε , ποτέ δεν ζήτησε τίποτε . Ούτε καν από τις αδερφές του που τον πονούσαν κι όλο του έλεγαν ¨ άντε βρε Βάγγο ¨ , ¨ έλα βρε Βάγγο ¨,  ¨ πρόσεχε το εαυτό σου μωρέ Βάγγο ¨. Στο τέλος απαύδησαν , βαρέθηκαν , τον παράτησαν . Με τα χρόνια , απέκτησε την παθολογική συνήθεια , να ψάχνει στα σκουπίδια .  Ό,τι παλιατζούρα εύρισκε τη έφερνε σπίτι του , που ήταν μια κανονική χωματερή . Οι συνεχείς διαμαρτυρίες και καταγγελίες των γειτόνων προς το Υγειονομικό έπιασαν τόπο . Μετά την έξωσή του , ο Βάγγος κατασκήνωνε πότε σε χαλάσματα , πότε σε γιαπιά , τελευταία στο ποτάμι , κάτω από τη γέφυρα του Αλκαζάρ κι από κει ¨ έβγαλε εισιτήριο ¨ για το μεγάλο – μα σίγουρο λυτρωτικό – ταξίδι . Όπου κι αν πήγε , σίγουρα λίγη ζέστη παραπάνω θα βρήκε…                                                                
               Και το ξεροβόρι εξακολουθεί να ¨ξυρίζει¨ τον παγωμένο κόσμο . Τα γκαραβέλια , σμήνη ολάκερα , χορεύουν στο ουρανό …Τα δειλινά φεύγουν , πάνε κι αυτά στην πόλη για    να κουρνιάσουν ανάμεσα στα ζεστά ντουβάρια των πολυκατοικιών . Και μονάχα η γη , η ίδια αυτή θεσσαλική γη στέκεται πάντα εκεί , μέσα στην απεραντοσύνη της . Αλλάζει χέρια , περνά από γενιά σε γενιά και θαρρείς πως περιγελά τους ανθρώπους , που ακόμη να καταλάβουν πως είναι κι αυτοί διαβατάρικα πουλιά …                      
               Β.Π.                        
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: