Πέρασαν κιόλας
έξη χρόνια . Η λιτή , καθαρή κι αποσπασματική φωνή σου ηχεί ακόμη στ’αυτιά μου
:
¨ Άντε , Κυριάκο , φάγαμε τη
γαϊδούρα . Δυό χρονάκια ακόμη ν’αγγίξουμε το ιωβηλαίο . Ήταν 98 ετών . (
1910-2008) .
Δεν πρόλαβε . Τον πρόλαβε ο
ήσυχος θάνατος , επάνω στο κρεββάτι . Ένας οικείος θάνατος , δίχως πόνους ,
αγωνίες κι ανησυχία . Με γλυκιά μελαγχολία που πάντα φώλιαζε βαθιά μέσα στα
μάτια του καρτέραε τα δυο χρονάκια ακόμη . Και έκανε πλάκες με το θάνατο :
¨Τάχω καμωμένα εγώ . Δεν με παίρνει νωρίτερα ¨...
Είχε ζήσει μια ζωή πλούσια ,
γεμάτη τρυφερότητες και σπάνιες ωραίες εικόνες .
Ζουφωμένος στο διαμέρισμά του
πια , απέναντι από το ΑΧΙΛΛΕΙΟ , και τυλιγμένος πάντα , με μια κουβέρτα που
σκέπαζε τα πόδια του , ανάμεσα σε πλήθος εφημερίδες και στοιβαγμένες
φωτογραφίες , έβλεπε , διαγώνια από το κάσωμα της μπαλκονόπορτας , το λιμάνι
και τη Δημητριάδα και κοντανάσαινε . Όχι από ανημποριά , μα από νοσταλγία .
¨Ζητούσες να σου πω τα νέα , την
κίνηση , λίγη πολιτική , τα εικαστικά και τους καινούργιους ανθρώπους , τους
μάστορες και μύστες των τεχνών κι ομόρφαινε το πρόσωπό σου . Από χαρά που
άκουγες πως κάνουν ετούτο κι εκείνο τα παιδιά της Φωτογραφικής Λέσχης Βόλου ¨.
¨Όχι , δεν ήθελες να κουράζεις τα
μάτια , γι’αυτό και σου άρεσε να με ακούς , να σου λέω , πράματα και θάματα από
τη ζωή , που εσύ τη χόρτασες και τώρα χαίρεσαι να τ’ακούς όλα αυτά για τους
νέους ¨ .
¨Μα ήσουν νέος κι εσύ ακόμη ,
άλλωστε νέος δεν πα να πει μικρός στη ηλικία , αλλά ανοιχτός στις καινούργιες
ιδέες και τα μηνύματα της ζωής ¨ .
¨Κι εσύ ήσουνα πάντα νέος ¨ ...
¨Λοιπόν να θυμηθούμε το τελευταίο
σου ταξίδι , που με παρακάλεσες να σε πάω ¨. ¨Ε , δεν ήτανε στην αγαπημένη σου
Μακρινίτσα , όπως θα νομίζει ο πολύς κόσμος . Η επιλογή σου ήταν το χωριό της
Νανάς , το Μεταξοχώρι ¨ ...
¨Ποιος θα μπορούσε να το πιστέψει
, ότι εσύ , ένας ιδαλγός του Πηλίου , και φωτογράφος μοναδικών του στιγμών , θα
ζητούσες , τελευταία σου φορά , να ταξιδέψεις στις πλαγιές του Κισσάβου ¨ ;
¨Μου ζήτησες και κάτι άλλο . Να
πάρουμε και κάποια παρέα . Την Νίκη , την αγαπημένη σύντροφο της ζωής , του καλύτερου
φίλου σου , του Νίκου Κολοβού ¨ .
¨Ναι την ειδοποίησα κι ένα πρωινό
του Ιούνη , το 2006 , παρέα με τη Νίκη και την Ερμιόνη , που είχε τα κλειδιά
του σπιτιού , τραβήξαμε για το Μεταξοχώρι ¨ .
¨Βρε γιατί με πας από δω ¨ , με ρώτησες
κάποια στιγμή .
¨Για να δεις τον καινούργιο κάμπο
¨ , σου είπα, ¨τη Νέα Κάρλα¨ κι αμέσως μελαγχόλησες ...
¨Στο Μεταξοχώρι , σαν φτάσαμε
ζήτησες να καθίσεις στην πλατεία . Παράξενο . Δεν ήθελες να πας στο σπίτι , στο
σπίτι-μεταξουργείο , που έμενες τόσα χρόνια , με την αγαπημένη σου ¨ ...
¨Πήγα εγώ με τη Ερμιόνη , βέβαια ,
και κατάλαβα γιατί δεν ήθελες να το δεις . Τόσα πράγματα εκεί , τόσα πλούτη ,
τόσες μνήμες , τόσες αγάπες και θυσίες , και ¨λήψεις¨ και βράδια και πρωινά και
βεγγέρες και νυχτέρια ¨ ...
¨Έμεινες στην πλατεία , σε μια
γωνιά , κάτω από τα πλατανόφυλλα . Ήπιες το καφεδάκι , κολλητά με τον πλάτανο ,
ρουφηκτό , καϊμακλίδικο και το φχαριστήθηκες .
Ύστερα πήρες μια μηχανούλα compact και δοκίμασες να δεις μέσα από το κλείστρο και να καδράρεις , όπως
μόνο εσύ ήξερες να το κάνεις ¨ .
¨Βρε τι φτιάχνουμε ¨ ,
μονολόγησες . Σε τσάκωσα όμως σε αυτή τη φάση και σε φωτογράφισα . Τα χέρια σου
λευκά σαν κρίνα έπιαναν την μηχανούλα με τον υπέροχο τρόπο που αγκάλιαζες τις
βαριές μηχανές σου , τόσες δεκαετίες . Κλείνοντας το αριστερό σου μάτι για να
εφαρμόσεις το κάδρο , με την ψυχούλα σου και όχι με το μάτι ...
Το ρέμα από κάτω σου βούιζε και
έδειχνες να το φχαριστιέσαι . Τα φυλλώματα από πάνω σου κελαϊδούσαν με τους
μινυρισμούς που σου έλειψαν . Η ζωή ήταν όπως την ήξερες . Δεν άλλαξε καθόλου .
Τα νερά , τα φύλλα , οι λεπτοί στοχασμοί , το ύφος μιας αέναης αναμονής , της
στιγμής και του πόθου , της απειροελάχιστης εικόνας που σε μάγευε και
κινιόσουνα να τη συλλάβεις . Ύστερα φάγαμε στο ίδιο σημείο δε μετακινήθηκες κι
ούτε που το ήθελες , πέρασε η ώρα κι όταν κουράστηκες – κουράζονται οι ήρωες ;-
ζήτησες να φύγουμε . Ήταν αρκετό αυτό το ¨ταξίδι¨, στη ζωή , στη μνήμη , στις
εικόνες και στις αισθήσεις που διέσχιζες τόσα χρόνια στη λιπόσαρκη ζωή σου .
Ευχαριστημένος επέστρεψες , για
να κλειστείς στο διαμέρισμα , έχοντας χορτάσει τη ζωή και τις συγκινήσεις της
...
Δημήτρη Λέτσιο πολλοί σε θυμούνται
για το έργο σου , λίγοι όμως θα θυμούνται το ευγενικό σου πρόσωπο , το αόριστο
χαμόγελο , τα γαλανά σου μάτια και τα πολύ γαλάζια σου όνειρα ...
Δεν σε ξεχνούμε ...
Κυριάκος Παπαγεωργίου-Βόλος
19-1-2014