Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Δημήτρη Λέτσιο , σε θυμόμαστε ...



Πέρασαν κιόλας έξη χρόνια . Η λιτή , καθαρή κι αποσπασματική φωνή σου ηχεί ακόμη στ’αυτιά μου :


           ¨ Άντε , Κυριάκο , φάγαμε τη γαϊδούρα . Δυό χρονάκια ακόμη ν’αγγίξουμε το ιωβηλαίο . Ήταν 98 ετών . ( 1910-2008) .


              Δεν πρόλαβε . Τον πρόλαβε ο ήσυχος θάνατος , επάνω στο κρεββάτι . Ένας οικείος θάνατος , δίχως πόνους , αγωνίες κι ανησυχία . Με γλυκιά μελαγχολία που πάντα φώλιαζε βαθιά μέσα στα μάτια του καρτέραε τα δυο χρονάκια ακόμη . Και έκανε πλάκες με το θάνατο : ¨Τάχω καμωμένα εγώ . Δεν με παίρνει νωρίτερα ¨...


              Είχε ζήσει μια ζωή πλούσια , γεμάτη τρυφερότητες και σπάνιες ωραίες εικόνες .


              Ζουφωμένος στο διαμέρισμά του πια , απέναντι από το ΑΧΙΛΛΕΙΟ , και τυλιγμένος πάντα , με μια κουβέρτα που σκέπαζε τα πόδια του , ανάμεσα σε πλήθος εφημερίδες και στοιβαγμένες φωτογραφίες , έβλεπε , διαγώνια από το κάσωμα της μπαλκονόπορτας , το λιμάνι και τη Δημητριάδα και κοντανάσαινε . Όχι από ανημποριά , μα από νοσταλγία .


             ¨Ζητούσες να σου πω τα νέα , την κίνηση , λίγη πολιτική , τα εικαστικά και τους καινούργιους ανθρώπους , τους μάστορες και μύστες των τεχνών κι ομόρφαινε το πρόσωπό σου . Από χαρά που άκουγες πως κάνουν ετούτο κι εκείνο τα παιδιά της Φωτογραφικής Λέσχης Βόλου ¨.


 


            ¨Όχι , δεν ήθελες να κουράζεις τα μάτια , γι’αυτό και σου άρεσε να με ακούς , να σου λέω , πράματα και θάματα από τη ζωή , που εσύ τη χόρτασες και τώρα χαίρεσαι να τ’ακούς όλα αυτά για τους νέους ¨ .


            ¨Μα ήσουν νέος κι εσύ ακόμη , άλλωστε νέος δεν πα να πει μικρός στη ηλικία , αλλά ανοιχτός στις καινούργιες ιδέες και τα μηνύματα της ζωής ¨ .


            ¨Κι εσύ ήσουνα πάντα νέος ¨ ...


            ¨Λοιπόν να θυμηθούμε το τελευταίο σου ταξίδι , που με παρακάλεσες να σε πάω ¨. ¨Ε , δεν ήτανε στην αγαπημένη σου Μακρινίτσα , όπως θα νομίζει ο πολύς κόσμος . Η επιλογή σου ήταν το χωριό της Νανάς , το Μεταξοχώρι ¨ ...


            ¨Ποιος θα μπορούσε να το πιστέψει , ότι εσύ , ένας ιδαλγός του Πηλίου , και φωτογράφος μοναδικών του στιγμών , θα ζητούσες , τελευταία σου φορά , να ταξιδέψεις στις πλαγιές του Κισσάβου ¨ ;


            ¨Μου ζήτησες και κάτι άλλο . Να πάρουμε και κάποια παρέα . Την Νίκη , την αγαπημένη σύντροφο της ζωής , του καλύτερου φίλου σου , του Νίκου Κολοβού ¨ .


            ¨Ναι την ειδοποίησα κι ένα πρωινό του Ιούνη , το 2006 , παρέα με τη Νίκη και την Ερμιόνη , που είχε τα κλειδιά του σπιτιού , τραβήξαμε για το Μεταξοχώρι ¨ .


            ¨Βρε γιατί με πας από δω ¨ , με ρώτησες κάποια στιγμή .


            ¨Για να δεις τον καινούργιο κάμπο ¨ , σου είπα, ¨τη Νέα Κάρλα¨ κι αμέσως μελαγχόλησες ...


            ¨Στο Μεταξοχώρι , σαν φτάσαμε ζήτησες να καθίσεις στην πλατεία . Παράξενο . Δεν ήθελες να πας στο σπίτι , στο σπίτι-μεταξουργείο , που έμενες τόσα χρόνια , με την αγαπημένη σου ¨ ...


            ¨Πήγα εγώ με τη Ερμιόνη , βέβαια , και κατάλαβα γιατί δεν ήθελες να το δεις . Τόσα πράγματα εκεί , τόσα πλούτη , τόσες μνήμες , τόσες αγάπες και θυσίες , και ¨λήψεις¨ και βράδια και πρωινά και βεγγέρες και νυχτέρια ¨ ...


            ¨Έμεινες στην πλατεία , σε μια γωνιά , κάτω από τα πλατανόφυλλα . Ήπιες το καφεδάκι , κολλητά με τον πλάτανο , ρουφηκτό , καϊμακλίδικο και το φχαριστήθηκες .


             Ύστερα πήρες μια μηχανούλα compact και δοκίμασες να δεις μέσα από το κλείστρο και να καδράρεις , όπως μόνο εσύ ήξερες να το κάνεις ¨ .


             ¨Βρε τι φτιάχνουμε ¨ , μονολόγησες . Σε τσάκωσα όμως σε αυτή τη φάση και σε φωτογράφισα . Τα χέρια σου λευκά σαν κρίνα έπιαναν την μηχανούλα με τον υπέροχο τρόπο που αγκάλιαζες τις βαριές μηχανές σου , τόσες δεκαετίες . Κλείνοντας το αριστερό σου μάτι για να εφαρμόσεις το κάδρο , με την ψυχούλα σου και όχι με το μάτι ...


              Το ρέμα από κάτω σου βούιζε και έδειχνες να το φχαριστιέσαι . Τα φυλλώματα από πάνω σου κελαϊδούσαν με τους μινυρισμούς που σου έλειψαν . Η ζωή ήταν όπως την ήξερες . Δεν άλλαξε καθόλου . Τα νερά , τα φύλλα , οι λεπτοί στοχασμοί , το ύφος μιας αέναης αναμονής , της στιγμής και του πόθου , της απειροελάχιστης εικόνας που σε μάγευε και κινιόσουνα να τη συλλάβεις . Ύστερα φάγαμε στο ίδιο σημείο δε μετακινήθηκες κι ούτε που το ήθελες , πέρασε η ώρα κι όταν κουράστηκες – κουράζονται οι ήρωες ;- ζήτησες να φύγουμε . Ήταν αρκετό αυτό το ¨ταξίδι¨, στη ζωή , στη μνήμη , στις εικόνες και στις αισθήσεις που διέσχιζες τόσα χρόνια στη λιπόσαρκη ζωή σου .


              Ευχαριστημένος επέστρεψες , για να κλειστείς στο διαμέρισμα , έχοντας χορτάσει τη ζωή και τις συγκινήσεις της ...


              Δημήτρη Λέτσιο πολλοί σε θυμούνται για το έργο σου , λίγοι όμως θα θυμούνται το ευγενικό σου πρόσωπο , το αόριστο χαμόγελο , τα γαλανά σου μάτια και τα πολύ γαλάζια σου όνειρα ...


              Δεν σε ξεχνούμε ...


              Κυριάκος Παπαγεωργίου-Βόλος 19-1-2014      


   


 


Δεν υπάρχουν σχόλια: