Εθισμένος στα ναρκωτικά ,
παρασυρμένος από τα πάθη και τις αδυναμίες του και έχοντας ξεπουλήσει την
περιουσία του στα μαύρα χρόνια της Κατοχής , αυτοκτόνησε στις 8 Ιανουαρίου 1944
ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944) . Κηδεύτηκε με έρανο τέσσερις μέρες αργότερα
. Υπήρξε μία αξιόλογη και αινιγματική σελίδα της Ελληνικής λογοτεχνίας . Ζούσε
ιδιόρρυθμη ζωή , βγαίνοντας μόνον τις νύχτες και γυρίζοντας στο σπίτι του πριν
ξημερώσει . Ωραιοπαθής κυνηγούσε τις εξωτικές ηδονές και δεν απέφυγε τους
κακόφημους τεκέδες της Τρούμπας .
Γεννημένος στη χλιδή , ως
απόγονος παλιάς αρχοντικής οικογένειας . Ο πατέρας του , Κυπριακής καταγωγής ,
έφτασε στο βαθμό του υποστράτηγου και χρημάτισε για μικρό χρονικό διάστημα
υπουργός Στρατιωτικών και η μητέρα του ήταν ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη .
Σπούδασε Νομική στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών και διέθετε μια από τις πλουσιότερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες
.
Με εξεζητημένες εμφανίσεις ,
προκλητική συμπεριφορά και τολμηρούς στίχους για παράνομες ηδονές , προσπάθησε
να μεταφέρει το ευρωπαϊκό πνεύμα του αισθητισμού στη γεμάτη προκαταλήψεις και
φόνους ατμόσφαιρα της εποχής , δημοσιεύοντας ταυτόχρονα μανιφέστα ενάντια στην
ποίηση του κατεστημένου .
Συνεργάστηκε σχεδόν με όλα τα
περιοδικά της εποχής , γράφοντας ποιήματα , πεζοτράγουδα διηγήματα , ενώ δημοσίευε κριτικά άρθρα και
μελέτες στο ¨Ελεύθερο Βήμα¨. Η ποίησή του είναι ευαίσθητη , με μουσικότητα
στίχων , μερική ποικιλία και αγνή λυρική διάθεση . Το τέλος του , ωστόσο υπήρξε
τραγικό .
Αφού έχασε τους γονείς του ,
βρέθηκε να περιπλανιέται στους αδιέξοδους δρόμους της ηρωίνης και να εκποιεί σε
εξευτελιστικές τιμές την πατρική περιουσία . Ιδιαίτερα τον κατέβαλε ο χαμός της
μητέρας του , για την οποία έτρεφε αφάνταστη στοργή . Στο τέλος έφτασε να
ξεπουλά και την αγαπημένη του βιβλιοθήκη . Αυτοκτόνησε καταλείποντας μικρό σε όγκο , αλλά σημαντικό σε ποιότητα
ποιητικό έργο .
Κλείνοντας το σημείωμα τούτο
, σεβόμενος τη μνήμη του καταθέτω ένα ποίημά του , ως ελάχιστο δείγμα γραφής
του πολυκύμαντου έργου του :
Είμαι μόνος .
Είμαι μόνος , βραδιάζει τι να
κάνω ...
Τα χέρια μου , είναι τόσο
απελπισμένα .
Τα χέρια μου , είναι τόσο
κουρασμένα .
Τ’αφήνω και γλιστρούν αργά
στο πιάνο ...
Παίζω στη τύχη , κάτι
αγαπημένο ,
κάτι παλιό και γνώριμο και
πλάνο ...
Και πάλι σταματώ . Δεν επιμένω .
Μάλλον θα προτιμούσα να
πεθάνω ¨.
Β.Π. –Βόλος /26-2-2014 .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου