Στη θέση απέναντι της ¨Βιβλιοθήκης Αδριανού¨ στο Μοναστηράκι , βρίσκεται σχεδόν κρυμμένος ο ναΐσκος του Αγίου Ελισαίου , ξαναστημένος από το 2005 και ύστερα από έναν ύπνο αφάνειας εξήντα ολόκληρων χρόνων .
Ο κτητορικός αυτός ναός είναι συνδεδεμένος με τις μορφές του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη και του επίσης εξαδέλφου του Αλεξάνδρου Μωραϊτίδη , που πέρασαν από εκεί τις κατανυκτικές ώρες της ¨Αγρυπνίας¨ ψάλλοντες . Δεξιός ψάλτης ο πρώτος , αριστερός ο δεύτερος .
Και ήταν τέτοια η
ακτινοβολία του Παπαδιαμάντη ώστε εκκλησιάζονταν εκεί μόνο και μόνο , για να
τον ακούσουν σημαντικές μορφές των γραμμάτων της εποχής , όπως ο Ζαχαρίας
Παπαντωνίου , ο Παύλος Νιρβάνας , ο Γιάννης Βλαχογιάννης , ο Γεράσιμος Βώκος
κ.α. Ο Άγιος Νικόλαος , ο Πλανάς , στο Ι . Ναό του Αγίου Ελισαίου λειτουργούσε
καθημερινά με ψάλτες τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη .
Ο Γεράσιμος Βώκος (1868-1927) υπήρξε λόγιος , λογοτέχνης
και δημοσιογράφος .
Έγραψε πολλά βιβλία και ως
δημοσιογράφος είχε ιδιαίτερη κλίση ως χρονογράφος και αρθρογράφος .
Σε ένα χρονογράφημά του με
τίτλο ¨Αγρυπνία εις τον Άγιον Ελισαίον¨
περιγράφει κατά τρόπον μοναδικό και άψογον την ιεράν ¨Αγρυνίαν¨ μέσα εις τον
ναόν :
Η βροχή έπιπτε ραγδαία
ατελεύτητος από της 11ης νυχτερινής . Την 1ην μετά το
μεσονύχτιον ήτο πλέον σωστό μπουρίνι .
Ο Άγιος Ελισαίος μικρή εκκλησία .
Όταν εισήλθα , εδέησε να
σπρώξω δι’όλης της δυνάμεως του σώματός μου και τότε η θύρα ήρεμα υπήκουσε ,
της ανθρωπομάζης , ήτις επλήρου τον ναΐσκον , απαλώτατα καμφθείσης προς τα
ένδον , ώστε ευρέθη τόπος δι’εμέ .
Εν αφορήτω συνοστισμώ ήσαν
γραίαι πολλαί και γυναίκες ηλικίας και νεάνιδες τρυφερώτατοι και μητέρες μετά
των νηπίων εις τας αγκάλας των .
Άνθρωποι του λαού ίσταντο προ των
γυναικών ευλαβώς , ενώ η θερμοκρασία αποπνικτική .
Του όρθρου ψαλλομένου , αντήχησε εις
γνήσιον Βυζαντινόν μέλος , περιπαθές και σεμνότατον , η φωνή του δεξιού ψάλτου
, ψάλλοντος εκ του κανόνος τη ζ΄ ωδήν του προφήτου Ιωνά :
¨ Εβόησα εν θλίψη μου προς Κύριον
Θεόν ¨
Και ανταπήντησε ο αριστερός ψάλτης
υπό τον αυτόν τόνον της μελωδίας δι’υποκώφου φωνής :
¨και έλθοι προς σε η προσευχή μου
προς ναόν τον άγιόν σου ¨ .
Ήσαν δε οι ψάλται , Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης και Αλέξανδρος Μωραϊτίδης οι από Σκιάθου καταγόμενοι
διηγηματογράφοι και τρυφερώτατοι συγγραφείς , αληθείς και ευσεβέστατοι ούτοι
χρστιανοί .
Ο πρώτος εν τη ¨Ακροπόλει¨
συνάδελφος είχε μετερσιωθεί , εν τη εκπληρώσει των ιερών τούτων καθηκόντων .
Αίγλη απολύτου ευτυχίας εφώτιζε την δασύτριχα μορφήν του , με την σγουράν
μαύρην γενειάδα και την ομοιόχρωμον πλουσίαν κώμην . Ήτο αγνώριστος και η μορφή
εκείνη η τόσο σκυθρωπή κατά τας ώρας εδώ εις το γραφείον εφαιδρύνετο υπεράνω
του ιεροψαλτικού αναλογίου . Έψαλλε δε ο συγγραφεύς της ¨Νοσταλγού¨ μετά ζέσεως
και πάθους αληθινού εντείνων την φωνήν , τηρών τον χρόνον διά βιαίας καταφοράς
της χειρός επί του ερείσματος του στασιδίου , όταν συνέβαινε ο λαμπαδάριος και
καλός χριστιανός χριστοφίλης να προτρέχει εις εκπλήρωσιν των καθηκόντων του .
Τότε ο Παπαδιαμάντης μετεβάλλετο εις αυστηρότατον επιτιμητήν και επεφώνη και
επετίμα και εκράυγαζεν .
Ο άλλος απέναντι , ο συγγραφεύς
του ¨Δεκατιστού¨, είχε το ήθος ταπεινότερον και εφαίνετο συνηθισμένος εις
όνειρον θρησκευτικής αφοσιώσεως και λατρείας . Επακουμβών επί του ερείσματος
του στασιδίου δι’αμφοτέρων των χειρών , έκλινε την φαλακράν κεφαλήν του με την
μακράν μαύρην γενειάδα , το λείον μέτωπον με την γρυπήν και ημικλείων τους
οφθαλμούς , έψαλλε ήρεμα μόλις ακουόμενος . Και ήτο το θέαμα των δύο αυτών της
Σκιάθου θεοπνεύστων συγγραφέων κατανυκτικώτατον και εγώ αποθαυμάζων αυτούς ,
ότι δεν ήξευρον μόνον να περιγράφουν τόσον θαυμασίως εις τα διηγήματά των
θρησκευτικάς σκηνάς και εκκλησιαστικά επεισόδια , αλλ’ήσαν εν ταυτώ
απροσποίητοι και δεινοί από ιεράς πεποιθήσεως και χρηστού συνειδότος τελετάρχαι
τοιούτων τελετών και πανηγύρεων , υπέροχοι πρόμαχοι του γνησιωτέρου βυζαντινού
μέλους , το οποίον τινες κακοζήλως ανέλαβον να παραμορφώσουν υπό το κωδικόν
ένδυμα οθνείας και εστραβλωμένης μουσικής .
Αλλά ήδη είχε τελειώσει ο
όρθρος και μετά την ευλογίαν των άρτων εμπήκαμε εις την λειτουργίαν . Ο
παπα-Χρύσανθος από του ιερού βήματος θυμιατίζων . Ην δε ούτος παχύτατος και
βραχύσωμος , έχων και μεγάλην την κεφαλήν και άφθονον την κώμην και την
γενειάδα ψαράν και δασείαν , οφθαλμούς μεγάλους αμυγδαλωτούς , πανομοιότυπον
παντοκράτορος από εκείνους τους τεράστιους , που ζωγραφίζουν υπό τους θόλους
των μεγάλων εκκλησιών .
Μικρόν ωρολόγιον της εκκλησίας
τοποθετημένον εις μικράν κινεζικήν εταζέραν , εδείκνυε την τετάρτην πρωινήν . Η
λειτουργία περί το τέλος .
Υδραίος πλοίαρχος , ο
μπάρμπα-Μάνθος , υπέργηρος , αδύνατος με λεπτό – λεπτό ολόλευκο μουστακάκι ,
κλίνων προς τα κάτω , γνήσια μορφή ασκητού , σεβαστός ανήρ , κόσμον διαπλεύσας
με τα δύο καράβια του εις την καλήν εποχήν , ήδη δε ανερχόμενος επίτηδες εκ
Πειραιώς διά να λέγει το ¨Πιστεύω¨ εις τον Άγιον Ελισαίον , οσάκις γίνονται
¨Αγρυπνίαι¨. Μετά ο πάπα-Χρύσανθος έκραξε : ¨ Άνω σχώμεν τας καρδίας ...¨ . Με
την γλυκείαν φωνήν του εξ Ύδρας πλοιάρχου λέγοντος το ¨ Πάτερ ημών ¨ η
¨Αγρυπνία ¨ έληξε.
Η βροχή ακόμη ραγδαία . Στου
Ψυρή τα μαγαζιά ήσαν ερμητικά εσφαλισμένα . Απεφασίσαμε να πάμε στου Καλαμιώτη
. Αλλ’αίφνης οι φανοκόροι έσβησαν τα φανάρια και σκότος πλέον πυκνόν εκάλυψε
την πόλιν . Του Παπαδιαμάντη εκτελούντος χρέη πιλότου εφθάσαμε εις καφενείον
διανυκτερεύον , όπου πηγαίνουν οι βιολιτζήδες το πρωί και ήλθε και ο Μωραϊτίδης
κατόπιν και ο γέρων πλοίαρχος .
Εκεί εμείναμεν έως ότου έφεξε ,
του Μωραϊτίδου λέγοντος μεταξύ άλλων φιλολογικο-θρησκευτικών και εν παρόδω ,
ότι τας ¨Αγρυπνίας¨ αυτάς του Αγίου Ελισαίου έχει ζωγραφίσει εις το μυθιστόρημά
του ¨ Το τάξιμον ¨ γραφέν προ τριετίας
και αδημοσίευτον ακόμη .
¨Μικρός Ρωμηός¨ - Γεράσιμος
Βώκος 1894 .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου