Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Αποκριά της Σμύρνης


               Παλαιός δημοσιογράφος , συνεργάτης της ¨ Εστίας ¨ ο Γεώργιος Φακίρης , σε ρεπορτάζ που έκανε για την ¨ Αποκριά της Σμύρνης ¨ , περιγράφει τις συνήθειες , με τα ήθη και τα έθιμα των Σμυρναίων καθώς επίσης την αρχοντιά και τον ¨ πλούτο ¨ της πόλης στα προπολεμικά χρόνια .

            ¨ Σήμερα οι κρύες απόκριες που περνούμε με την ¨ Καμήλα ¨ και τους ¨ Φασουλήδες ¨ , μ’έκαναν να θυμηθώ τις αποκριές της Σμύρνης . Και για να βαστάξω μια σειρά από την καλή διάθεση να πω σ’όλους τις εντυπώσεις μου και τις αραδιάζω στο άσπρο χαρτί .

               Αρχίζω ανάποδα , από την τελευταία μέρα ή μάλιστα από τα ξημερώματα της Καθαρής , που οι Τσιγγάνες μου χαλούσαν τον ήσυχο ύπνο μου , ύπνο γλυκό , ύστερα από ξενυχτήματα τόσων ημερών .

               Μάντζα , μακαρόνια , Μάντζα , Mάντζα κοκώνα !

               Και με τις φωνές αυτές βγαλμένες από τη μύτη και όχι από το στόμα γυρίζουν στους δρόμους με τα σακούλια και τα καλάθια και μαζεύουν ανάκατα ό,τι αποφάγι τους δώσει κάθε σπίτι . Και είναι πολλά εκείνη τη μέρα , γιατί κανένας δεν αρτίζει το στόμα του με κρεάτινα φαγητά . Τα θαλασσινά είναι άφθονα εκεί και όλη η ποικιλία των νηστίσιμων σε μεγάλη φθήνια . Λίγα μακαρόνια μόνο φυλάγουνε για να πάνε έξω στα χωράφια να τα θάψουν και να συμβολίσουν όλους τους δαίμονας της σάρκας που τους νικούν , και με προσοχή και νηστεία θα περιμένουν το Πάσχα αγνοί και άσπιλοι !

               Και γυρίζουν τους δρόμους οι Τσιγγάνες και εξακολουθούν να ξυπνούν τον κόσμο .

              -Μάντζα ! μακαρόνια Μάντζα ! Μάντζα κοκώνα !

               Κ’έχουν δίκηο να κάνουν αυτή τη θυσία γιατί τρελαίνεται ο κόσμος εκεί τις αποκριές .

               Δεν είναι όπως εδώ που ο κόσμος εγήρασε πριν την ώρα του και όλα τα βαριέται πια , όλα τα σιχαίνεται . Εκεί και οι γέροι γίνονται παιδιά και τα παιδιά δαιμόνοι .

               Η τρελή νύφη της Αποκριάς έχει πολλές ομορφιές και ρίχνει στα δίχτυα της όλο τον κόσμο . Είναι αλήθεια πως τη μέρα δεν βλέπεις στο δρόμο μεγάλη φασαρία , μα τη νύχτα ! Την νύχτα ανοίγουν όλα τα σπίτια , φωτίζονται και μπαινοβγαίνουν οι κουδουνάτοι με τις άγριες μάσκες και με την αλλοιώτικη φωνή , φωνή χονδρή , φωνή χονδρή με γλώσσα ακατανόητη για τους ξένους , με αρμένικη προφορά και αρμένικες λέξεις , λέξεις ελληνικές φθαρμένες και τουρκικά και ό,τι θέλεις και τρέχουν πια οι κοπέλλες ευχαριστημένες γιατί τις πειράζουν , καταχαρούμενες που θ’ακούσουν από έναν άγνωστο Κουδουνάτο ( κουδουνάτοι είναι οι μασκαράδες ) γλυκά λόγια για το καλό τους , τον αγαπημένο . Και όχι μόνον αυτό γιατί μερικοί είναι πιο αναιδείς και βγάζουν στη φόρα μικρά σκανδαλάκια και ξεσκεπάζουν φυλαγμένα μυστικά και γαργαλίζουν την περιέργεια και γενούν θυμούς που περνούν ύστερα από λίγο ! 

             Έτσι ο ευγενικός δρόμος του Τράσσεν , το Χαλεπλή σοκάκι , γεμίζει κόσμο και ξεσκουντιέσαι και σπρώχνεσαι και από πάνω σου φωτεινά τόξα από γκάζι προκαλούν τον κόσμο σε ευθυμία , σε χαρά με τα αξιόλογα ρητά . Ευθυμία σου φωνάζουν τα φωτεινά γράμματα, χαραγμένα θαρρείς στο φωτεινό ουρανό . Διασκέδασε , τραγούδα , σου παραγγέλνουν παρέκει με το τρεμοσβυσμένο φως .

            Έπειτα στο δρόμο τα κολόρια μικρά σπίρτα με βεγγαλικό φως αστράφτουν για μια στιγμή και άσχημες μάσκες γίνονται συχαμερές και ομορφαίνουν πιο πολύ οι όμορφες Σμυρνιές για την αντίθεσιν , άμα το τριανταφυλλί φως σχηματίζει γύρω τους φανταστικό στεφάνι.

            Όλα τα σπίτια είναι ανοικτά . Κανείς δεν θα σ’εμποδίσει να μπεις μέσα και να τραγανήσεις λίγα γλυκίσματα , να πιης κονιάκ , κρασί , να χορέψεις , να διασκεδάσεις και να φύγεις έπειτα για να πας παρακάτω , σ’άλλο σπίτι να κάνεις τα ίδια .

               Και όλα τα σπίτια που ανοίγονται στο δρόμο επάνω , με τις γιαλωτές πόρτες και τον ευρύχωρο προθάλαμο χύνουν έξω κύματα τραγουδιών και φώτων .

                Τα μανδολίνα και οι κιθάρες έχουν μεγάλη πέραση . Κ’επειδή δεν θα βρεις άνθρωπο που να μην ξέρει ένα από αυτά τα δύο όργανα , όλοι φιλοτιμούνται ποιός να παίξει καλύτερα και οι γλυκείς ήχοι απαλύνουν τις βραχνές φωνές του κόσμου !

                Κάτω στο Quais ο κόσμος είναι πιο λίγος αλλά τ’αμάξια είναι σε μεγαλύτερη κίνηση . Χιλιάδες καφεσαντάν είναι ανοικτά στο λαό και το Monaco , το Palais-Cristal ο Kapetan Paulo , το Eldorado και χίλια άλλα μαζεύουν νεολαία και ξένους και διασκεδάζουν πολύ ακριβά με τις τραγουδίστριες ίσα με τα μεσάνυχτα για να χορεύουν ίσα με το πρωί .

               Αλλά οι οικογένειες , ο καλός κόσμος που λένε , πάει στους χορούς που παραβγαίνουν στην ομορφιά και τη χάρη του ¨ Παρνασσού ¨ . Πλούσιες λέσχες , με ατέλειωτες σάλες μαζεύουν τις οικογένειες των μετόχων και Σμυρναίικες κοπέλλες και οι Σμυρναίες κυρίες δείχνουν εκεί όλα τα πλούτη των , όλα τα κάλλη .

                Η Ελληνική λέσχη, η Ευρωπαϊκή , το Νιού κλαμπ , γίνονται με μια βραδιά μουσεία αληθινά και τόπος διαγωνισμού ανατολικής ομορφιάς .

                Και κάτω από τις μικρές μάσκες ξεπετούν φωτεινές αχτίνες,τα μάτια εκείνα που ξετρελαίνουν κόσμο μεγάλα , μαύρα , γλυκά , τυραννικά , λίγες δεν έχουν μάτια , μάτια τέτοια δηλαδή , που μιλούν , που σου λεν τη ζωή και τη δύναμη που κρύβουν τα γυναικεία εκείνα σώματα . Και χάνεσαι σε μια στιγμή και πετάς αψηλά σε Τούρκικο παράδεισο που μόνον τα Ουρί μπορεί να σου ειπούν τόσα τραγούδια και να σου ψάλουν την ευτυχία που μια στιγμή σου χαρίζει η τάδε Μάγισσα που πέφτει μεθυσμένη στην αγκαλιά σου για να την σύρεις στο τρελό βαλς , ελαφρή , ακούραστη .

               Την τελευταία Κυριακή , όμως , στούς δρόμους γίνεται μεγάλο κακό . Εκεί που τη νύκτα ακούνε τόσα , τώρα μαυρίζουν από κόσμο . Οι άμαξες που κουβαλούν τους κουδουνάτους σέρνονται , τα άλογα τα βαστούν από τα γκέμια και από στιγμή σε στιγμή , κινδυνεύεις να τυφλωθείς από τις φασόλες και τα κουφέτα !

               Εβραίοι με κοφάκια γεμάτα έχουν στήσει σε κάθε γωνιά το πρόχειρο μαγαζάκι που αγοράζει ο κόσμος με λαχτάρα το εμπόρευμά τους για να πετροβοληθεί , να γελάσει και από τα μπαλκόνια που λυγίζουν από το βάρος και από τ’αμάξια που αργοπερπατούν και από το δρόμο ,  στήνεται μεγάλος πόλεμος .

               Έτσι βραδιάζει , όλοι γυρίζουν σπίτι των και μόνον μέρες έπειτα , στους στρωμένους δρόμους γλιστράς και παραπατείς από τις φασόλες που έχουν σχηματίσει ένα δάκτυλο στρώμα επάνω από τις πέτρες .

               Αλλά δεν τελειώνουν εδώ οι αποκριές . Μετά το θάψιμο των μακαρονιών της Καθαρής Δευτέρας , ύστερα από το εξοχικό γλέντι είναι και το Mardgras του οποίου την εικόνα αδυνατώ σα σας δώσω γιατί έβρεχε πολύ την ημέραν εκείνη .

               Είναι ξημερώματα της Καθαρής Δευτέρας και γυρίζω από το μπαλ-μασκέ του Νιου-κλαμπ . Μπροστά στο σπίτι επάνω στα δέντρα , λυπητερά κράζουν οι δεκοχτούρες το παραπονετικό τους τραγούδι : - Δεκοχτώ ! Δεκοχτώ !

               Πως μ’εκρύωσε το τραγούδι αυτό και πως έσβυσε με μιας , όλη την ευχαρίστηση που εκουβαλούσα από την στολισμένη σάλα με τόσα ζωντανά λουλούδια , στην έρημή μου κάμαρα !

 

             Λογοτεχνικές αναζητήσεις Β.Π.            ¨ Εστία ¨ - 14/2/1895     

                   

          

Δεν υπάρχουν σχόλια: