Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2007

Στου Όθωνα τα χρόνια

Ο Θεόδωρος Βελλιανίτης (1863-1934) εσπούδασεν φιλολογίαν, κατόπιν επεδόθη στη λογοτεχνία και δημοσιογραφία. Άφησε τεράστιο λογοτεχνικό έργο. Σ' χρονογράφημα του στην εφημερίδα "Ελεύθερος Τύπος", 28-8-1916, με τίτλο "Μάϊφαρτ" αναφέρεται στου ΌΘωνα τα χρόνια:

"... Η Ελλάς υπό τον ζυγόν των Τούρκων δεν ηδυνήθη να παρακολουθήση τας νεωτέρας προόδους εις τας τέχνας και εις τας επιστήμας. Εστερείτο απείρων πραγμάτων, τα οποία δεν είχον εισαχθή εις το βίον. Ο Καποδίστρια ευρεθείς προς τοιαύτης εημιάς πρακτικών γνώσεων εν Ελλάδι, εσκέφθη ν' αποστείλη μερικούς νέους να σπουδάσουν τέχνας εις την Αυστρίαν και την Ελβετίαν. Ο Όθων ενέκρινεν ότι λυσιτελέστερον ήτο να μετακαλέση τοιούτους πρωτοτεχνίτας εκ Βαυαρίας, οι οποίοι να διδάξουν τους υπηκόους του τας τέχνας ταύτας.

Πόσοι δεν ήλθον τότε! Αρτοποιοί, κλειθροποιοί, σαγματοποιοί, σιδηρουργοί, ράπται, βιβλιοδέται, επιπλοποιοί και λοιποί άλλοι τεχνίται, οίτινες εδίδαξαν τα τέχνας των εις τους Έλληνας. Οι πλείστοι εξ αυτών παρέμενον εις την Ελλάδα και μετά την ψήφισιν του Συντάγματος ακόμη, ότε απηλάθησαν οι στρατιωτικοί Βαυαροί. Το περίεργον δε είναι ότι και ούτοι είχον συμμεθέξει της "επαναστάσεως εκείνης και έτρεχον έχοντες επί κεφαλής τον Καλλέργην και ζητούντες σύνταγμα παρά του Όθωνος.

Ο Ροδόλφος Μάϊφαρτ ήτο Βαυαρός, ελθών πολλά έτη κατόπιν της ελεύσεως του βασιλέως Όθωνος εις τας Αθήνας. Ήτο εξ εκείνων οίτινες ήρχοντο όπως διδάσκουν τέχνας, αϊ οποίοι δεν ήσαν εν χρήσει πρότερον εν Ελλάδι. Ήλθε να οιδάξη την βιβλιοδετικήν, πολλοί δε εκ του εργαστηρίου του εξήλθον βιβλιοδέται. Οπωσδήποτε ο Μάϊφαρτ δεν παρέμεινεν επί μακρόν βιβλιοδέτης. Το κατάστημα του ευρίσκέτο κατ' αρχάς εις την οδόν Ερμού, εκεί παρά την πάλαιαν οικίαν του Γεωργίου Σκουζέ, ένθα το πασίγνωστον τότε καθ' όλην την Ανατολήν Τραπεζιτικόν γραφείον του. Το κατάστημα του Μάϊφαρτ μετά την εμφάνισίν του απετέλεσε μίαν κοινωνικήν πρόοδον. Αντί των μικρών, των εβραϊκών, των ευθυνών και πρωτοτύπων αντικειμένων, άτινα επρομήθευε εις την πρωτεύουσαν αντικείμενα από τη βιομηχανία της υαλουργίας και του σιδήρου. Ο Μάϊφαρτ είναι ο πρώτος εισαγαγων αντικείμενα τοιαύτης φύσεως, έχοντας καλλιτεχνικήν αξίαν.

Τότε κατά πρώτον εφάνησαν πλαίσια εξ ορειχάλκου επιχρυσωμένα, ανθοδόχαι έχουσαι βάσεις καλλιτεχνικώς γεγλυμμένας, ωρολόγια με αγαλμάτια, σάκκοι ταξειδίου εκ μαροκινού δέρματος, αλλά αντικείμενα της δερματουργικής Βιομηχανίας και άλλα τινά είδη εκ χαλκού, τα οποία τόσον ωραία και τόσον καλλιτεχνικά ήσαν, ώστε ζήτημα είναι αν ευρίσκη τις σήμερον πλέον παρόμοια, ότε η τέχνη δια της Γερμανίας έλαβε την οδόν των ευθυνών και του χυδαίου εμπορίου.

Ο Μάϊφαρτ κέρδιζεν αφθόνως τουλάχιστον όσων ήτο δυνατόν από μίαν πόλιν μικράν, της οποίας η κοινωνία ήτο τότε πτωχή και εδυσκολεύετο να διακρίνη την διαφοράν των αντικειμένων της τέχνης, άτινα εξέλεγεν ο Μάϊφαρτ μεταβαίνων εις Παρισίους κατ' έτος, από εκείνα τα οποία έφερον εις Νυρεμβέργης οι πλανόδιοι ίσραηλίται, οι περιφέροντες τα κάνιστρά των με τους μαστραπάδες των. Οι δύσκολοι όμως χρόνοι δεν ήργησαν να φθάσουν. Ο Μάϊφαρτ δαπανών ασώτως, δεν εσυλλογίσθη ότι θα ήρχοντο και αϊ ισχναί αγελάδες του ενυπνίου του Φαραώ. Τα μέσα περιωρίσθησαν και η στενοχώρια δεν εβράδυνε να κρούση την θύραν του. Αι Βιεννέζες δεν τον επλησιαζων, αλλ' ο βίος του γλεντζέ παρέμεινεν εις αυτόν ως έξις αθεράπευτος. Ενεφανήσθει τότε επί σκηνής η Ζανδαρά, μία πολύπειρος τραγουδίστρια του καφέ-σαντάν και ήρχισε μετ' αυτής έρωτας. Η Ζανδαρά είχε διασαλεύσει τας φρένας της Αθηναϊκής νεολαίας. Κάθε νύκτα οι νέοι των Αθηνών την "έπνιγον" εις την σαμπάνιαν. Ενίοτε το μικρόν της πέδιλον εχρησίμευεν ως κύπελλον, εξ ου ερρόφων τον αφρίζοντα οίνον οι αφρόντιστοι νεανίαι της εποχής εκείνης. Αλλοτε πάλιν η "σεμνή" Ζανδαρά εχόρευεν επάνω εις την Τράπεζαν χορούς άσεμνους και γυμνή καθώς ήτο, την έλουον με σαμπάνιαν. Ακριβώς τότε ήτο η εποχή καθ' ην η πηγή των εκατονταφράγκων του Μάϊφαρτ είχε στερεύσει. Έτρεχε και αυτός όπισθεν της Ζανδαράς, αλλ' ως παρακεντές και ως διασκεδάζων αυτή και τους φίλους της.

Ο Μάϊφαρτ επιστρέψας προσωρινώς εις Μόναχον, πλησίον της χρηστής συζύγου του, μιας καλοκάγαθης Βαυαρίδος, απήλθε πράγματι το επόμενον έτος εις Βιέννην προς εξεύρεσιν άλλης. Οικονομικοί λόγοι τον εξηνάγκασαν και πάλιν να επιστρέψη εις Μόναχον. Εκεί τον βρήκε ο θάνατος, πτωχόν και άσημαντον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: