Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Τελευταίο αντίο...

 Θέλω να ευχαριστήσω την Ασπα πού μού ζήτησε, κάτι πού και εγώ ήθελα, να πώ δυό τελευταία λόγια χαιρετώντας για πάντα τόν Γιώργο, τον φίλο μου απο τα παιδικά χρόνια.
   Μού είναι βέβαια τελείως βαρύ και άβολο νά μιλήσω γιά τον Γιώργο καί όχι, όπως μέχρι και πρίν λίγο καιρό, με τον Γιώργο.

   Σάν τελευταίο αντίο, λοιπόν, διάλεξα ένα σύντομο οδοιπορικό στο παρελθόν μαζί του. Είμαι σίγουρος οτι θα τόν χαροποιούσε αφάνταστα. Είναι όμως αφόρητα δύσκολο να κλείσεις μια ζωή 50 χρόνων σε δυό λόγια, σε μιά ομιλία λίγων λεπτών, όταν, τέτοιες στιγμές, ο λόγος αδυνατεί να παρακολουθήσει τον νού στο ξέφρενο ξετύλιγμα τής ταινίας τής ζωής.

    Μιάς ζωής, μιάς φιλίας που ξεκίνησε στις αρχές τής δεκαετίας τού ’60 στίς αίθουσες καί στό προαύλιο τού Β’ Γυμνασίου τής γενέτειράς μας, του Βόλου. Τήν εποχή πού τα ιδανικά και τα όνειρα ήταν αντιστρόφως ανάλογα τής σχολικής υποδομής και δέν είχαν σάν στόχο μιά θέση κάπου αλλά τήν γνώση, τήν επιτυχία, τήν καταξίωση. Ισως και ν’ άχαμε επηρεαστεί απο τον ρομαντισμό τής εποχής και αγγιχτεί πιότερο απο τήν Καβαφική Ιθάκη πού μελετούσαμε.

   Ετσι, δέν περιοριζόμαστε στίς μαθητικές απαιτήσεις τού σχολείου, αλλά ξεχνοιώμαστε λύνοντας ασκήσεις γεωμετρίας τού περιοδικού Ευκλείδης καί τών Ιησουϊτών ή κάνοντας πειράματα χημείας στο αυτοσχέδιο εργαστήριο με μαυροπίνακα (μουσειακό είδος πλέον) πού ο Γιώργος είχε έγκαταστήσει στήν αυλή τού σπιτιού του, παρά τίς κάποιες αντιρρήσεις τής αξιαγάπητης και με αίσθηση του χιούμορ μητέρας του, τής κυρίας Κατίνας. Ο πρόωρος χαμός της λίγο πρίν από τις εισαγωγικές μας εξετάσεις τόν κλόνισε αφάνταστα αλλά δέν τον λύγισε, μπήκε στο Πανεπιστήμιο. Ακόμα ηχούν στ’ αφτιά μου τα τελευταία της λόγια σ’ εμένα, πού αγαπούσε ιδιαίτερα, μέρες πρίν φύγει απ’ τήν ζωή ‘Ράλλη, νάστε πάντα φίλοι με τόν Γιώργο’΄. Καί έτσι κι’ έγινε. Μείναμε παντοτινοί φίλοι.

  Εύχομαι κι’ ο Νικολάκης, πού τού ‘λαχε να βιώσει στήν ίδια ηλικία ανάλογη εμπειρία με εκείνη τού πατέρα του, να φανεί εξίσου δυνατός με ‘κείνον και πείσμων και να προοδεύσει στήν ζωή του κρατώντας τον ζωντανό στήν ψυχή και το μυαλό του, καθώς τού πρέπει.

  Η επαφή με τον Γιώργο δεν σταμάτησε τα χρόνια τών σπουδών αν και ήμαστε σε διαφορετικές πόλεις. Διατηρούσαμε αλληλογραφία (δέν είχαμε κινητά τότε) και τα καλοκαίρια βρισκόμαστε περισσότερο διασκεδάζοντας, απολαμβάνοντας τίς ομορφιές τού Βόλου, όπως συνήθιζαν οι Βολιώτες φοιτητές (η πόλη μας δέν είχε πανεπιστήμιο τότε), μα καί συνεχίζοντας τις συζητήσεις μας για τούς στόχους και τα ενδιαφέροντά μας.

  Μετά την αποφοίτησή μας, η φιλία μας στάθηκε καί πάλι αφορμή να βρεθούμε μαζί για περίπου δύο χρόνια στο πανεπιστήμιο πού ημουν εγώ, εργαζόμενοι ώς ερευνητές και οι

δυό, σε έδρα Φυσικής αυτός, σε έδρα Τηλεπικοινωνιών εγώ. Εκείνα τα χρόνια, για κάποιο διάστημα μάλιστα συγκατοικήσαμε, δυνάμωσαν τήν φιλία μας καθώς βρεθήκαμε ώριμοι πια να εργαζόμαστε σε συναφείς θέσεις και στήν ίδια πόλη.        Είχαμε την δυνατότητα να ξαναμοιραζόμαστε όνειρα (πού ήταν αρκετά μεγάλα για να μήν χάνονται απ’ το βλέμμα μας όταν τα κυνηγάμε), φιλοδοξίες και εμπειρίες (όπως και παλιά σαν μαθητές), καθώς και το πηγαίο, ποιοτικό χιούμορ μεταξύ μας, που πάντα εξομάλυνε τίς όχι και τόσο σπάνιες συγκρούσεις μας.      Αξέχαστα τα ‘τσιμπούσια’ στα ρετιρέ πού έμενε, καθότι ήταν λάτρης τού καλού φαγητού και τής μαγειρικής (όπου η Φυσική έπαιζε βέβαια τον ρόλο της), τα οποία ήταν αφορμή για ατέλειωτες επιστημονικές, φιλοσοφικές συζητήσεις έχοντας υπόβαθρο μεγάλη ποικιλία κλασσικής μουσικής, πού ήμαστε λάτρεις.

  Τα χρόνια όμως αυτά ήταν και αποφασιστικής σημασίας για τα περαιτέρω βήματα σταδιοδρομίας του στο εξωτερικό, γιατί φεύγοντας εγώ για τη θητεία μου στο Ναυτικό, ο Γιώργος αναχωρεί για μεταπτυχιακά στήν Αγγλία. Εδώ φαίνεται ο γνήσιος και αγνός χαρακτήρας του, πού τον οδηγεί στο κυνήγι τού ονείρου και οχι τού χρήματος, πού είχε ήδη αρχίσει να εξασφαλίζει άνετα με παράλληλη φροντιστηριακή δραστηριότητα, αλλά πού πάντα θεωρούσε μέσον για τήν εξασφάλιση τής ποιότητας πού αναζητούσε και όχι αυτοσκοπό. ‘Απο τούς δυό δρόμους που ανοίγονταν στο δάσος, αυτός πήρε το δρόμο πού είχε πατηθεί πιο λίγο, κι΄αυτό τα άλλαξε όλα’, όπως λέει ο ποιητής.

  Απομακρυνόμαστε σχετικά πάλι για κάμποσα χρόνια, εκείνος στήν Αγγλία καί εγώ πίσω στήν θέση μου στο πανεπιστήμιο μετά το Ναυτικό, για να ξανασυναντηθούμε πλέον στο Λονδίνο, όταν εγώ έρχομαι με τήν γυναίκα μου, τήν Αγγέλικα, αρχικά με εκπαιδευτική άδεια για να μείνουμε τελικά μόνιμα. Την εποχή αυτή ο Γιώργος γνωρίζεται με την Ασπα (Ασπάκι όπως συνήθιζε να την αποκαλεί) και ζητάει απο τον καλύτερο φίλο του να τούς παντρέψει. Ετσι στη φιλία μας προστίθεται και η κουμπαριά.

  Τα χρόνια στο Λονδίνο δέν ήταν, βέβαια, το ίδιο ανέμελα όπως τά τής Ελλάδας. Οι διαφορετικές επαγγελματικές υποχρεώσεις, οι μεγάλες αποστάσεις, οι απορρέουσες απο τα διαφορετικής ηλικίας παιδιά μας δεσμεύσεις, δέν επέτρεπαν τήν τόσο συχνή, όσο θα θέλαμε, επαφή. Ομολογώ οτι αυτός διαμαρτύρονταν περισσότερο γι’ αυτό˙ εγώ ήμουν προικισμένος με τήν ψευδαίσθηση τής αιωνιότητας.

  Παρ’ ολα αυτά, οι οικογενειακές πλέον συναντήσεις μας, συνοδευόμενες πάντα απο καλό φαγητό, μεγάλη δόση χιούμορ και υπέροχη μουσική, παρέμεναν εξίσου απολαυστικές και δεν στερούνταν φρεσκάδας. Οι ατέλειωτες συζητήσεις μας είχαν ήδη εμπλουτισθεί και με τα καινουργια ενδιαφέροντα τού φίλου μου για αντίκες και παλιά βιβλία. Η λατρεία του για την φύση, δεινός κηπουρός άλλωστε απο μικρό παιδί, τον οδήγησε στήν απόκτηση τού εξοχικού του (cottage ή ‘κοτέτσι’ όπως το αποκαλούσε χαριτολογώντας), πού κυριολεκτικά λάτρευε και αποτελούσε καταφύγιο για τούς τρείς τους απο τήν πίεση τής μεγαλούπολης.

  Παρά τίς τόσες προτροπές του να τούς επισκεφθούμε εκεί, δυστυχώς, ποτέ δέν τά καταφέραμε.

  Ομως πολύ νωρίς η υγεία του άρχισε να τον προδίδει. Τα διάφορα προβλήματα, ερχόμενα το ένα μετά το άλλο, ήταν σά να δοκίμαζαν τήν αντοχή του και τήν θέλησή του για ζωή. Και ο αγώνας του να κρατηθεί ήταν απαράμιλλος. Στο κράτημα αυτό βοήθησε αφάνταστα το καμάρι του, ο Νικολάκης, που, ακολουθώντας τα χνάρια τού πατέρα του (για φυσικός), τού έδωσε νόημα μέσω τής συμβολής του στήν προετοιμασία του ακόμη και στίς τελευταίες του μέρες˙ τού πρόσφερε, με άλλα λόγια, ένα Νιτσεϊκό ‘γιατί’ να ζεί, όταν όλα σχεδόν είχαν χαθεί.

 Ακόμη και στα τελευταία του στάδια έκανε σχέδια για διακοπές και προσπαθούσε να μιλάει για τα συνηθισμένα μας ενδιαφέροντα καί να αντλεί δύναμη και κουράγιο από τις πάντα με χιούμορ πλαισιωμένες συζητήσεις μας. Δέν θα ξεχάσω φορές πού μιλούσαμε στο τηλέφωνο και γελούσαμε κοντά μία ώρα ενώ οδηγούσα.     Και ξέρω οτι ήταν γι’ αυτόν κάτι περισσότερο απο φάρμακο. Οπως δέν θα ξεχάσω και τα τελευταία του παραπονεμένα λόγια (δέν τον είχα δεί για καιρό λόγω ταξειδιών μου) ‘καλά ρε σύ, δέν σκέφτεσαι οτι μπορεί να φύγω και να μη με δεις;’ στα οποία απαντώντας επιστρατεύοντας και πάλι χιούμορ απέσπασα το τελευταίο του γέλιο. Μετά τίποτε άλλο. Επειτα απο λίγες μέρες, ενα πρωϊνό τηλεφώνημα τής Ασπας οτι ο ‘Γιώργος έφυγε’.

Αγαπημένε μου φίλε Γιώργο, το ταξείδι σου δυστυχώς τελείωσε γρήγορα και αφήνεις πίσω σου κι εμάς άπνοους και φτωχούς χωρίς την δική σου παρουσία.    Ξέρε όμως οτι ‘Η Ιθάκη δέν σε γέλασε, σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι. Χωρίς αυτήν δέν θάβγαινες στόν δρόμο’. Κι’ όλοι όσοι απο κοντά παρακολούθησαν τον δρόμο σου μέχρι το τέλος κατάλαβαν ‘Ιθάκες τι σημαίνουν’.

              

                                           Ράλλης Παπαδημητρίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: