Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Το κλάμα της φώκιας


                                                         Το κλάμα της φώκιας
           Ο φαροφύλακας τράβηξε τα δίχτυα στη βραχώδη ακτή , όπως έκανε κάθε σούρουπο
Τριάντα χρόνια τώρα . Σήμερα ήταν ασυνήθιστα βαριά . Έδεσε πρώτα τη μικρή του   βάρκα
Στον μοναδικό κάβο της στενής πέτρινης προκυμαίας και ύστερα πάσχισε να ανασύρει    τα   
Δίχτυα .
         Ξανοιγόταν με το χάραμα στα ανοικτά να ρίξει τα δίχτυα και ύστερα με το λιόγερμα τ
μάζευε. Μια μονότονη τακτική συνήθεια που του εξασφάλιζε φρέσκο ψάρι     για     το
τηγάνι του . Και τι άλλο νάκανε … Μόνος του σ’αυτό το βράχο μια ολόκληρη ζωή . Ο χρόνος
είχε ρίξει βαριά την άγκυρά του σ’αυτό το θαλασσοδαρμένο ξεροτόπι .  Όμως δεν παραπονιόταν . Το είχε διαλέξει . Κι εξάλλου μόνο τρία χρόνια έμειναν βγει στη σύνταξη.
να ξαναγυρίσει στο αγαπημένο του ψαροχώρι , στον Αγιόκαμπο , στους στεργιανούς, στον
Πολιτισμό, στη ζωή του , που είχε γλισττρήσει μέσα  από τα χέρια του . Έτσι απόψε θα
έτρωγε τα ψάρια , θα άναβε το φάρο , θα έπινε από το τσίπουρο που κόντευε να τελειώσει
και θα κοιμόταν . Ανέβασε με κόπο τα δίκτυα . Η θάλασσα άρχισε να βρυχάται . Τα σύννεφα είχαν κρύψει το φεγγάρι και ρουφούσαν αχόρταγα το λιγοστό φως της ημέρας που χανόταν πια .  Θα ήταν δύσκολη νύκτα . Μέσα στα λιγοστά ψάρια , τυλιγμένο στα φύκια σάλευε ένα κήτος . Προσπάθησε να δει καλύτερα με το φανάρι του . Καθάρισε τα δίκτυα και τα φύκια , δεν ήταν κήτος , ήταν … πισωπάτησε ταραγμένος , σταυροκοπήθηκε .
Το κορίτσι είχε μακριά μαλλιά , που κάλυπταν το γυμνό της στήθος .  Αλλά εκεί σταματούσε
κάθε ομοιότητα με άνθρωπο . Από τη μέση και κάτω μια ουρά ψαριού γεμάτη λέπια που
Ασημογιουάλιζαν στο φως του φαναριού , χτυπιόταν στη βάρκα προσπανταθώντας να ελευθερωθεί  . Την πήρε αγκαλιά και τράβηξε για το υπόγειο του φάρου . Την απόθεσε  στο πάτωμα αμήχανος  για το τι έπρεπε να κάνει . Έψαξε για μια . κουβέρτα να τη σκεπάσει , όταν η γοργόνα άρχισε να κλαίει . Δεν ήταν κιόλας σίγουρος . Αλλά του φάνηκε  για κλάμα . Ένας μακρύς συριστικός ήχος μέσα από τα δόντια της που έμοιαζε με το κάλεσμα της φώκιας  , μόνο πιο δυνατό , της πιο σπαρακτικό . Έπιασε τα χέρια  της , ήταν παγωμένα . Σαν χέρια νεκρού . Άρχισε να τα τρίβει για να την ζεστάνει . Τα μάτια της κατάμαυρα σαν το σβησμένο κάρβουνο κοιτούσαν απλανή τη νύχτα της θάλασσας που άφριζε λίγα μέτρα έξω από την ανοιχτή ξύλινη πόρτα . Το δέρμα της χλωμό σαν κέρινο και το κλάμα της διαπερνούσε τα αυτιά του και δεν έλεγε να σταματήσει . Έριξε κούτσουρα στο τζάκι κι άναψε μεγάλη φωτιά για να τη ζεστάνει . Έξω η νύχτα σκέπασε τα πάντα . Η θύελλα που ερχόταν από νωρίς είχε ξεσπάσει . Τα αγριεμένα κύματα τσάκιζαν στα βράχια την ορμή τους . Ο άνεμος ούρλιαζε απειλητικός . Αλλά τίποτε δεν σκέπασε το κλάμα της γοργόνας . Ένα κλάμα που τον παρέλυε . Του έκοβε τα πόδια . Πότε βούλωνε τα αυτιά του , πότε προσευχόταν σιωπηλά στην Παναγία να τον φωτίσει , να τον προστατεύσει και πότε προσπαθούσε να τη ζεστάνει τυλίγοντάς την ασφυκτικά με την κουβέρτα , απωθώντας να την κάνει να σωπάσει . Το κλάμα της σταμάτησε ξαφνικά για μια στιγμή που του φάνηκε  αιώνια . Γιατί αμέσως μετά ξέσπασε  η κόλαση . ‘Ένας εκκωφαντικός ήχος από ξύλα που συντρίβονταν στα βράχια από
Κατάρτια που τσακίζονταν πάνω σε μυτερές  άκρες και από ανθρώπινες κραυγές πόνου .
Ο Φαροφύλακας τινάχθηκε όρθιος , αλλόφρων , ένα κουβάρι σκέψεις συνωστίζονταν στο μυαλό του ποια θα πρωτοβγεί . Πετάχτηκε η πρώτη , η πιο οδυνηρή . Είχε ξεχάσει το φάρο .
Για μία και μοναδική φορά στο βραχονήσι , πέντε ναυτικά μίλια έξω από τη Σκιάθο . Ξεχύθηκε στα βράχια να περισώσει ό,τι μπορούσε . Το καράβι της γραμμής Βόλου – Σκιάθου είχε παρασυρθεί από την καταιγίδα και την έλλειψη της καθοδήγησης του φάρου
και είχε τσακιστεί στα βράχια . Ο φαροφύλακας  , κλαίγοντας από απόγνωση τράβηξε έξω όσους ναυαγούς δεν είχε καταπιεί η μανιασμένη θάλασσα . Ύστερα σαν κάτι να είχε λησμονήσει , έτρεξε ξανά στο υπόγειο του φάρου . Γύρισε το φανάρι του προς τη θάλασσα .
          Η βροχή μαστίγωνε το πρόσωπό του και  ο βοριάς πότισε τα μάτια του με αλάτι και αλμυρό νερό , αλλά σε μια αναλαμπή του φάνηκε πως την είδε … Καταδυόταν αργά στο νερό κι αμέσως η φουρτούνα κόπασε . Η θάλασσα γαλήνεψε . Δεν την ξανάδε πια .
          Ο φαροφύλακας δικάστηκε για αμέλεια και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλακής , για τις ζωές που χάθηκαν . Αλλά και όταν βγήκε , ποτέ δεν ηρέμησε . Καθόταν  ανήσυχος τα βράδια στις ακτές . Μέχρι το τέλος της ζωής του , ένα χειμωνιάτικο βράδυ είπε στους φίλους του : ¨ Το ακούτε το κλάμα της γοργόνας ; ¨ . Και μπροστά στα απορημένα βλέμματά τους , ανοίχθηκε στο πέλαγος με τη μικρή του βάρκα . Και κανείς δεν ξανάκουσε γι’ αυτόν .   
Η άβυσσος που τον καλούσε από εκείνο το μοιραίο βράδυ του ναυαγίου , τον τράβηξε στην αγκαλιά της .      

        Λογοτεχνικές αναζητήσεις.      Β.Π . –  Βόλος  6/8/2018                  .



Δεν υπάρχουν σχόλια: