Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

                             Ένας ξένος στο χωριό μας

           Ο ξένος ανέβαινε το καλντερίμι με αργά και σταθερά βήματα . Πίσω απ’τις κεντητές κουρτίνες των παραθυριών πολλά γυναικεία μάτια προσπαθούν να διακρίνουν , να μαντέψουν ποιος ήταν και που πήγαινε . Οι πόρτες άνοιγαν πίσω του για να ξανασκουπιστεί το πεντακάθαρο κεφαλόσκαλο και να ριχτεί μια τελευταία ματιά , πισώπλατα , στον περίεργο επισκέπτη . Τον έβλεπαν ν’ανεβαίνει και στην πάνω στροφή του καλντεριμιού , να κοντοστέκεται  μπροστά στη ρούγα του σπιτιού της συγχωρεμένης Ματούλας . Ο ξένος έβγαλε με αργές κινήσεις απ’το σακίδιο την φωτογραφική μηχανή του και φωτογράφισε πρώτα το λιμάνι από ψηλά κι ύστερα το πεντάκλειστο σπίτι με τη χορταριασμένη αυλή και τη ροδιά . Για πολλή ώρα στροβίλιζε το βλέμμα του πάνω , κάτω , δεξιά , αριστερά σαν κάτι ν’αναζητούσε . Τέλος , έκανε τον κατήφορο και ξαναγύρισε στο λιμάνι .
          Στο αντάμωμα με τις γειτόνισσες στην αυλή της κυρά Μάχης δεν βγήκε κανένα νόημα . Τα αινίγματα δεν ξεκαθαρίστηκαν . Πως ξεφύτρωσε ο ξένος στο χωριό ; Γιατί κοντοστάθηκε στο σπίτι της Ματούλας ; Γιατί το φωτογράφισε ;
         Η κυρά-Μάχη στήριζε όλες τις ελπίδες της στον άνδρα της τον Κωνσταντή . Ψιλικατζής στο λιμάνι ο Κωνσταντής , τα ΄βλεπε , τ’άκουγε , τα μάθαινε όλα . Όλος ο ντουνιάς , ντόπιος και ξένος θα περνούσε αναγκαστικά από το στέκι του για τσιγάρα , για ξυραφάκια , για καραμελικά , για κουβέντα . Τοπικό πρακτορείο ειδήσεων .
         Το βράδυ η κουβέντα άρχισε δειλά γιατί ο Κωνσταντής ήταν κουρασμένος :
       -Ένας ψηλός , καλοντυμένος πέρασε προς τα πάνω , Κωνσταντή μου . Φωτογράφισε το σπίτι της Ματούλας . Κόμπιασε για λίγο η κυρά-Μάχη και συνέχισε :
      -Ποιος νάταν ; Τι ήθελε ;
      -Δεν τον γνώρισες ; Αποκρίθηκε νευρικά ο άνδρας της . Ήταν ο Γιωργής , ο γιος της . Είχε πολλά χρόνια να πατήσει στο χωριό . Από τότε που έριξε πέτρα πίσω του , πικραμένος , μόνο μια φορά φάνηκε . Στην κηδεία της μάνας του .
     -Καλά λες , κάτι μου θύμισε η φτιαξιά του , συνέχισε η Μάχη . Τον θυμάμαι από μια σταλιά παιδί . Μετά πήγε στη Σχολή της Ύδρας και βγήκε καπετάνιος . Τι λεβεντονιός ! Μετά δεν ακούστηκε . Ποιος ξέρει πρόκοψε ;
    -Πρόκοψε και παραπρόκοψε ! Δεν τον είδες με τι λουσάτο πλεούμενο ήρθε ; Είναι το δεξί χέρι από έναν εφοπλιστή στον Πειραιά , βεβαίωσε ο Κωνσταντής .
   -Και πως μας θυμήθηκε ξαφνικά μετά από τόσα χρόνια ; Ξαναρώτησε η Μάχη .
  - Ήρθε για να γράψει την περιουσία του στο Αννιώ , την εξαδέλφη του . Πήγαν χθες στο συμβολαιογράφο , υπέγραψαν και έφυγε . Δεν θέλει φαίνεται να έχει καμιά σχέση , κανένα δεσμό με το χωριό . Με το στανιό                                                           μας γύρισε την καλημέρα . Τέτοιο πείσμα δεν ματάγινε , έκλεισε ο Κωνσταντής .
    - Το βιογραφικό του Γιωργή ήταν πια συμπληρωμένο . Η κυρά-Μάχη , η παλιότερη στη γειτονιά , έπλεξε θηλιά-θηλιά τα παλιά που ήξερε με τα καινούργια που έμαθε . Την άλλη μέρα στην πέτρινη πεζούλα της αυλής της , οι γειτόνισσες έμαθαν από το στόμα της όλη την ιστορία του .
      -Ο Γιώργος μοναχοπαίδι , είχε χάσει τον πατέρα του στη θάλασσα και ζούσε με την μάνα του την κυρά Ματούλα . Μεγάλωνε , ψήλωνε , ονειρευόταν να γίνει ναυτικός , να ταξιδεύει . Να δει τα μακρινά μέρη που του χε περιγράψει ο πατέρας του . Να δει αν οι περιγραφές του ήταν αληθινές ή αν τις φούσκωσε για να εξάψει τη φαντασία του . Πρώτος στο σχολείο , πρώτος στη Σχολή καπεταναίων , άρχισε να ταξιδεύει στο πέλαγος της ζωής . Τότε μπήκε στο πρώτο λιμάνι . Την αγκαλιά της Όλγας , της κόρης της Σμυρνιάς . Η μάνα του στραβομουτσούνιασε , αλλά δεν μπόρεσε να τον ξαγκιστρώσει . Ο Γιωργής , αξιωματικός πια στο εμπορικό ναυτικό , όταν έπαιρνε άδεια , τις μέρες του τις μοίραζε ανάμεσα στη μάνα του και στην Όλγα . Δυο εδώ και δυο εκεί . Τα καλούδια του τα πήγαινε κατ’ευθείαν στην Όλγα , που τον είχε σκλαβώσει . Το σπίτι της είχε γίνει Παριζιάνικο .
          Αραιές οι άδειες , πυκνοί οι πόθοι ! Κάποιο απόγευμα , αφού άλλαξε η βάρδιά του στο καράβι , στον Πειραιά σκέφθηκε να κάνει ευχάριστη έκπληξη στην αγαπημένη του . Αλλά ξαφνιάστηκε  ο ίδιος . Έφτασε νύχτα στο χωριό και τράβηξε ίσια στο σπίτι της , στην άκρη του χωριού . Τη βρήκε αγκαλιά με το φίλο του το Νικολό !
          Οι σφουγγαράδες τον βρήκαν την επαύριο μισοπνιγμένο στα νερά του Μαυρολίθαρου . Γλύτωσε απ’τον πνιγμό . Δεν θεραπεύτηκε , όμως , απ’τη μαχαιριά της Όλγας και του φίλου του . Μόλις συνήλθε , με πληγωμένο εγωϊσμό , ματωμένη την καρδιά , έφυγε προδομένος και ντροπιασμένος . Μάταια η μάνα του πάσχισε να τον σταματήσει . Δεν ξαναγύρισε παρά μόνον μια φορά . Να την χαιρετήσει ξαπλωμένη .
        -Τα τωρινά τα μάθατε , συμπλήρωσε η κυρά-Μάχη . Ύστερα σηκώθηκε απ’το πεζούλι , έκανε ένα βήμα , κοντοστάθηκε , γύρισε προς τις φιλενάδες της και πριν αρχίσει να απλώνει την μπουγάδα της , αναστέναξε :
           - Τα πάθια , τα πάθια κυβερνάν τον κόσμο !     ¨
              Μανώλης Γκαγκάκης - Ζαγορά Πηλίου – Ιούνιος 2013
                  
                                                                                                                                                                                                                     
           


Δεν υπάρχουν σχόλια: