Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

                                Οι μουρμουράδες

          Όποιον και να ρωτούσες να σου διαλέξει τον ησυχότερο , τον ηρεμότερο άνθρωπο του χωριού , θα σου απαντούσε χωρίς κομπασμό . Ο Παντελής της Τριανταφυλλιάς . Μετρημένος , αργομίλητος , σωστός . Κανένας , ποτέ , δεν τον είχε ακούσει να σηκώνει τη φωνή του στο καφενείο , ούτε για τα κομματικά . Κανένας δεν τον είχε ακούσει να κατσαδιάζει τη γυναίκα του ή την κόρη του . Στο σχολείο , μικρό , τον φώναζαν Ηρεμία . Έμπαινε στη μέση στους παιδικούς καυγάδες και συμβούλευε : Ηρεμία ! Το ίδιο βεβαίωναν κι όσοι δούλευαν μαζί του στα καράβια .
          Τώρα ο Παντελής ήταν , για λίγο , ξέμπαρκος για να δει το σπίτι του , να περιποιηθεί τα περβόλια του , ν’ασπρίσει το καλύβι του , να ρωτήσει τους δασκάλους για την προκοπή της κόρης του , να δώσει κουράγιο στη μάνα του , στη γυναίκα του .
          Συμμάζεψε όλες τις δουλειές του και λογάριαζε σε καναδυό βδομάδες να ξαναπάρει το δρόμο προς τον Πειραιά , για τη θάλασσα . Λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο . Γιατί η γυναίκα του η Λισαβή , μια τσιλιγγρή γκρινιάρα , του το ξέκοψε. ¨ Δεν θα πας πουθενά ! Δεν θα παλεύω μοναχή με τρία νοικοκυριά !¨ .
           Η Λισαβή για δεύτερο νοικοκυριό μετρούσε της ηλικιωμένης πεθεράς της , της κυρά-Τριανταφυλλιάς , που επισκεπτόταν μια φορά τον μήνα και για τρίτο του πατέρα της και της μάνας της .
       ¨Τελεία και παύλα !¨ , αγρίεψε . Και πρόσθεσε ένα σωρό δικαιολογίες . ¨ Το κορίτσι μεγάλωσε και θέλει προσοχή , βιός έχουμε , γιατί να θαλασσοδέρνεσαι με το σαπιοκάραβο…¨
      
        Το άσχημο με τον Παντελή ήταν ότι δεν είχε κανέναν για στήριγμα . Η κόρη του παπαγάλιζε το τροπάριο της μητέρας της, η μάνα του σιωπούσε , σαν να παιρνε το μέρος της νύφης της , τα πεθερικά εναντίον του . Εκτός απ’αυτά ήρθε κι η απειλή: ¨ Αν μπαρκάρεις θα πάρω το Μαριώ και τα πράματά μου , θα κλειδώσω το σπίτι και θα πάω στη μάνα μου! ¨
        Μέρες τώρα όλοι έβλεπαν τον Παντελή να βολτάρει μόνος του στην παραλία . Πάλευε ανάμεσα στεριά και θάλασσα . Τη στεριά δεν μπορούσε να την αφήσει , μια δε σκόπευε να διαλύσει τη φαμίλια του . Τη θάλασσα την αγαπούσε από νήπιο.
Δεν τόλεγε η καρδιά του να την προδώσει . Θαλασσινός πάππου προς πάππου . Τελικά για φέτος συμβιβάστηκε να μείνει στη στεριά . Ειδοποίησε την εταιρεία του να ψάξει για αντικαταστάτη .
         Θα μείνω μόνος για μια χρονιά στη στεριά , ανακοίνωσε στο Κυριακάτικο τραπέζι καθώς κατέβαζε την τελευταία γουλιά του Λημνιώτικου κρασιού . Θα σας κάνω το χατίρι . Η γυναίκα του , αντί να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει , τον αποπήρε όπως η δασκάλα το μαθητούδι της : ¨ Το κατάλαβες ακουμπέτ !¨
         Ο Παντελής δεν ήταν άνθρωπος του καφενέ και της ταβέρνας . Τις Κυριακάδες μετά τον σχολασμό της εκκλησίας , σταματούσε να πιει έναν μέτριο και να κουβεντιάσει με τους φίλους του . Στη χάση και στη φέξη τραβούσε κανένα ποτηράκι στου μπάρμπα – Μίμη , αν είχε καλό μεζέ . Τη μέρα του κουτσογέμιζε με κλαδέματα , φυτέματα , ποτίσματα , μαστορέματα . Του περίσσευε ώρα τα βραδινά . Δεν άντεχε , όμως , να κλείνεται στο σπίτι ακούγοντας τις γκρίνιες της γυναίκας του . Πνιγόταν . Αποφάσισε , λοιπόν , να ακολουθήσει το παράδειγμα του μαστρο-Κωνσταντή . Τι σύμπτωση ! Κι αυτός είχε πολυλογού γυναίκα , την Ασπασιώ . Έτσι έγινε μουρμουράς .
         Έκοψε το ψηλότερο καλάμι απ’τη ποταμιά . Το καθάρισε , το ξέρανε στον ήλιο . Αρμάτωσε πεταχτάρι με ψιλή μεσινέζα , περαστό μολυβάκι και ψιλά αγκίστρια . Μόλις σουρουπώνει κατεβαίνει με το καρεκλάκι του και τα σύνεργά του και πιάνει θέση πιο πέρα απ’τον Κωνσταντή στη μεγάλη αμμουδιά . Μαλαγρώνει σπασμένα μύδια και ψαρεύει μουρμούρες απ’τη στεριά . Όταν είναι πεινασμένες γεμίζει το κουβαδάκι του . Αλλά και χορτασμένες νάναι δεν τον πολυνοιάζει . ¨ Θέλει ας τσιμπήσουν , θέλει ας μη τσιμπήσουν , μονολογεί . Απολαμβάνει την ησυχία του . Του αρκεί να απλώνει τη ματιά του στο πέλαγος καθώς η μέρα σκατζάρει βάρδια με τη νύχτα , να ξεχωρίζει τ’αλαργινά φώτα των καραβιών που κρατούν την ρότα τους στη όστρια , να φαντάζεται ένα ναύτη ακουμπισμένο στην κουπαστή να νοσταλγεί τη στεριά , να ρουφάει το βραδινό αεράκι που κατεβαίνει απ’ το βουνό ανάμικτο με το άρωμα των σπάρτων και του μέλεγου .
          Κανένας δεν διαβάζει τις σκέψεις του . Τις μαντεύει μόνο το φεγγάρι που ρίχνει κρυφές ματιές μέσα απ’τα ξεφτισμένα σύγνεφα του βραδινού ουρανού και χαμογελάει ειρωνικά .


Μανώλης Γκαγκάκης – Ζαγορά Πηλίου – Ιούνιος 2014 

Δεν υπάρχουν σχόλια: