Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Κολύμπησε Γιβραλτάρ – Μαρόκο

Ένας Βολιώτης κολυμβητής μεγάλων αποστάσεων, ο 24χρονος Γιώργος Χαρχαρής, έγραψε ιστορία στη κολύμβηση πραγματοποιώντας τον διάπλου του Γιβραλτάρ σε χρόνο 2 ώρες και 16 λεπτά, μια επίδοση κατά 22 λεπτά βελτιωμένη από το προηγούμενο ρεκόρ που κατείχε ο Ντέιβιντ Τσεχ με 2 ώρες και 38 λεπτά.

Η αποστολή που είχε αναλάβει ο Βολιώτης αθλητής, ήταν τρομερά δύσκολη. Έπρεπε να διανύσει μια θαλάσσια διαδρομή 17 χιλιομέτρων, από Γιβραλτάρ μέχρι Μαρόκο, μέσα από τα μεγάλα κύματα και τα ισχυρά ρεύματα των στενών.

Αγωνίστηκε, πάλαιψε με τα στοιχειά της φύσης για τα φτάσει στο τέρμα και να σημειώσει Παγκόσμιο Ρεκόρ.

Η 24 Αυγούστου 2009, είναι η πιο μεγάλη μέρα της ζωής του, για τον Γιώργο Χαρχαρή. Το ¨πέρασμα του Γίβραλτάρ¨ θεωρείται από τα δυσκολότερα του κόσμου. Και αυτός τα κατάφερε με το πείσμα του και τις ακατάβλητες σωματικές του δυνάμεις .

Θερμά συγχαρητήρια Γιώργο, νάσαι καλά και βάλε ¨πλώρη¨ για νέες επιτυχείς εξορμήσεις.

Τριάντα λέξεις χωρίς το σίγμα

Η τηλεόραση και το Διαδίκτυο μας βομβαρδίζουν , καθημερινά, με τηλεοπτικά κουΐζ και διαγωνισμούς γνώσεων, με χρήματα και δώρα για τους νικητές.

Αν πάμε μερικές δεκαετίες πίσω, τα πράγματα ήταν πολύ ¨φτωχά¨ και λίγες οι ευκαιρίες, για τους κατόχους γνώσεων.

Θυμάμαι, τότε, στις δεκαετίες του 50 και του 60, που κυριαρχούσε στη ζωή μας ο κινηματογράφος και το ραδιόφωνο , ελάχιστες ήταν οι ραδιοφωνικές εκπομπές , που μας συγκινούσαν και είχαν ενδιαφέρον.

Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Κώστας Παναγιωτόπουλος, γνωστός και ως BAR-BAR , σε συνέντευξή του, αφηγείται :

¨Θυμάμαι , όταν ήμουν μαθητής γυμνασίου, δεκαετία του πενήντα, ο Γιώργος Οικονομίδης στο ραδιόφωνο, μαζί με τον Ντίνο Πρετεντέρη, σ’έναν διαγωνισμό για τους ακροατές, έθεσαν τον όρο να βραβεύσουν ένα έμμετρο κείμενο μέχρι 30 λέξεις χωρίς το γράμμα σίγμα. Έστειλα και εγώ το δικό μου, που έχει ως εξής :

¨Μπράβο Γιώργο Οικονομίδη, μπράβο Ντίνο Πρετεντέρη,
που με άφθονο το ξύδι και με χιούμορ ολοένα,
πάντα φέρνετε το κέφι , όχι με μπαγιόν και ντέφι,
μα μονάχα με την πένα ¨.

Ήμουνα 15 ετών τότε. Πήρα το πρώτο μου βραβείο χίλιες δραχμές και ένα πίνακα ζωγραφικής.

Στο ίδιο έργο θεατές

Θα πρέπει να ήταν σε μεγάλες στιγμές έμπνευσης και δημιουργίας, ο Αντώνης Ανδρικάκης στους στίχους, ο Γιώργος Νταλάρας στη μουσική και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου μαζί με τον Γ. Νταλάρα στο τραγούδι, όταν το έτος 1991 κυκλοφόρησαν σε δίσκο το τραγούδι με τίτλο : ¨ Στο ίδιο έργο θεατές¨.

Είναι ένα τραγούδι διαχρονικό, που μιλάει στις καρδιές των ανθρώπων, ένα έργο που παίζεται κάθε μέρα και θα επαναλαμβάνεται όσα χρόνια κι αν περάσουν :

¨Στο ίδιο έργο θεατές

χαμένης νύχτας εραστές

με μια κιθάρα στης Αθήνας τον εξώστη

από το σήμερα στο χτες

της απουσίας φοιτητές

με έναν ήχο στη ψυχή ναυαγοσώστη.



Ο,τι ακούω να ακούς

μέσα σε κόσμους μυστικούς

θ΄ανακαλύψεις μια πατρίδα ξεχασμένη

παραδομένη στους καιρούς

και σε πελάτες πονηρούς

σε συμπληγάδες μια ζωή παγιδευμένη.



Στο ίδιο έργο θεατές

εσύ κι εγώ τραγουδιστές

φανατικοί της πιο φευγάτης εξουσίας

οι ήχοι μας διαδηλωτές

και τα στιχάκια εμπρηστές

αυτό το έργο είναι παιχνίδι φαντασίας



Σενάριο χωρίς πλοκή

της ιστορίας εμπλοκή

αυτά τα χρόνια που χρεώθηκες να ζήσεις

με ποια τραγούδια να σωθείς

με ποιους δικούς σου να βρεθείς

με ποιαν αλήθεια τώρα πια να μαρτυρήσεις.



Θα βρούμε αλλιώτικους ρυθμούς

στου τραγουδιού μας τους γκρεμούς

θα περπατήσουμε κι απόψε ακροβάτες

μέσα από λόγια και λυγμούς

της εποχής μας τους χρησμούς

θα ξεχωρίσουμε απ΄τις οφθαλμαπάτες.



Στο ίδιο έργο θεατές εσύ κι εγώ τραγουδιστές

φανατικοί της πιο φευγάτης εξουσίας

οι ήχοι μας διαδηλωτές

και τα στιχάκια εμπρηστές

αυτό το έργο είναι παιχνίδι φαντασίας



Στο ίδιο πάντα σκηνικό

και στης ψυχής τον πανικό

απόψε πνίγομαι χρειάζομαι αέρα

θέλω ν’αρχίσω από δω

αλλιως τα πράγματα να δω

να πω στον κόσμο μια δική μου καλησπέρα.

Ένας παρεξηγημένος Έλληνας

Ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης ήταν Έλληνας στρατιωτικός και ο πρώτος διευθυντής της Αθήνας. Γεννήθηκε το 1833 στο Αγρίνιο και πέθανε το 1900 στην Αθήνα. Καταγόμενος από Σουλιώτικη οικογένεια κατατάχθηκε στο στρατό το 1848 ως στρατιώτης, όπου γρήγορα προήχθη σε αξιωματικό του πεζικού. Έλαβε ενεργό μέρος στην Κρητική επανάσταση του 1866 και διέπρεψε σε ανδραγαθίες. Το 1893 όταν συστάθηκε η στρατιωτική αστυνομία , διορίστηκε με το βαθμό του ταγματάρχη Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών, αφήνοντας άριστες εντυπώσεις από πλούσια σε αριθμό περιστατικά, κατά τον διωγμό των τότε κουτσαβάκηδων που μάστιζαν το κέντρο της Αθήνας.

Η δράση του αρχίζει το 1892, όταν η Κυβέρνηση Χαρ.Τρικούπη αποφάσισε να δώσει ένα γερό πλήγμα στους κουτσαβάκηδες του Ψυρή και γενικά της Αθήνας. Ο Μπαϊρακτάρης επικεφαλής μιας κουστωδίας επιλέκτων ευζώνων , εισέβαλε στις ταβέρνες και τα καφενεία , συνελάμβανε τους κουτσαβάκηδες και στη συνέχεια τους εξευτέλιζε. Τους συγκέντρωνε στο προάυλιο της αστυνομίας δίπλα στην πλατεία Κλαυθμώνος , και με την απειλή του βούρδουλα τους ανάγκαζε να σπάσουν τα όπλα τους με σφυρί και αμόνι. Όλα τα σπασμένα ( μαχαίρια, κάμες,πιστόλια) πουλιούνταν στο δημοπρατήριο για παλιοσίδερα. Μετά από τα όπλα εξευτελίζονταν οι άνθρωποι. Ένας αρχάριος κουρέας τους έκοβε το δεξί μανίκι του σακακιού, το ζωνάρι και τη μύτη των παπουτσιών του, τα μουστάκια και τις αφέλειες. Μετά απ΄αυτό , οι πιο ζόρικοι στέλνονταν στις φυλακές και σε περίπτωση υποτροπής , τιμωρούνταν με τον βαρύ βούρδουλα του σκληρού Μπαϊρακτάρη. Το μαστίγωμα αυτό θεωρούνταν ο έσχατος εξευτελισμός .

Το 1897 φέροντας τον βαθμό του συνταγματάρχη ονομάστηκε ταξίαρχος και με την κήρυξη του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 μετέβη στην Άρτα, όπου σε ταχύτατο χρόνο συγκρότησε ολόκληρη ταξιαρχία με δυνάμεις πεζικού, μηχανικού, πυροβολικού αλλά και ιππικού, καθώς και δύο τάγματα χωροφυλακής και αστυφυλακής, περίπου 7.000 αξιωματικοί και οπλίτες. Με τη δύναμη αυτή και με τη βοήθεια μιας ακόμη ταξιαρχίας, του Γκολφινόπουλου, συνήψε την τριήμερη μάχη του Γριμπόβου, από 30 Απριλίου μέχρι 2 Μαΐου 1897, κατά την οποία και διακρίθηκε για την ανδραγαθία του, περιτρέχοντας την πρώτη γραμμή του πυρόε και εμψυχώνοντας τους άνδρες του.

Αποστρατεύτηκε στις 10 Μαρτίου του 1900 προαχθείς σε υποστράτηγο, όπου και πέθανε λίγους μήνες μετά.

Αναμνήσεις από το BBC

Ένας Έλληνας δημοσιογράφος της διασποράς, ο Γιώργος Αγγέλογλου, βρέθηκε στο ¨τιμόνι¨ της Ελληνικής Υπηρεσίας του BBC, σε νεαρά ηλικία, από την πρώτη μέρα της λειτουργίας του, την 28η Σεπτεμβρίου 1939, μέχρι την παραίτησή του το 1957. Στο βιβλίο του ¨Εδώ Λονδίνον , καλησπέρα σας¨, που εκδόθηκε στα αγγλικά το 2003, διατρέχει 18 κρίσιμα χρόνια τόσο για την Υπηρεσία, όσο και για την Ελλάδα, την Κύπρο και τον κόσμο. Η αφήγησή του έχει την μορφή ημερολογίου και περιέχει πληθώρα σημαντικών στιγμών, ένα μέρος των οποίων παρατίθεται στο παρόν σημείωμα :

¨Προσελήφθην στις 10 Σεπτεμβρίου 1939, με μισθό 389 στερλινών το χρόνο και βρέθηκα επικεφαλής της Ελληνικής Υπηρεσίας η οποία αποτελούνταν από έξι εργαζόμενους, τέσσερις άνδρες και δύο γυναίκες. Ήμουν μόνον 25 ετών , χωρίς προηγούμενη εμπειρία στο ραδιόφωνο και με μια μητρική γλώσσα την οποία δεν χρησιμοποιούσα σε συνεχή βάση από τότε που είχα το πατρικό μου σπίτι στο Κάϊρο οκτώ χρόνια νωρίτερα.

Έτσι στην αρχή της νέας μου απασχόλησης ένιωθα κάπως ανασφαλής μεταξύ ανθρώπων που είχαν σπουδάσει στα ελληνικά και εκ των οποίων ο ένας ήταν ανταποκριτής δύο Αθηναϊκών εφημερίδων. Όμως οι πιέσεις και οι κίνδυνοι του πολέμου και το καλοπροαίρετο προσωπικό, μου έκαναν τις πρώτες μέρες στο BBC ευχάριστες και ενδιαφέρουσες.

Το γραφείο μας είχε τον αριθμό 309 και βρισκόταν στον τρίτο όροφο του ραδιομεγάρου του BBC. Αυτός ήταν ο όροφος των διευθυντών. Δύο πόρτες πιο πέρα ήταν τα γραφεία του γενικού διευθυντή και του προέδρου του BBC. Συναντήσαμε μια μέρα τον γενικό διευθυντή. Ήταν ευγενικός και είπε : ¨ Α, είστε Έλληνες. Είναι ωραίο να έχω τους απογόνους του Αριστοτέλη και του Περικλή δίπλα μου. Ξέρετε, σπούδασα κλασική φιλολογία ¨.

Αποφασίσαμε διάφορους τρόπους εισαγωγής των προγραμμάτων μας και καταλήξαμε στο πιο απλό εύηχο ¨Εδώ Λονδίνο, καλησπέρα σας¨. Μια γλυκιά κυρία από την Πελοπόννησο μας έστειλε ένα πολύ συγκινητικό γράμμα. Κάθε βράδυ έγραφε, μαζευόμαστε γύρω από το ραδιόφωνο και ακούμε την εκπομπή σας. Τη στιγμή που μας καλησπερίζετε, απαντούμε λέγοντας : Καλησπέρα γιε μου, ευχόμαστε στο θεό να σας έχει καλά .

Ένα βράδυ, μια ομάδα εργαζομένων στην Ελληνική Υπηρεσία, πήγαμε σε ένα φημισμένο παμπ, κοντά στο ραδιομέγαρο. Μιλούσαμε ελληνικά και φυσικά τραβήξαμε την προσοχή του κόσμου. Επειτα από μερικά λεπτά, ο ιδιοκτήτης μας πλησίασε και χαμογελώντας μας είπε : ¨Πρέπει να πω ότι είμαστε όλοι πολύ περήφανοι για σας τους Έλληνες. Είστε πρωταθλητές στη μάχη και επιτρέψατέ μου να σας κεράσω ένα ποτό για τα κατορθώματά σας επί του Μουσολίνι ¨. Σε εκείνο το σημείο ήρθαν και άλλοι πελάτες και σε λίγα λεπτά όλοι όσοι ήταν στο παμπ είχαν υψώσει το ποτήρι τους στην υγεία του ελληνικού στρατού και του ελληνικού λαού ¨ .

Ένα βράδυ πήγαινα βιαστικά στο στούντιο για την εκπομπή. Είχα αργήσει και είχα ξεχάσει να ελέγξω τον αριθμό του στούντιο, ο οποίος άλλαζε συχνά την τελευταία στιγμή . Πήγα στο συνηθισμένο, έσπρωξα την πόρτα για να ανοίξει και προς έκπληξή μου, μπροστά μου, στεκόταν η μονολιθική μορφή του στρατηγού Ντε Γκολ, με τη στολή της Ελεύθερης Γαλλίας και το σταυρό της Λωραίνης στο πέτο …

¨Όταν εξήγησα ποιος ήμουν το πρόσωπο του Ντε Γκολ φωτίστηκε. Μου έσφιξε το χέρι και μου είπε : ¨Α, υπέροχοι Έλληνες. Πες στους συμπατριώτες σου, όταν βγεις στον αέρα, ότι είναι εξαίρετοι μαχητές. Εμείς οι Ελεύθεροι Γάλλοι τους χαιρετούμε . Είμαστε σίγουροι ότι σύντομα ο Ντούτσε και ο στρατός του θα κολυμπούν στη θάλασσα της Αλβανίας για να σωθούν ¨.

Καθώς ήταν προφανές η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα έφτανε στην ολοκλήρωσή της. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε πως θα αντιδρούσαμε στις αλλαγές που επρόκειτο να γίνουν στο ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας.

Ο Σωτήρης Σωτηριάδης έδωσε την ιδέα να ¨κλέψουμε¨ το σήμα του σταθμού και να το υιοθετήσουμε στις δικές ματαδόσεις. Θα αρχίζαμε δηλαδή όλες τις εκπομπές και με μερικά δευτερόλεπτα του σήματος αυτού θα λέγαμε το ¨Εδώ Λονδίνο, καλησπέρα σας¨ και θα εξηγούσαμε πλέον το Λονδίνο και όχι η Αθήνα θα μιλούσε για λογαριασμό της Ελεύθερης Ελλάδας. Ρωτήσαμε τον πρεσβευτή της Ελλάδος αν συμφωνούσε να κάνει την επίσημη παράδοση του σήματος του ραδιοφωνικού σταθμού της Αθήνας σε μας, στην Ελληνική Υπηρεσία. Ο πρεσβευτής Σιμόπουλος ήταν απόλυτα σύμφωνος. Ήταν μια μεγάλη τιμή για μας, το ότι εμπιστεύτηκαν το σήμα στη Ελληνική Υπηρεσία για την περίοδο κατά την οποίαν η Ελλάδα θα ήταν υπό τον Χίτλερ και τις δυνάμεις του.

Έτσι από την μέρα εκείνη μέχρι την Κυριακή 5 Νοεμβρίου 1944, αρχίζαμε τις εκπομπές και με τον ¨τσομπανάκο¨ το σήμα του ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών.

Έχω ένα υπέροχο και συγκινητικό αναμνηστικό από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, που έγιναν στο Λονδίνο το 1948. Είναι το Ολυμπιακό σήμα, που φορούσε στο σακάκι του ο μαραθωνοδρόμος Στέλιος Κυριακίδης. Μετά τους αγώνες το έβγαλε από το σακάκι του και μου το έδωσε λέγοντας :

¨ Κύριε Γιώργο, θα θέλαμε εσείς και η Ελληνική Υπηρεσία να πάρετε αυτό το σήμα εις ένδειξιν της εκτίμησης και των ευχαριστιών μας για τον θαυμάσιον τρόπον με τον οποίον υποδεχθήκατε την Ολυμπιακή μας ομάδα ¨.

Η άφιξη της Μαρίας Κάλλας , στο Μπους Χάουζ, στην Υπηρεσία μας, προκάλεσε μεγάλο αναβρασμό. Ήταν μια μέρα μετά τον θρίαμβό της στο ¨Κόβεντ Κάρντεν¨, με τη ¨Νόρμα¨ του Μπελίνι, τον Νοέμβριο του 1952. Κατά κάποιο τρόπο, φαίνεται, πως όλοι στο Μπους Χάουζ είχαν μάθει ότι θα ερχόταν, για να δώσει συνέντευξη στην Ελληνική Υπηρεσία και για αρκετή ώρα κόσμος ήταν συγκεντρωμένος στην είσοδο και στους διαδρόμους περιμένοντας την άφιξή της. Η Μαρία μετά τη συνεντευξή της δήλωσε ότι ¨όλα πήγαν καλά¨ και της άρεσε να ακούει τον εαυτό της να μιλάει ελληνικά. Ο αποχωρισμός ήταν συγκινητικός. Η Μαρία έδινε αγκαλιές και φιλιά στα μέλη της Ελληνικής Υπηρεσίας, όταν ξαφνικά ο Μενεγκίνι τότε σύζυγος και ατζέντης της, ήρθε σε μένα και μου έσφιξε το χέρι πολύ ζεστά : ¨ Κύριε διευθυντά, είπε, χθες το βράδυ η Μαρία ήταν η μεγάλη σταρ. Σήμερα το απόγευμα είναι επίσης μια όμορφη Ελληνίδα θεά, η οποία μίλησε για την Ελλάδα. Ευχαριστούμε το BBC ¨.

Πάνω από 200 Έλληνες συνεργάτες, μέχρι το 1959, πέρασαν από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC. Όλοι έφεραν μαζί τους τον ενθουσιασμό και τις ατομικές ικανότητές τους. Και όταν έφυγαν, πήραν μαζί τους κάποιες από τις παραδόσεις, που προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε : Την συνεργασία, την αλληλεγγύη, την αφοσίωση στην αλήθεια και την ακούραστη επιδίωξη του να γίνεσαι καλύτερος.

Ο Γιώργος Αγγέλογλου πέθανε στις 3 Νοεμβρίου 2001 .

Ενας γέρος

Μία μετά τα μεσάνυχτα. ΄Εχω αϋπνίες. Δεν μπορώ να κλείσω μάτι. Πάω στη βιβλιοθήκη μου. Παίρνω τυχαία ένα βιβλίο. Είναι ¨Ποιήματα Κ. Καβάφη¨. Το ανοίγω. Διαβάζω :

Ένας γέρος

Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ΄ένας γέρος,
με μια εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια,
που είχε και δύναμη, και λόγο, κ’εμορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ, το νοιώθει. Το κυττάζει,
κ’εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό. Τι διάστημα μικρό.

Και συλλογιέται η φρόνησις πως τον εγέλα,
και πως την εμπιστεύνταν πάντα – τι τρέλλα ! –
την ψεύτρα που έλεγε : ¨Αύριο. Έχεις πολύν καιρό ¨.

Θυμάται ορμές που βάσταγε και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώση
κάθε ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

…Μα απ’το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίστηκε κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι ¨.

Μου άρεσε το ποίημα. Και το κυριώτερο , μου δημιούργησε διάθεση ύπνου για τη συνέχεια της βραδιάς.

Μάνα κουράγιο

Με αφορμή την καθιερωθείσα διεθνώς, να πραγματοποιείται, κάθε δεύτερη Κυριακή Μαΐου γιορτή για τη Μητέρα, αφιερώνω το παρακάτω κείμενο από το έργο ¨Μάνα κουράγιο¨, του Γερμανού συγγραφέα Μπέρτολτ Μπρεχτ (1989-1936) :

¨Από τότε που υπάρχει ανθρωπότητα υπάρχουν και ¨Μάνες κουράγιο¨. Αυτό το νόημα υπογραμμίζει σε τούτο το πιο σημαντικό του έργο. Γραμμένο το 1938 – 1939 , όταν ο χιτλερισμός κυριαρχούσε στη Γερμανία, είναι ένα χρονικό του τριακονταετούς πολέμου (1618-1648), όπως το χαραχτηρίζει ο ίδιος ο Μπρεχτ.

Μια περιθωριακή μικροεμπόρισσα σέρνει τον αραμπά της, ακολουθώντας τα στρατεύματα στα πεδία της μάχης, για να πουλήσει στους στρατιώτες ρακί, λουκάνικα, σαλάμια, άρβυλα και άλλα μικροπράγματα, για να ζήσει αυτή και τα τρία παιδιά της.

Είναι πανέξυπνη, πανούργα με απίστευτο λαϊκό χιούμορ και σαρκασμό, με πλούσιο ερωτικό παρελθόν, παμπόνηρη, κυνική, ευαίσθητη, θυμόσοφη, θαρραλέα, συμφεροντολόγα. Ό,τι είναι οι λαϊκές γυναίκες που βλέπουμε στις λαϊκές αγορές και στα πανηγύρια να πουλάνε την πραμάτεια τους.

Αυτή η μάνα έχει μεγάλο κουράγιο, τερατώδες ένστικτο επιβίωσης και μάχεται όχι για υψηλές αξίες, αλλά για να επιβιώσει.

Τα τρία παιδιά της σκοτώνονται κάθε φορά που εκείνη λείπει για δουλειές. Ο τυροκόμος, που γίνεται ταμίας ενός στρατηγού χάρη στην άδολη τιμιότητά του, σκοτώνεται από στρατιώτες , γιατί αρνείται να τους παραδώσει το ταμείο, που του έχουν εμπιστευτεί, αλλά και γιατί η Μάνα κουράγιο χρονοτριβεί μέχρι να πληρώσει ολόκληρο το ποσόν εξαγοράς της ζωής του.


Ο Άϊλιφ , που στρατολογείται από νωρίς και επιδίδεται σε όλες τις δυνατές βιαιότητες, που μπορεί να διαπράξει ένας στρατιώτης, αν και προσωρινά επιβραβεύεται γι αυτές, τελικά εκτελείται σε ένα σύντομο διάλειμμα ειρήνης.

Τέλος η μουγγή κόρη της Κάτριν, αντικείμενο χλευασμού για την ασχήμια και την παράταιρη, για εκείνους τους καιρούς ευαισθησία της, πληρώνει με τη ζωή της την τόλμη της, να χτυπήσει το ταμπούρλο, για να ειδοποιήσει την πόλη και την μητέρα της, ότι επίκειται επίθεση από τον εχθρό ¨.

Όσο υπάρχει αυτό το ¨δούναι και λαβείν¨ με τον πόλεμο, αυτός ο ¨διάλογος με τον θάνατο¨, τα παιδιά της θα χαθούν ένα-ένα και θα την αφήσουν μόνη, παντέρημη να σέρνει το άδειο καρότσι της στα ατέλειωτα πεδία, της ατέλειωτης σφαγής…

Σπρωγμένη από την ανάγκη της ζωής, προσπάθησε να ζήσει από τον θάνατο, ώσπου ο θάνατος της αφαιρεί το μόνο φως της ζωής της, τη Μητρότητα…

Στη Κόλαση ή στον Παράδεισο ?

Μια γυναίκα πολιτικός με υπουργεία και πολλές περγαμηνές μια μέρα πεθαίνει.

΄Όταν φτάνει στον άλλο κόσμο,την υποδέχεται ο Άγιος Πέτρος και της λέει :
¨Που θα ήθελες να περάσεις την αιωνιότητά σου, στη Κόλαση ή στον Παράδεισο ; ¨ Εκείνη το σκέφτεται λίγο και λέει : ¨Δεν είμαι σίγουρη¨. Τότε λέει ο Άγιος Πέτρος θα κάνουμε το εξής : ¨Θα περάσεις 24 ώρες στην Κόλαση και 24 ώρες στον Παράδεισο και μετά αποφασίζεις ¨. Η πολιτικός συμφωνεί.

Πάνε, λοιπόν, στην Κόλαση. Εκεί η πολιτικός βλέπει όλους τους πολιτικούς φίλους της, που είχαν πεθάνει να παίζουν γκολφ, να ποντάρουν στο καζίνο, να πίνουν σαμπάνια, να φλερτάρουν με ωραίους άνδρες και πανέμορφες γυναίκες και γενικά να διασκεδάζουν πολύ. Ακόμα και ο Διάβολος ήταν μαζί τους και κάνανε παρέα, λέγοντάς τους τα καλύτερα πρόστυχα και πικάντικα ανέκδοτα. Όλα πολύ ωραία και η πολιτικός περνούσε υπέροχα. Πριν το καταλάβει πέρασαν οι 24 ώρες και ήρθε ο Άγιος Πέτρος να την πάρει, να πάνε στον Παράδεισο.

Ο Παράδεισος ήταν ένα πολύ ήσυχο μέρος με ήρεμη ατμόσφαιρα. Οι άγγελοι έπαιζαν γαλήνια μουσική με τις άρπες και τις λύρες τους, οι φιλόσοφοι μιλούσαν για τη ζωή και τον θάνατο και όλοι μαζί συζητούσαν με τον θεό που ήταν πολύ γλυκός και ευχάριστος τύπος. Η πολιτικός αισθανόταν πολύ όμορφα και πριν το καταλάβει, πέρασαν και αυτές οι 24 ώρες, ώσπου ήρθε ο Άγιος Πέτρος να ρωτήσει τι αποφάσισε τώρα που είδε τα δύο μέρη.

Η πολιτικός έδειξε να το σκέφτεται, πριν τελικά πει : ¨Ο Παράδεισος ήταν πολύ ωραίος και γαλήνιος . Στην Κόλαση όμως ήταν όλοι οι φίλοι μου και διασκέδαζαν πιο πολύ, οπότε θα προτιμήσω την Κόλαση ¨.

Ο Άγιος Πέτρος σέβεται την επιθυμία της και την στέλνει στην Κόλαση. Όμως η Κόλαση ήταν λίγο διαφορετική τώρα. Ένα διαλυμένο μέρος με αποπνικτική ατμόσφαιρα και όλοι οι φίλοι της πολιτικοί δούλευαν στα κάτεργα και κουβαλούσαν τεράστιες πέτρες, ενώ ο Διάβολος ήταν πάνω από τα κεφάλια τους και τους διέταζε συνεχώς.

Η πολιτικός δυσαρεστημένη πάει και τον ρωτά : ¨Τι έγινε εδώ ; Προχθές όλα ήταν τόσο ωραία και όλοι διασκέδαζαν ¨. Και ο Διάβολος της απαντά : ¨Τότε είχαμε προεκλογική εκστρατεία, σήμερα μας ψήφισες !!! ¨

Η οργή, η ανθρωπιά και η ελπίδα

Ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, το μυθιστόρημα με τίτλο ¨Τα σταφύλια της οργής¨, του Αμερικανού συγγραφέα Τζων Στάϊμπεκ (1902-1968) , θα παραμένει όσα χρόνια και να περάσουν, έργο διαχρονικό και επίκαιρο. Γράφτηκε το έτος 1939, με τον Στάϊμπεκ να έχει για ήρωές του όχι τους κατοίκους των αστικών περιοχών, αλλά τους απόκληρους και παραδαρμένους , που δεν είναι άλλοι, από τους μετανάστες και τους φτωχούς αγρότες, που αγωνίζονται το πρώτο μισό του 20ου αιώνα να πετύχουν μια καλύτερη ζωή, σε μια δικαιότερη κοινωνία.

Στα ¨Σταφύλια της οργής¨ ο Στάϊμπεκ αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας φτωχών αγροτών από την Οκλαχόμα, της οικογένειας Τζόουντ, που μετά το κραχ του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, το 1929, και την περίοδο της μεγάλης οικονομικής ύφεσης που ακολούθησε, χάνουν τη φάρμα τους και αναγκάζονται να φορτώσουν τα υπάρχοντά τους σε ένα φορτηγό και να πάνε στη Καλιφορνία, για να δουλέψουν ως εργάτες πλέον στα χωράφια των πλουσίων γαιοκτημόνων της περιοχής. Φτάνοντας εκεί συναντούν πλήθη και άλλων απελπισμένων αγροτών, που έχουν κάνει το ίδιο ταξίδι , με την ελπίδα να ξαναφτιάξουν κι αυτοί τη ζωή τους : να δημιουργήσουν οικογένεια , να βρουν μια σταθερή δουλειά, να μη χάσουν την αξιοπρέπειά τους.

Ζουν σε ένα καταυλισμό, όπου οι ανάγκες είναι τεράστιες και τα αφεντικά τους εκμεταλλεύονται. Εκείνοι τότε οργανώνονται σε συνδικάτο και αναπόφευκτα συγκρούονται με την ιδιοκτησία. Η σύγκρουση είναι εξαιρετικά βίαιη. Ο Τομ Τζόουντ, που είχε καταδικαστεί παλαιότερα για δολοφονία, αλλά ύστερα από ένα διάστημα στη φυλακή πήρε αναστολή για το υπόλοιπο της ποινής του. αναγκάζεται να ξανασκοτώσει κα να ζήσει πλέον ως φυγάς. Αποχαιρετά τους γονείς του, αλλά τη στιγμή που φεύγει λέει πως ό,τι και να συμβεί από εδώ και στο εξής θα αφιερώσει τη ζωή του στον αγώνα υπέρ των πτωχών.

Στο μυθιστόρημα υπάρχει μια σκηνή, που θα μείνει αλησμόνητη, σε όσους θα το απολαύσουν. Εκείνη, στην οποία η Ρόουζ , κόρη του ζεύγους Τζόουντ, θηλάζει έναν πεινασμένο άντρα, σκηνή πού συνοψίζει συνολικά το μήνυμα του Στάϊμπεκ: ¨΄Οσο υπάρχει ανθρωπιά, υπάρχει ακόμη ελπίδα σε αυτόν τον κόσμο ¨.

Μαθαίνουμε κάθε μέρα

Για πότε πέρασαν 3 μήνες, ούτε που το κατάλαβα. Ήταν Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009, όταν 16 άτομα συγκεντρωθήκαμε, εδώ, στη φιλόξενη αίθουσα του 6ου λυκείου Βόλου, για να παρακολουθήσουμε μαθήματα Πληροφορικής, μέσα από το πρόγραμμα του υπουργείου Παιδείας ¨Εκπαίδευση ενηλίκων στις νέες τεχνολογίες¨.

Τα μαθήματα άρχισαν με τους καλύτερους οιωνούς . Σταθήκαμε τυχεροί, γιατί μας έτυχε καθηγήτρια-διδάσκουσα η κ. Ευαγγελία Λιάνου, νέα, με διάθεση για δουλειά και προσφορά. Έτσι το κάθε μάθημα ήταν για μας όχι μόνο ενημερωτικό αλλά και ευχάριστο.

Μάθαμε πολλά. Πήραμε γνώσεις από την επιστήμη της Πληροφορικής χρήσιμες , που θα τις αξιοποιήσουμε στη συνέχεια. Μπήκαμε στο Διαδίκτυο και εκεί γνωρίσαμε ένα μαγικό κόσμο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που βιώνουμε στην καθημερινότητά μας.

Και μαθαίνουμε. Μαθαίνουμε κάθε μέρα καινούρια πράγματα. Αυτό είναι κάτι που δεν μας κουράζει γιατί οι γνώσεις δεν τελειώνουν ποτέ.

Ήρθε η ώρα να αποχωριστούμε αγαπητοί φίλοι και συνάδελφοι. Το πρόγραμμα έφτασε στο τέλος του, μαζί και τα μαθήματα. Προσωπικά αισθάνομαι βαθιά συγκίνηση, που θα πάψουμε να βλεπόμαστε τα απογευματινά της Τρίτης και της Πέμπτης, Τι να κάνουμε. Το τέλος αναπόφευκτον.

Εύχομαι σε όλους καλή υγεία και να είστε καλότυχοι στη ζωή σας.

Έπαυσε δάφνας να γεννά …

Υπήρξαν και χρόνια δύσκολα, ιδίως κατά τον 19ο αιώνα, για τον προφορικό και έμμετρο λόγο, όπως τα περιγράφουν επώνυμοι ποιητές στα πονήματά τους. Θα συναντήσουμε φερ’ειπείν τον Αχ. Παράσχο, όταν διαμαρτύρεται για την απαξίωση της ποίησης σ’έναν κόσμο αλόφρονα και αντιπνευματικό :

¨Της μούσας η βασίλισσα κατηρημώθη πλέον,

ωρφάνευσε του Παρνασσού το άλσος , εξηράνθη.

Έπαυσε δάφνας να γεννά, ως άλλοτε και άνθη,

και μάτην ένδακρυς ζητώ καμμίαν αηδόνα…

Οι ποιηταί ημιτελή και άλλων χρόνων όντα,

νόθοι ανθρώπου και σκιάς, δραπέται των μνημάτων,

καιρός να λείψουν, τι ζητούν νεκροί εις κόσμον ζώντα ;

Θέλομε άρτον…περιττόν το άσμα των ασμάτων !

Στον Γεώργιο Σουρή, όταν αναλογίζεται τας εισπράξεις του πένητος βίου του :

¨Και ο μπαμπάς απέθανεν με δίχως διαθήκην

και τα παιδιά του έψαχναν να εύρουν χαρτζηλίκι,

αλλά δεν ηύραν τίποτε,παρά χαρτιά γραμμένα,

κ’έναν σταυρό καθώς αυτόν, που έδωσε σ’εμένα

ο κύριος Πρωθυπουργός για δόξα και τιμή.

Στον Κ. Παπαρρηγόπουλο, όταν διερρωτάται για τις δυνατότητες του λόγου μεσούντος του θετικισμού :

¨Σχίσε τον χάρτην, σκόρπισε χαμαί και την μελάνην

και θραύσε το κονδύλιον , δεν χρησιμεύουν πλέον,

αν ζώσιν τα μειράκια εις σκότος και εις πλάνην,

τι άγνωστον διέμεινε και τι να είπω νέον ; ¨

Στον Αλέξ. Σούτσο, όταν διαπιστώνει πόσο αλυσιτελές φάρμακο είναι η ποίηση :

¨Χασμούρημα το κάθε τι, ως κι η αθανασία,

οπόταν δεν αισθάνομαι τι θέλω Μαυσωλεία ;

Η ποίησις υπόληψιν μεγάλην κι αν με δώσει,

τι θέλω κατορθώσει ;

Ζωήν αθάνατον ζητών με εναρμονίους ήχους,

μη τάχα δεν γηράσκω ;

Μ’ενύσταξε και ο Παρνασσός , και τώρα, γράφω στίχους,
βεβαιωθείτε χάσκω. ¨

Πασχαλινές ανθολογίες

Από δύο διηγήματα, σχετικά με το Πάσχα, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, μεταφέρω αποσπάσματα γραφής, του μεγάλου των Ελληνικών Γραμμάτων, αείποτε τερπνά και διαχρονικά :

¨Λαμπριάτικος ψάλτης¨
¨…Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή
Άθεος ή οτιδήποτε. Έκαμε το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να επαγγέλεται χάριν πολυτελείας την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά ο Γραικύλος της σήμερον, όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επί άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις το ύψος και φανή και αυτός γίγας. Το Ελληνικόν Έθνος, το δούλον , αλλ’ουδέν ήττον και το ελεύθερον, έχει και θα έχει διά παντός ανάγκην της θρησκείας του.

Τα επ’εμοί ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια Ελληνικά έθη. Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ…¨

¨Εξοχική Λαμπρή¨
¨…Χρόνο με τον χρόνον , όσον γηράσκει τις, κυριεύεται από την επιθυμίαν να ευρίσκεται τας ημέρας αυτάς εις μικρόν χωρίον, να ήκουεν όλας τας ακολουθίας των αγίων εορτών εις εν μικρόν εξωκκλήσιον, όπου να υπήρχεν εις ιερεύς σεβάσμιος, πράος, ενάρετος και εις ψάλτης με ταπεινήν αλλά γλυκείαν φωνήν, δια να αισθανθή όλη την ποίησιν και το κάλλος των εορτών, να δοξάση μετά των προσφιλών του το Πάσχα, ευχόμενος να αξιωθή και του διαρκούς αιωνίου Πάσχα…¨