Πέμπτη 13 Μαρτίου 2008

Η άσπρη τρίχα

Περνάνε τα χρόνια. Ο πανδαμάτορας χρόνος ισοπεδώνει τα πάντα. Οι μικροί του χθες, έγιναν οι μεγάλοι του σήμερα. Έρχονται στιγμές που αναρωτιόμαστε. Γιατί να φεύγουν τόσο γρήγορα τα χρόνια. Ο μεγάλος των Γραμμάτων μας Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940), "μίλησε" κάποτε με τον εαυτό του, σχετικά με το θέμα. Στα χρονογραφήματα του με τον τίτλο "Επίσκεψις" , εφημερίδα "Αστυ" 6-1-1907, γράφει:

"Κατά λάθος, κυττάζων προχθές εις τον καθρέπτη, ανεκάλυψα εις τα γένεια μου μιαν άσπρη τρίχα. Οι άνθρωποι δεν εγνώρισαν αυθαδέστερον επισκεπτών από την πρώτην άσπρη τρίχα. Έρχεται χωρίς να ερωτήσει αν δέχεσθε. Ετόλμησα εν τούτοις να της απευθύνω μερικάς λέξεις.
- Είσθε μόνη; την ηρώτησα.
- Προς το παρόν ναι, αλλ' ακολουθούμαι από αλλάς, αϊ οποίοι θα έρθουν αργότερα.
- Εν τοιαύτη περιπτώσει τι σας εκάπνισε να ερθήτε τόσο νωρίς;
- Διότι πάντοτε η πρώτη τρίχα έρχεται νωρίς. Είναι βραχεία επί στολή ειδοποιούσα τον άνθρωπον ότι θα γηράση, εάν συνέβη να το έχει λησμονήσει. Ακριβώς λαμβανομένου του πράγματος εγώ είμαι τηλεγράφημα, το οποίον στέλλουν οι ρευματισμοί, η ποδάγρα και η γεροντική μωρία δια να πληροφορήσουν ότι έρχονται.
- Και ήτον ανάγκη, αδερφέ, αυτής της πληφορορίας; Μήπως δεν το ξέραμε; Εδώ και μωρά παιδιά γνωρίζουν ότι ο άνθρωπος είναι αστείον κατασκεύασμα, το οποίον ζη τόσο ολίγον, όσον αρκεί να μην εννοήσει διατί ζη.
- Και αφού το ξεύρετε ότι αύριον έρχεται το γήρας, πως ενοχλείσθε που με βλέπετε;
- Ενοχλούυαι διότι βλέπω μίαν έλλειψιν αβρότητος. Η καταστροφή του ανθρώπου είναι σειρά αυθαδειών. Το δόντι πέφτει χωρίς να σας ρωτήση. Ο ρευματισμός έρχεται χωρίς να ρωτήση, αν τον θέλετε η όχι.
Η πρώτη άσπρη τρίχα ενσκήπτει, όπως εσεις, και στρογγυλοκάθεται εις τα γένεια του ανθρώπου, χωρίς να ρωτήση τουλάχιστον "επιτρέπεται;" .
- Εις τους φυσίκους νόμους η κοινωνική αβρότης είναι άγνωστος. Δεν είναι υποχρεωμένοι να ξέρουν την εθιροτυπίαν. Και μην πειράζεσθε παρακαλώ. Εγώ η άσπρη τρίχα, είμαι απεσταλμένος του Υψίστου, φέρον τα διεπιστευτήριά του, και κανείς δεν ημπορεί να με κουνήση από εκεί που κάθομαι. Λοιπόν μην ενοχλείσθε, ή μάλλον μην μ' ενοχλείτε.
- Περ-ντίο, περ-μπάκκο, ως θα έλεγα εάν ήμην Ιταλός. Με απειλείς λοιπόν; Μα δεν υποφέρεσαι. Υπάρχει φονικόν εργαλείον και για σε. Ένα ψαλλίδι μωρέ, που είναι ένα ψαλλίδι! Να σε κόψω να ησυχάσω.
- θα ξαναβγώ;
- θα ξαναβγής; Θα σε κόψω.

Τρεις ναύτες

Σε περιοδικά, όπως και σε εφημερίδες παλιές, καθώς και σε βιβλία περιηγητικά ξένα, βρίσκει κανείς καμιά φορά ελληνικά λαογραφικά αστεία και παράξενα. Το έτος 1915 με νόμο, ιδρύθηκαν τα Γενικά Αρχεία του κράτους. Πρώτος διευθυντής διορίστηκε ο ιστορικός - ερευνητής, Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945). Ο Βλαχογιάννης γράφει για τον διορισμό του:

Το κράτος με κάλεσε σ' αυτή την υπηρεσία, για την ικανότητα που είχα να ψάχνω και να βρίσκω παραπεταμένα σε υπόγεια, σ' αποθήκες, σε μπακάλικα και μέσα στα ίδια τα δημόσια γραφεία, τα γραμμένα κειμήλια της εθνικής ιστορίας. Αφησε τεράστιο ερευνητικό έργο ο Βλαχογιάννης. Στις 5 Μαρτίου 1852 στην "Εφημερίδα του Λαού" εκείνης της εποχής, δημοσιεύεται η ιστορία με τους "τρεις ναύτες". Ο Βλαχογιάννης την αντιγράφει, την διασώζει και μας την προσφέρει στην "ιστορική ανθολογία του":
"Τρεις ναύτες παρουσιαστήκανε σ' έναν καραβοκύρη.
- Έχεις ανάγκη από δουλειά, καπετάνιε; ρωτήσανε.
- Τι ξέρεις του λόγου σου; ρώτησε τον ένα ο καπετάνιος;
- Ξέρω όλους τους ανέμους, από πού φυσάνε.
- Ανέβα επάνω, θέλω έναν τέτοιον σαν κι εσένα... Αμμέ του λόγου τι ξέρεις; ρώτησε τον άλλον.
- Εγώ ξέρω να κάνω το καράβι να ταξιδεύει πρίμα πάντα.
- Είσαι καλός και συ, έλα μέσα... Αμμέ η αφεντιά σου, τι μπορείς να κάνεις; ρώτησε τον τρίτον.
- Εγώ δεν ξέρω, τίποτα άλλο, παρά να βλαστημάω.
- Τράβα το δρόμο σου, δε σε χρειάζομαι, είπε ο καπετάνιος.
- Τότε, είπαν οι άλλοι δυο, και εμείς δεν πιάνουμε δουλειά ή θα πάρεις και τους τρεις ή κανένα.
- Λοιπόν έλα και συ που βλαστημάς.
Μόλις ανοιχτήκανε στο πέλαγο βρήκαν άσκημον καιρό.
- Πού είσαι συ που ξέρεις τους ανέμους. Πες μου, τι άνεμος φυσάει.
- Τώρα ν' ανάψω φωτιά, να δω κατά που ο καπνός τραβάει, και να σου πω.
- Ανάθεμα σε, αυτό είναι όλο που ξέρεις; Ναρθεί ο άλλος που ξέρει να μας δείξει πρίμο τον καιρό. Έρχεται ο άλλος, πιάνει το δοιάκι και γυρίζει το καράβι ολόπριμα και ίσα απάνω σε κάτι βράχια αντικρινά.
- Τι κάνεις αυτού, αναθεματισμένε; Φωνάζει ο καπετάνιος.
- Πρίμα πάω...
- Πρίμα για να μας ρίξεις όξω, που να σε...
- Να βλαστημήσω, καπετάνιε; ρώτησε ο τρίτος.
- Βλαστήμα, να ζήσεις, βλαστήμα όσο μπορείς. Εσύ μονάχα κάτι ξέρεις εδώ μέσα!".

Φθόνος ο παντοτινός

Ερεβώδης ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου. Ελεεινά πάθη κατατρώγουν την εσωτερική ύπαρξη του. Ανηλεής ο πόλεμος μεταξύ "Εκείνου" και "Υπερεγώ", για να χρησιμοποιήσουμε την καθιερωμένη ορολογία του μεγάλου ψυχιάτρου και ψυχολόγου Φρόιντ. Ένα από τα ελεεινότερα πάθη που κατατρύχει δυστυχώς την ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου, παρόλες τις προόδους, τεχνολογική, διανοητική, ηθική, είναι η ζήλια με επόμενη εντονότερη βαθμίδα της, το φθόνο.

Φθόνος είναι η λύπη που νιώθουμε για τα αγαθά που έχει ο άλλος και βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με εμάς. Ο φθόνος δεν θέλει τον άλλο ίσο. Μάχεται την ισότητα, θέλει τον άλλο κατώτερο. Τότε... ηρεμεί ή μάλλον λουφάζει και στο παραμικρό ερέθισμα ξυπνάει περισσότερο επιθετικός και δηλητηριώδης.

Δεν κάνει διάκριση, αν είσαι γνωστός ή άσημος, συγγενής ή φίλος ή ακόμη κι' αδελφός, θε εκτοξεύει τα ιοβόλα βέλη των, για να σε καθηλώσει, να σε υποβιβάσει, ώστε να ησυχάσει. Δεν κάνει διάκριση ούτε στο αντικείμενο των. Είναι ευρύ το μέτωπο σκοποβολής των. Ξεκινάει από τα υλικά αγαθά, αυτά που είναι ο κύριος αντίπαλος του. Εδώ οι μάχες είναι πάμπολλες εκ των μακρόθεν και εκ του συστάδην. Γεννάει τον ανταγωνισμό, τα μίση, τις έχθρες, τις συκοφαντίες, τις δολιότητες, τις συνωμοσίες και ευτυχώς, σ' ελάχιστες περιπτώσεις, τη χαιρεκακία.

Χαιρεκακία είναι η μόνη μορφή του φθόνου που δεν φθονείται. Πέφτεις και τσακίζεις το πόδι σου. Χαίρεται ο χαιρέκακος. Από εκεί και τ' όνομα του. Όποιος φθάνει σ' αυτή τη βαθμίδα σημαίνει πως έχει διεστραμμένο εσωτερικό κόσμο. Φανερώνει ανθρώπινη αγριότητα. Δυστυχώς η ζήλια και ο φθόνος γεννιούνται ανάμεσα στους γνωστούς και τους ομότεχνους. Δεν ζηλεύει, δεν φθονεί κανείς τον άγνωστο και αυτόν που βρίσκεται μακριά. Τον γείτονα και τον συνάδελφο φθονεί.

Γι' αυτό ο ποιητής Ησίοδος είναι διαχρονικός με την περίφημη ρήση του, που εντοπίζει πολύ καίρια το ψυχολογικό - ηθικό τούτο πρόβλημα: "Τέκτων τέκτονι, κεραμεύς κεραμεί, αοιδός αοιδώ αεί κοττέει Δηλαδή: "Ο μάστορας με το μάστορη, ο κεραμοποιός τον κεραμοποιό, ο τραγουδιστής με τον τραγουδιστή, βρίσκονται σε διαρκή οργή" .

Δυστυχώς, παρόλα τα βήματα του πολιτισμού, παρόλη την παιδεία που δέχεται ο άνθρωπος από τα τρυφερά του χρόνια, είναι και θα παραμείνει για πολλά ακόμη χρόνια - βόρβορος.
Απαισιόδοξες οι προοπτικές. Μπορεί να θέλουμε να τα βλέπουμε όλα ευχάριστα, αλλά είναι στιγμές που επιβάλλεται να λέμε την αλήθεια ολάκερη με τα' όνομα της, χωρίς ωραιοποιήσεις.

Έτος με 352 μέρες

Εικοστή ενάτη Φεβρουαρίου. Μια μέρα που περισσεύει στο χρόνο. Η "δις έκτη" μέρα, κατά τους υπολογισμούς του Έλληνα Αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιγένη. Ο Ιούλιος Καίσαρ εύρων σε μέγιστη σύγχυση το χρονομετρικό σύστημα της Ρώμης και ποικιλία συστημάτων ανά τας χώρας της κοσμοκρατορίας, ανέθεσε στον εξ Αλεξανδρείας Σωσίγένων το έργον της μεταρρυθμίσεως. Ο Σωσιγένης υπολόγισε τη διάρκεια του έτους σε 365 μέρες και 6 ώρες και όρισε τα έτη να έχουν 365 μέρες, ενώ σε κάθε τέταρτο έτος να προστίθενται μια ακόμη μέρα, στην "έκτη προ των Καλένδων του Μαρτίου". Έτσι η μέρα αυτή, επειδή μετριόταν δύο φορές, ονομάστηκε "δις έκτη" και το έτος που την περιείχε "δίσεκτο".

Έτσι ξεκίνησε από το έτος 45 π.Χ. το Ιουλιανό Ημερολόγιο. Μέχρι του Ιουλίου Καίσαρος οι Ρωμαίοι μεταχειρίζοντο το ημερολόγιον του Νουμά, το αποκαλούμενον σελήνιακόν ημερολόγιον. Η διάρκεια του εικονίζετο εκ των φάσεων της σελήνης. Με πρωτοβουλίες του Πάπα Γρηγορίου ΙΓ, εισήχθη εις την Δυσιν, το 1582, το "Γρηγοριανόν Ημερολόγιον". Πρώτα στη Γαλλία, το 1584 στη Γερμανία, στην Πολωνία το 1586, στην Ουγγαρία το 1588.
Στις Ορθόδοξες χώρες βράδυνε η εισαγωγή του νέου ημερολογίου.

Στην Ελλάδα έγινε η μεταβολή μετά την 15 Οκτωβρίου 1923. Έτσι από την 15η Φεβρουαρίου "πετάξαμε" ημερολογιακώς στην 1 η Μαρτίου 1923. Αυτό σημαίνει ότι στην Ελλάδα το έτος 1923 ήταν ένα έτος με 352 μέρες, που είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει κανένα ελληνικό πιστοποιητικό γέννησης με ημερομηνία από 16 έως 28 Φεβρουαρίου 1923.

Η μακροβιότητα

Τι να πιστέψει κανείς. Το νεώτερο στίχο που λέει: "Και με τα τόσα βάσανα, η ζωή είναι γλυκιά". Την αλήθεια, που μας διδάσκει ο στίχος του Ομήρου: "Εκείνος, που τον αγαπούν οι θεοί πεθαίνει νέος". Αν σκεφτούμε σοβαρά την περίπτωση, θα καταλήξουμε στο στοχασμό. Η μακροβιότητα είναι η εξαιρετική εύνοια της Φύσεως ή εξαιρετική κάκουργία".
Μέσος όρος δεν υπάρχει.

Οι άνθρωποι, που έζησαν πάνω από εκατό χρόνια, αποτελούν περίεργα φαινόμενα για όλους τους αιώνες. Αυτός είναι και ο λόγος που στο άκουσμα ύπαρξης ενός αιωνόβιου μας καταλαμβάνει περιέργεια και θαυμασμός. Δυστυχώς χάθηκε το σύγγραμμα του αρχαίου εκείνου Φλέγωνος "Περί Μακρόβιων". Θα μαθαίναμε πόσοι περίπου έζησαν πλέον των εβδομήντα ετών, τα οποία ο Σόλων έθετε όρον της ζωής εις την προ Χριστού ιστορικήν περίοδον της ανθρωπότητας.

Από τον Φλέγωνα εσώθη η πληροφορία, ότι ο περίφημος Επιμενίδης από την Κνωσσόν της Κρήτης, που κοιμήθηκε χωρίς να ξυπνήσει καθόλου πενήντα χρόνια, έζησε 157 έτη, αν και οι Κρητικοί λέγουν ότι η ζωή των αρίθμησε 299 ενιαυτούς. Όταν όμως έχουμε υπόψη κάτι που λέγεται για την αδυναμία των Κρητικών "περί το ψευδολογείν", πρέπει να θέσουμε και την πληροφορία τους αυτή για τη μακροβιότητα των Επιμενίδη υπό κάθαρσιν και παραπλεύρως της άλλης εκείνης περί του συνεχούς πεντηκονταετούς ύπνου των.

Αλλά κάπως περιορισμένη η κρητική φαντασία απέναντι της ανατολίτικης των Εβραίων, που μας βεβαιώνουν ότι ο Μαθουσάλας έζησε 999 χρόνια. Η φύσις οπωσδήποτε παρουσιάζει κάθε εποχήν την ιδιοτροπίαν της αυτήν να παρατείνει τη ζωήν μερικών ανθρώπων μέχρι χρονικού διαστήματος, που υπερβαίνει τα όρια του συνηθισμένου.

Έχει όμως την, ιδιοτροπίαν η παράτασις της ζωής να μη γίνεται πάντοτε για ανθρώπους, πού μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικώς για την ανθρωπότητα, αλλά συνήθως για όντα, που αν δεν θεωρούν την ζωήν βάρος, ει'ναι όμως αυτά τα ίδια Βάρος της γης. Μπορεί να σφάλλουμε σκεπτόμενος έτσι, αφού είναι γνωστόν, ότι η Φύσις: "Τα πάντα εν σοφία εποίησεν".

Η νεολαία, εκείνα τα χρόνια

Το "πέρασμα" του από την ελληνική δημοσιογραφία "άφησε εποχή" . Ο λόγος για τον Παύλο Παλαιολόγο. Ήταν ένας "αριστοκράτης" του πνεύματος και της ζωής. Η "παρουσία" του στο "Βήμα" , σε καθημερινή βάση.Ο Παύλος με τα κείμενα του "ζωγράφιζε" τα γεγονότα της καθημερινότητας. Το καλοκαίρι του 1947, σε ένα χρονογράφημα του, κηρύττει το ευαγγέλιο της χαράς και της αισιοδοξίας.

Παρουσιάζει έναν τύπο μεσήλικα, που έχει κατέβει στο Φάληρο, Κυριακή πρωί, με σακάκι, γραβάτα, καπέλο και σιδερωμένο παντελόνι να πέφτει πάνω στη νεολαία που κάνει το μπάνιο της στη Φαληρική ακτή. Ο Παλαιολόγος βάζει τον μεσήλικα που βαδίζει με το βραδυ βήμα της αξιοπρεπούς θλίψεως, να διερωτάται μήπως η νεολαία κατέχεται από αφιλοτιμία, αναισθησία, αμεριμνησία και αδιαφορία. Αλλά φυσικά κάτι τέτοιο δεν υπάρχει και, σε όσους έχουν αυτιά για να ακούνε, οι νέοι και οι νέες προμηνάνε την "ανάσταση" και λένε:

"Ούτε αγνοούμε, ούτε αδιαφορούμε. Την Ιερουσαλήμ κι εμείς την παροικούμε. Πώς ν' αγνοήσουμε; Εμάς αποσπάτε από το θρανίο, από την προετοιμασία ή και από τον έρωτα, για να μας στείλετε στους εμφύλιους σας, που έργο δικό σας είναι. Και φαντάζεσθε πως αγνοούμε; Ούτε αδιαφορούμε. Δεν αδιαφορείτε σεις "που έχετε φάει το ψωμί σας" και αποδίδετε αδιαφορία σε εμάς, που τώρα μόλις ξεκινήσαμε και πρόκειται να σταδιοδρομήσουμε στον τόπο αυτόν, που ματοκυλούν οι κακίες και οι μωρίες σας;".

Μεγάλες αυτές οι αλήθειες που ο Παύλος Παλαιολόγος λέει στους αναγνώστες του. Αλήθειες, που τις περιγράφει με τον πιο ζωντανό τρόπο. Με το δικό του λυρικό ύφος, με εκείνο το ανεπανάληπτο γράψιμο του. Και λέει για τη νεολαία ότι δεν αδιαφορεί, αλλά ατενίζει με αισιόδοξη διάθεση το μέλλον. Δεν περιμένει το έντυπο της κάθε μέρας, δηλαδή την εφημερίδα, για να ρυθμίσει από τους τίτλους των ειδήσεων τον μετρητή της αισιοδοξίας του. Η νεολαία, εκείνα τα χρόνια, υποστηρίζει ο Παλαιολόγος, γελάει γιατί επιταγή της φύσης είναι να μη χάνει μέσα στις θύελλες το γέλιο της. Πηγή του γέλιου της νεολαίας δεν είναι η αναισθησία.

Είναι η πίστη, που έλειψε από τους μεγάλους. Ανήκει και η πίστη στα είδη της νεότητας. Πιστεύοντας ατενίζει με αισιόδοξη διάθεση το μέλλον. "Μόλις πεταχτεί ο νέος απ' το κρεβάτι των αντικρίζει στον καθρέπτη τα μαύρα δαχτυλάκια των κατσαρών του μαλλιών, βλέπει την κόκκινη "περισπωμένη" στα χείλη του, τους κύκλους των πόθων στα μάτια του και ξεχειλισμένος από το σφρίγος, "μαστιγωμένος" από φιλοδοξίες, πολιορκημένος από ανησυχίες, προσδοκίες και όνειρα, ατενίζει τον γαλάζιο ουρανό, αγκαλιάζει τη γαλήνια θάλασσα, κυλιέται στη ζεστή άμμο, μεθάει απ' το φως του ελληνικού ήλιου και ρωτιέται αυτός για τους μεγάλους: πως όταν υπάρχει τόσο κέφι και τόση ζωντάνια πάνω στη γη, πως βρίσκονται άνθρωποι με κατήφεια;

Το επάγγελμα του Χρώστη

Καταγόμενος από παλαιά μεγαλοαστική αθηναϊκή οικογένεια, ο Νίκος Πολίτης, γιος του μεγάλου σκηνοθέτη του Εθνικού μας Θεάτρου Φώτου Πολίτη, μετά τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, ασχολήθηκε με την ποίηση, τη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία.Συνεργάτης, για πολλά χρόνια, της "Καθημερινής", έγραφε τις δεκαετίες του εβδομήντα και του ογδόντα το καθημερινό χρονογράφημα. Ένα δείγμα της δουλειάς του είναι το χρονογράφημα με τίτλο "Χρώστης", στην "Καθημερινή" της 6ης Ιουνίου 1981:

"Η λέξη "Χρώστης" δε βρίσκεται σε όσα τουλάχιστον λεξικά μπόρεσα να ψάξω. Υπάρχει, βέβαια, το αρχαίο ρήμα χρώζω. Στις μέρες μας σημαίνει τον ελαιοχρωματιστή ή μπογιατζή, καμιά φορά και το ζωγράφο. Στην ιστορία αναφέρονται δυο σπουδαίοι χρώστες, ο Αδόλφος Χίτλερ και ο Ουίνοτον Τοόρτσιλ.Ο πρώτος ήταν στα νιάτα του επαγγελματίας και μπογιάτιζε τοίχους, ο δεύτερος ήταν στα γεράματα του ερασιτέχνης και μπογιάτιζε πίνακες. Η θανάσιμη επαγγελματική τους αντιζηλία, οδήγησε την ανθρωπότητα στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Νικώντας ο Τσόρτσιλ δεν άφησε όρθιο τοίχο στη Γερμανία, γι' αυτό και δε σώζεται κανένα από τα έργα του Αδόλφου. Αντιθέτως, στην Αγγλία τα έργα του Ουίνστον εξακολουθούν να έχουν και σήμερα ακόμη σοβαρές επιπτώσεις. Τ

ο επάγγελμα του Χρώστη δεν υποφέρει από πολυμερισμό, γι' αυτό και οι χρώστες διαιρούνται σε δύο κατηγορίες όλες κι όλες. Σε αυτούς που βάφουν τα όσα έχουν συμφωνήσει με τον πελάτη, δηλαδή τα ταβάνια, τους τοίχους, τις πόρτες κ.λπ. Και σ' αυτούς που βάφουν όλα τα άλλα, εκτός από τα όσα έχουν συμφωνήσει με τον πελάτη, δηλαδή τα έπιπλα, τα πατώματα, τους διακόπτες κ.λπ. Από μια πρόχειρη εκτίμηση, που μπορεί ο καθένας να την κάνει, φαίνεται πως πλεονάζουν οι δεύτεροι. Η λαογραφία χρωστά στους χρώστες αρκετές παροιμιώδεις φράσεις. Τις θυμίζουμε στους επιλήσμονες: "Ο Καντάρ παρά, νε καντάρ μπογιά" , που σημαίνει πως η φτήνια τρώει τον παρά. Επίσης, "με βαφές βάφονται τα αβγά" , που υπονοεί ότι με αέρα, έργα δεν γίνονται. Ακόμη "σκούρα είναι τα πράματα" , που αναφέρεται κυρίως στις κρίσιμες στιγμές του Έθνους. Και βέβαια "του μπογιατζή ο κόπανος" , που χρησιμοποιείται όπου δεν υπάρχει τίποτα άλλο πιο πρόχειρο ως σημείο αναφοράς.

Μια πρωτοτυπία που παρατηρείται στους χρώστες είναι ο προϋπολογισμός δαπάνης, που καταρτίζεται άλλοτε με τη βοήθεια της εμπειρίας κι άλλοτε με τη συνδρομή της γεωμετρίας. Στην πρώτη περίπτωση ο χρώστης ρίχνει μια ματιά κι εκσφενδονίζει μια τιμή. Στη δεύτερη εφαρμόζεται το "Πυθαγόρειο Θεώρημα" με μια μικρή βελτίωση. Αφήνουμε, δηλαδή το τρίγωνο, όπου το άθροισμα του τετραγώνου των δύο πλευρών ισούται με το τετράγωνο της υποτεινούσης και πιάνουμε το τετράπλευρο, του οποίου το τετράγωνο του εμβαδού του ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων της τιμής χρώσεως και της αξίας του χρώματος. Όσοι, βέβαια, κατέχουν τη γεωμετρία, μπορεί να έχουν αντιρρήσεις, αλλά τελικά πληρώνουν. Όσοι πάλι δεν την κατέχουν, πληρώνουν κι αυτοί για να μη φανούν αγεωμέτρητοι.

Το ότι οι χρώστες έχουν σπουδαίες γεωμετρικές γνώσεις επιβεβαιώνεται και από πρόσφατες ινδικές πληροφορίες, όπου εκείνος που ζήτησε να ανταμειφθεί με ένα κόκκο σταριού, αυξανόμενο με γεωμετρική πρόοδο 64 φορές, δεν ήταν ο Ινδός επινοητής του σκακιού, αλλά ένας Έλληνας χρώστης, που ξαναχρωμάτισε τον ασπρόμαυρο άβακα του μαχαραγιά, όπου κάποτε ξέβαψε. Και είναι να απορεί κανείς για το πόσο άργησε να αποκαλυφθεί η αλήθεια, αφού από ανέκαθεν ήταν γνωστό, πως οι εφευρέτες πεθαίνουν στην ψάθα, ενώ το πώς πεθαίνουν οι χρώστες παραμένει άγνωστο.

Παλαιότερα στην Αθήνα οι χρώστες μαζεύονταν στην πλατεία της Δημαρχίας. Η επαγγελματική τους εξάρτηση ήταν όλη κι όλη μια μπατανόβουρτσα κι ένας γκαζοτενεκές. Την τεχνική τους όμως κατάρτιση την ανακάλυπτες εκ των υστέρων, εξ ου και το πικρόχολο γνωμικό "Ο άντρας και ο μπογιατζής, μόνο κατόπιν εορτής" ! Σήμερα μαζεύονται εκεί ελάχιστοι, ίσως γιατί δεν είναι πια η πλατεία άνετος χώρος για πολλούς, όπως δεν είναι και η Δημαρχία επαρκής θώκος για λίγους.

Συμπερασματικά τώρα, το επάγγελμα του χρώστη κάτοχωρίζεται στα αξιολογότατα Πρώτον, γιατί είναι ανομολόγητο και δεύτερον γιατί είναι αφορολόγητο. Εκείνο, πάντως που το κάνει μοναδικό είναι αμείβεται στο τετράγωνο, πράγμα που σημαίνει ότι τα κέρδη του ανέρχονται οτον κύβο. Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς δεν θα ήταν μια διέξοδος, καθώς μάλιστα δεν απαιτεί σπουδές, για ορισμένους ανεπιτυχής γόνους επιτυχημένων γονέων, που σχολιάζουν στην Εσπερία.

Πουρνάρι της Λοκρίδος

Το επώνυμον Ευταξίας μας παραπέμπει σε μεγάλες και ιστορικές οικογένειες επιστημόνων και πολιτικών, καταγόμενων από τις περιοχές της Φθιώτιδος και Φωκίδος. Ο Αθανάσιος Ευταξίας (1849-1931) ήταν ένα από τα παιδιά του ιερέως Λουκά Ευταξίου και γεννήθηκε στην Αμφίκλεια-Λοκρίδος. Θεολόγος, πολιτικός, οικονομολόγος, δημοσιογράφος και συγγραφέας διετέλεσε τρεις φορές υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, δύο επί των Οικονομικών και μία Πρωθυπουργός. Την επομένην του θανάτου του Αθανασίου Ευταξία, ο ακαδημαϊκός και δημοσιογράφος Σπύρος Μελάς δημοσίευσε με την υπογραφή "Φορτούνιο" στο "Ελεύθερο Βήμα" της 6ης Φεβρουαρίου 1931, χρονογράφημα με τίτλο "Ου Θανάης".

"Κανείς δεν πίστευε, ότι θα πεθάνη. Ήταν "πουρνάρι" της Λοκρίδος. δαδί από το Δαδί, τύπος μιας γενεάς. Ο Αθανάσιος Ευταξίας, "ου θανάης", όπως τον λέγανε οι συμπατριώτες του, με την οικειότητα της μεγάλης δημοτικότητος, ήταν ογδόντα δύο ετών. Σε μια ηλικία, που άλλοι σέρνονται, αυτός δούλευε ακόμα. Γερό κοτσάν. Χαλκέντερος. Δημοσιογράφος, συγγραφεύς, έχει γράψει και περί ελληνικής μουσικής ακόμα! Ανταποκριτής της "Εφημερίδος της Κολωνίας", βουλευτής, υπουργός της Παιδείας και υπουργός των Οικονομικών, Πρωθυπουργός, γερουσιαστής και πρόεδρος των Επιτροπών της Γερουσίας, ήταν, ως το τέλος, από τους ανήσυχους και αεικίνητους ανθρώπους, που εννοούν, σαν τον αγαθό δούλο της χριστιανικής παραβολής, να επιστρέψουν στον Κύριο, με τόκο και επιτόκιο, το τάλαντο που τους δάνεισε. Η νεκρολογία και ο επίσημος επικήδειος αποχαιρετισμός, που θα του γίνουν σήμερα, θα σας τα πουν αυτά, όλα. Η στήλη του "Φορτούνιο", του χρονογράφου, είναι για τα φαιδρά του πατριαρχικού αυτού τύπου, που θύμιζε, με τη στερεοελλαδίτικη προφορά του, στις Ελληνικές Βουλές και τις Συνελεύσεις, τον αέρα των βουνών.

Είχε σπουδάσει, ως γνωστόν, στη Γερμανία. Ούτε, όμως, τα γερμανικά Πανεπιστήμια, ούτε η ζωή του εκεί, ούτε η μακρά και αποκλειστική διαμονή του στην πρωτεύουσα, μπόρεσε να του ξεριζώσει αυτή την ιδιωματική και χαριτωμένη προφορά. Αυτά τα γερμανικά τα μιλούσε ευζωνιστί: "Ζιέτσεν ζιζιχ, μπίτι!", τον ακούγατε να λέει. Έχει μείνει το φαιδρό ανέκδοτο του χαιρετισμού του με άλλον γερμανομαθή βουνίσιον Βινγκιέτς; "Έτσ, κ'έτσ". Φοιτητής στη Γερμανία είχε μεταφέρει μέσα στη βαλίτσα του τα πάτρια. Και μου διηγήθηκαν κάποτε, δεν ξέρω, αν είναι αληθινό, ότι ένα Πάσχα, θέλοντας να γιορτάσει εκεί κατά τα ελληνικά έθιμα προσκάλεσε Γερμανούς φίλους του να φάνε μαζί το αρνί της σούβλας. Όταν τον είδαν να το σφάζει, να το γδέρνει και να το σουβλίζει μόνος του, αναφέρει ο ανεκδοτολόγος, οι Γερμανοί το έβαλαν με τρόπο στα πόδια και τον άφησαν μονάχο. Δεν παίρνω επάνω μου, εννοείται, αυτή την ιστορία.

Η άλλη όμως της Μακεδονίας είναι αληθινή: "Απλός σπουδαστής είχε καταφέρει μια ομάδα σοβαρών Γερμανών να ενδιαφερθούν για τη Μακεδονία. Έβαλαν στο χέρι ένα κτήμα, νομίζω, με μεγάλη περιοχή και το έκαναν κέντρο απελευθερωτικής προπαγάνδας στους πληθυσμούς. Οι Τούρκοι τα μυρίστηκαν. Ο Ευταξίας κινδύνευσε τη ζωή του,έφυγε κρυφά για την ελεύθερη Ελλάδα. Έτσι παρουσιάζεται σαν πρόδρομος της μακεδόνικης ιδέας, που νικήθηκε αργότερα με άλλες προϋποθέσεις και πλατύτερους σκοπούς.

Ο Ευταξίας μπήκε στη δημόσια ζωή με αρθρογραφία. Τα εκκλησιαστικά, τα εκπαιδευτικά και τα οικονομικά ζητήματα τονμαπασχολούσαν ιδιαίτερα. Δεν άργησε να γίνει από τους μεγάλους άντρες του μακαρίτη Βλάση Γαβριηλίδη. Αυτό δεν έφθανε, όμως, να τον επιβάλει στους ορεινούς ψηφοφόρους του, ότανμαποφάσισε να πολιτευτεί. Σε μια εποχή, το 1885, που τα κόμματα ήταν φέουδα, παρουσιάστηκε "ανεξάρτητος" και τον χτυπούσαν από παντού. Τον έβγαλε βουλευτή, αλλά όχι τόσο το πρόγραμμα του, όσο ένα γερό μουλάρι. Ο ίδιος μου διηγήθηκε κάποτε, πως καβάλα σ' αυτό, γύριζε από χωριό σε χωριό, συνοικισμό σε συνοικισμό και καλύβι σε καλύβι. Έτσι πέτυχε για να γίνει σε λίγο συνιδρυτής του τρίτου "κόμματος" με αρχηγό το Δημήτριο Ράλλη, που του έδωσε δυο φορές το υπουργείο της Παιδείας. Αυτό δεν τον εμπόδισε καθόλου να γίνει, σε λίγο, υπουργός του Γεωργίου Θεοτόκη. Έπεσε, όμως, γιατί δεν μπόρεσε να περάσει από τη Βουλή τα εκπαιδευτικά του νομοσχέδια. Στις φλογέρες τότε μάχες ακούστηκε για πρώτη φορά η περίφημη φράση του: "Ου μέγας πιδαγωγός Πιστολόϊτς (Ιωάννης-Ερρίκος Πιστολότσι). Ήταν το μόνον τρισύλλαβον όνομα που πρόφερε ποτέ. Όλα τα άλλα τα έκανε μονοσύλλαβα. Και αυτόν τον Θαλή Κουτούπη. Όταν, κάποτε, πήγε να του πάρει από το βήμα κάποιο χαρτί, χωρίς την άδεια του, φώναξε θυμωμένος; "Ας' το κατ' Κτουπ...". Το Γουδί, η επανάστασις, τον έφερε υπουργό των Οικονομικών του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Ήταν η μεγάλη του υπουργία. Τα οικονομικά του νομοσχέδια έφεραν με περίσσευμα τον προϋπολογισμό του 1910. Ήταν, τότε, νομίζω, που υπέβαλε, μεταξύ άλλων, και νομοσχέδιο της φορολογίας του κηρού. Στη σχετική αγόρευση του δεν κατάφερε ούτε μία φορά να πει κηρό: τον έλεγε κερό, ενώ τον καιρό τον έλεγε κιρό. Ήταν από τις πιο νόστιμες, μια φράση στην εισήγηση του: 'Έίν' κιρός πλέον" , έλεγε, "όπου προβώμιν εις του φορολογίαν του κερού!".

Ήταν μια φυσιογνωμία σχεδόν στρατιωτική. Με τα πυκνά φρύδια, το παχύ μουστάκι και το μούσι, έμοιαζε, τουλάχιστον, με αρχιμουσικό της φρουράς, αν μη στρατηγό. Ως πρόεδρος της Αεροπορικής. Αμύνης, ήταν μέσα στους στρατιωτικούς και ναυτικούς, σε μια κορνίζα, που του πήγαινε. Ο ναύαρχος Παύλος Κουντουργιώτης, που ξεχνούσε διαρκώς τ' όνομα των, συνήθιζε να λέει: "Τώρα ήταν εδώ κι αυτός ο αεροπόρος!" ή "Φωνάξτε μου αυτόν τον αεροπόρο!". Πού να φανταστεί κανένας ότι εννοούσε το γέρο Ευταξία! Εκεί, όμως, που έδειξε μεγαλύτερο θάρρος, απ' ό,τι χρειάζεται, για να κάνει κανείς τον αεροπόρο, ήταν η προεδρία της Επιτροπής των Οικονομικών: Κράταγε ένα ψαλίδι αμείλικτο κ' έκοβε μισθούς. Δεν είναι μικρό ν' αντιμετωπίζει κανείς, για το κοινό συμφέρον, τα μίση των άλλων.