Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

Κανείς δεν χειροκρότησε

Κάποιο κρύο πρωινό του Γενάρη, στη Νέα Υόρκη, ένας άνδρας κάθισε σε ένα κεντρικό σταθμό του μετρό και ξεκίνησε να παίζει το βιολί του. Έπαιξε για περίπου 45 λεπτά. Κατά τη διάρκεια των 45 λεπτών, δεδομένου ότι ήταν ώρα αιχμής, πέρασαν από μπροστά του αρκετές χιλιάδες άνθρωποι, οι περισσότεροι πηγαίνοντας στις δουλειές τους.


Τρία λεπτά μετά την έναρξη της μουσικής, ένας μεσήλικας κύριος παρατήρησε ότι υπήρχε ένας μουσικός που έπαιζε βιολί. Τον κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα και συνέχισε το βιαστικό βηματισμό του.


Ένα λεπτό αργότερα, ο βιολιστής εισέπραξε το πρώτο του δολάριο, από μια κυρία που το πέταξε στο καπέλο του, καθώς περνούσε από μπροστά του, χωρίς να σταματήσει καθόλου.


Λίγο αργότερα, κάποιος ακούμπησε στον τοίχο και τον άκουγε για λίγο, αλλά μετά κοίταξε το ρολόϊ του και έφυγε βιαστικός.


Πιο πολύ από όλους τους περαστικούς, ασχολήθηκε μαζί του ένα τρίχρονο αγόρι που ήθελε να σταματήσει για να ακούσει, αλλά η μητέρα του τον τράβηξε, για να συνεχίσουν τη διαδρομή τους. Το παιδί κοιτούσε συνεχώς προς τα πίσω, καθώς απομακρυνόταν.


Στα 45 λεπτά μουσικής, συνολικά σταμάτησαν για να ακούσουν, έστω και για λίγο, μόνο 6 άνθρωποι. Περίπου 20 άνθρωποι έριξαν λεφτά στο καπέλο, καθώς συνέχιζαν να περπατούν, χωρίς να ελαττώσουν την ταχύτητα του βηματισμού τους.


Η συνολική είσπραξη ήταν 32 δολάρια. Όταν η μουσική σταμάτησε και υπήρξε σιωπή, κανείς δεν πρόσεξε, κανείς δεν χειροκρότησε, ούτε υπήρξε κανενός άλλου αναγνώριση.


Αυτό που δεν ήξερε κανείς ήταν, ότι ο συγκεκριμένος βιολιστής ήταν ο Joslinia Bell, ένας από τους καλύτερους μουσικούς του κόσμου, και έπαιζε με ένα βιολί Stradivarius αξίας 3.5 εκατομμυρίων δολαρίων, κατασκευασμένο από τον ίδιο τον Antonio Stradivari το έτος 1713.

Ο θάνατος του καθηγητή

Ο θάνατος είναι κυρίαρχος στον πλανήτη. Πλανητάρχης είναι ο θάνατος, κανείς άλλος. Αλλά και το σύμπαν είναι ο κυρίαρχος Νόμος που κρατεί, άρα ο θάνατος και συμπαντάρχης. Ολόκληρος ο πλανήτης είναι ένα σφαγείο, κάθε στιγμή¨. Οι παραπάνω θεωρίες είναι του καθηγητή της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Αθήνας Δημήτρη Λιαντίνη (1942-1998), που εξαφανίστηκε την 1 Ιουνίου 1998, για να βρεθεί λίγες μέρες αργότερα νεκρός σε μια σπηλιά στη κορυφή του Ταΰγετου Λακωνίας.

Οι άνθρωποι εξαφανίζονται κάθε μέρα. Άλλοι αυτοκτονούν, άλλοι παίρνουν τα πράγματά τους και φεύγουν, άλλοι εγκαταλείπουν οικογένειες και φίλους. Υπάρχει ακόμα και τηλεοπτική εκπομπή, που ασχολείται αποκλειστικά με τον εντοπισμό των εξαφανισμένων. Οπότε αποτελεί εύλογα έκπληξη το γιατί η ιστορία του 56χρονου καθηγητή Πανεπιστημίου, που εξαφανίστηκε πριν από δέκα χρόνια, εξακολουθεί να ερεθίζει την περιέργεια της κοινής γνώμης.

Το επώνυμο του πατέρα του ήταν Νικολακάκος, το οποίο άλλαξε με δικαστική πράξη το 1979 σε Νικολακάκος-Λιαντίνης, το οποίο προέρχεται από την ιδιαίτερη πατρίδα του, το χωριό Λιαντίνα Λακωνίας.

Ο Δημήτρης Λιαντίνης ήταν καθηγητής της Φιλοσοφικής της Αθήνας, ένας άνθρωπος περίεργος, ασυνήθιστος, τον οποίο άλλοι λάτρευαν και άλλοι κοιτούσαν απλά με απορία. Λάτρης του αρχαιοελληνικού πνεύματος , άθρησκος και πάντα γοητευμένος από τη φιλοσοφική έννοια του θανάτου, σίγουρα δεν περνούσε απαρατήρητος ούτε από τη Σχολή του, ούτε από το ευρύτερο περιβάλλον του. ¨Ο θάνατος είναι ένα φαινόμενο κυρίαρχο¨, έλεγε σε μια του διάλεξη. ¨Ο θάνατος είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της φιλοσοφίας. Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου. Ένα είναι βέβαιο ότι κάποια μέρα θα πεθάνουμε¨.

Γεννημένος στις 23 Ιουλίου 1942 στη Λιαντίνα με το όνομα Δημήτρης Νικολακάκος, ο μεσαίος από τα τρία αδέρφια, ο μικρότερος Στέφανος ζει στον Καναδά, ο μεγαλύτερος Γιώργος ζει στη Λιαντίνα, ο Δημήτρης έδειξε από νωρίς την έφεσή του στο διάβασμα και στη μελέτη. Σπούδασε στη Φιλοσοφική της Αθήνας και αφού πρώτα δούλεψε για λίγα χρόνια καθηγητής σε γυμνάσιο, αποφάσισε να πάει στη Γερμανία να κάνει μεταπτυχιακά και τελικά επέστρεψε για να γίνει Καθηγητής. Παντρέυτηκε το 1973 τη Νικολίτσα Γεωργοπούλου και έκανε μαζί της μία κόρη, την οποία ονόμασε Διοτίμα, από μια αρχαία ιέρεια του έρωτα. Ερωτευμένος με τη ζωή, λάτρης του γυναικείου φύλλου, δημοφιλής στους φοιτητές του, με καλούς φίλους, δεν ήταν ο άνθρωπος που θα περίμενε κανείς να εξελιχθεί σε αυτόχειρα. Όλα δείχνουν, ωστόσο, ότι το σχέδιο της εξαφάνισής του, το είχε εκπονήσει από πολύ νωρίς.

Μετά την εξαφάνισή του, το όνομα του Λιαντίνη έγινα διάσημο. Τα μέσα ενημέρωσης ασχολήθηκαν εκτεταμένα με το θέμα, καθώς τα σωστικά συνεργεία και η ΕΜΑΚ με τα σκυλιά της χτένιζαν τις πλαγιές του βουνού, ψάχνοντάς τον. Ταυτόχρονα, ψήγματα πληροφοριών άρχισαν να έρχονται στο προσκήνιο, ενώ πολλοί άρχισαν να διαβάζουν τα γραπτά του με διαφορετικό μάτι, προσπαθώντας να αλιεύσουν στοιχεία, που πιθανόν να είχε αφήσει.
Το γράμμα που άφησε στη κόρη του Διοτίμα, είναι αρκετά ξεκάθαρο :

¨Διοτίμα μου,
Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τη
τούτη την ώρα βήμα-βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσωπική μελέτη του θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχονται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το όνομα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχονται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες μας. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.
Θα δοκιμάσω ν α πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα σου, να τον κάψετε σε ένα απτοτεφρωτήριο της Ευρώπης.
Έζησα έρημος και ισχυρός. Λιαντίνης. ¨.
Ο καθηγητής Δ. Λιαντίνης, πήρε τον εαυτό του, ό,τι ήταν και ό,τι είχε γίνει και τον έφερε στην αγκαλιά του Ταΰγετου, όπου τα βράχια είναι λευκά, όπου οι κορμοί των δέντρων είναι συστρεμμένοι και λείοι, όπου έχει πάντα χιόνι. Πολύ σύντομα θα μας αποκαλύψει και το γιατί ¨.

Ο μεγαλοαγρότης της Θεσσαλίας

Τούτες τις μέρες έχουμε κινητοποιήσεις, συλλαλητήρια, κλείσιμο δρόμων από τον κόσμο της αγροτιάς. Αγωνίζονται οι αγρότες για τα δίκαια αιτήματά τους. Ανάμεσα στο πλήθος των αγροτών ξεχωρίζει ο μεγαλοαγρότης της Θεσσαλίας. Κάνει και αυτός απεργία. Να πως τον σκιαγράφησε Αθηναίος δημοσιογράφος :


¨…Ξέρει ότι είναι δυνατός, αλλά οφείλει να ζητάει περισσότερα. Ο πολιτισμός του είναι το πολυτελές αυτοκίνητό του για τη βόλτα του το βράδυ εκτός πόλης, το θηριώδες τζιπ 4χ4 και το τρακτέρ που μοιάζει πιο τρομακτικό από το τανκ, όταν το ενώσει μαζί με τα άλλα και κλείσει τις οδικές αρτηρίες.

Γουστάρει να βλέπει τηλεόραση στο σπίτι, να παίζει φρουτάκια και μπλακ τζακ στο καζίνο, να ρισκάρει νούμερα στο ΚΙΝΟ, στο προποτζίδικο της γειτονιάς. Πηγαίνει στο καφενείο, ξέρει τα πάντα για τα δικαιώματά του, για τα σωματεία και το κίνημα, για τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και από πού κρατάει η σκούφια του, για τις εκθέσεις αγροτικών προϊόντων και τους ανταγωνιστές του από την Ευρώπη, για τους μεσάζοντες μέχρι την πώληση των προϊόντων του και για τον παγετό που κατάστρεψε τη σοδειά του.

Παρακολουθεί την ειδική εκπομπή της ΕΡΤ ¨για τους αγρότες¨ λίγο πριν φύγει για τη βόλτα και νουθετεί τα παιδιά του να μην αφήσουν τη δουλειά για τους μοντερνισμούς της Αθήνας και τις αηδίες της πιάτσας, που θέλει να ζει με τα ψέματα.Τα λεφτά είναι εδώ, ζεστά τον περιμένουν και δεν σταματούν ποτέ. Από τότε που έμαθε για την ΕΟΚ, δεν άφησε επιδότηση που να μην κυνηγήσει. Ξέρει πολύ καλά πόση είναι η Κοινοτική και πόση η Εθνική επιδότηση και ποιοι κάνουν κουμάντο στο νομό.

Η Κεντρική Διοίκηση στην Αθήνα του φαίνεται να είναι εύκολος αντίπαλος μπροστά στον όγκο των τρακτέρ του και τη δύναμη των βουλευτών της περιφέρειας, που θα κινητοποιηθούν στα ζητήματά του, γιατί προέρχονται κι’ αυτοί από αγροτική οικογένεια. Γι’αυτόν πατρίδα είναι η Ευρώπη και ο μεγαλύτερος πελάτης του, τα τελευταία χρόνια, οι Ευρωπαϊκές χώρες, γιατί στην Ελλάδα δεν ξέρουν τη δύναμη των προϊόντων τους και αγοράζουν από ξένους. Τα ¨δέκα στρέμματα χωράφι¨είναι το μέτρο της αναφοράς του, όπως είναι για τον Αθηναίο τα εβδομήντα τετραγωνικά σπίτι. Γελάει μαζί τους, γιατί νομίζουν ότι είναι δυνατοί επειδή είναι πρωτευουσιάνοι. Σκάει στα γέλια με τη λέξη ¨επαρχία¨, γιατί η εξουσία είναι στα δικά του τα μέρη και νιώθει ότι εκείνος διοικεί κι’όταν το αποφασίζει το Κράτος παραλύει. Δεν έχει τον αέρα του νησιώτη που ζει απομονωμένος στην πραγματικότητά του και έχει τη βάρκα του, σαν το απόκτημα μιας ζωής, κι’αυτό του φτάνει. Η ελληνική γη του ανήκει κι’αν τον ¨προδίδει¨ μια κακοκαιρία έχει τον τρόπο να την ελέγχει.

Η εκδίκηση της αγροτιάς είναι διαρκής. Μας βγάζουν τη γλώσσα σαρκαστικά, γιατί η επαρχία είναι η δική του πάμπλουτη πατρίδα. Η ζωή τους έχει ορίζοντα. Το απέραντο πράσινο του κάμπου ¨.

Και μούλεγες καλά – καλά

Έρχονται στιγμές, που στίχοι τραγουδιών μας συγκινούν , μας συνεπαίρνουν. Είναι οι λέξεις τους τόσο δυνατές και ευρηματικές, που σπάνια τις συναντάμε στο ελληνικό τραγούδι.


Δύο καλλιτέχνες, ο Δημήτρης Μητροπάνος στο τραγούδι και ο Τάκης Μουσαφίρης στους στίχους και τη μουσική, σε μεγάλες στιγμές έμπνευσης και δημιουργίας, μας χάρισαν, το 2001, το τραγούδι : ¨Χιονάνθρωπος¨ :


¨Σου έλεγα έχεις σπασμένα τα φτερά

και μην πετάς πολύ ψηλά θα τσακιστείς

και μούλεγες καλά – καλά .

Σου έλεγα μη δίνεσαι, μη σκορπίζεσαι,

κοίταξε λίγο και τον εαυτό σου

και μούλεγες καλά – καλά .

Ταξίδευες γινόσουν νύχτα λίγο – λίγο.

Σου έλεγα χανόμαστε – χανόμαστε ,

δεν το καταλαβαίνεις ;

Και συ μου έλεγες καλά – καλά .

Γιατί εσύ δεν ήσουν άνθρωπος ,

γιατί εσύ ήσουν χιονάνθρωπος,

που λίγο – λίγο έλιωνες ,

εγώ σε ζεσταινα και συ μου έλιωνες.

Σου έλεγα απ’την καλή σου τη καρδιά,

ζεις για τους άλλους μοναχά και συ δεν ζεις.

Και μούλεγες καλά – καλά.

Σου έλεγα μη νοιάζεσαι, μη μοιράζεσαι,

κράτα και κάτι για το εαυτό σου

και μούλεγες καλά – καλά ¨.

Αν μιλούσε η Γη

Το γνωρίζουμε όλοι. Προσωρινοί είμαστε σ’αυτό το ¨παγκόσμιο σπίτι¨ που λέγεται Γη. Ενοικιαστές με σπιτονοικοκυρά τη Γη. Κάποτε, λοιπόν, η Γη έβγαλε εγκύκλιο με τίτλο : ¨Προς όλους τους ενοικιαστές ! ¨ :
Κύριε ενοικιαστή. Σας πληροφορώ ότι, το συμβόλαιο που υπογράψαμε εδώ και μερικά χρόνια, έφθασε στο τέλος του. Θα πρέπει λοιπόν να το ανανεώσουμε. Όμως, πρέπει να επαναξετάσουμε μερικά θεμελιώδη σημεία.

1. Πρέπει να πληρώσετε τον λογαριασμό ενέργειας. Τον αφήσατε και ανέβηκε πολύ ψηλά ! Πως τα καταφέρατε.
2. Πριν σας προμήθευα νερό σε αφθονία. Σήμερα δεν έχω παρά μόνον αυτή την ποσότητα.
3. Γιατί να υπάρχουν άνθρωποι που δεν τρώνε, για να μη παχύνουν, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν άλλοι, που πεθαίνουν από την πείνα ; Το χωράφι είναι τόσο μεγάλο και εύφορο. Δεν σας φθάνει ; Εάν προσέξετε καλά τη γη, θα υπάρχει φαγητό για όλους !
4. Κόψατε τα δένδρα ,που δίνουν σκιά και οξυγόνο. Καταστρέψατε την ατμόσφαιρα και βρομίσατε τις θάλασσες. Έτσι, ο ήλιος έγινε πιο ζεστός και η θερμοκρασία έχει ανέβει. Φυτέψτε καινούργια δένδρα όσο έχετε καιρό !
5. Όλα τα ζώα και τα φυτά του τεράστιου κήπου, είχατε καθήκον να τα προσέχετε και να τα προστατεύετε. Έψαξα για κάποια ζώα και δεν τα βρήκα. Ξέρω πως όταν σας νοίκιασα το σπίτι ήταν εκεί …
6. Δεν είδα τα ψάρια που ζούσαν στις λίμνες και τα ποτάμια. Τι έγιναν; Τα φάγατε ;
7. Πρέπει να εξακριβώσετε τι είναι αυτά τα περίεργα χρώματα που υπάρχουν στον ουρανό. Δεν βλέπω πια το γαλανό χρώμα !
8. Όσον αφορά τα σκουπίδια και την βρωμιά δεν βρίσκετε ότι το παρακάνετε ; Βρήκα περίεργα αντικείμενα στο δρόμο ! Λάστιχα, πλαστικά, αφρολέξ …

Λοιπόν, είναι καιρός να συζητήσουμε. Πρέπει να ξέρω εάν θέλετε να συνεχίσετε να ζείτε εδώ. Εάν ναι, τότε πρέπει να τηρήσετε τους όρους του συμβολαίου.
Θα ήθελα να μείνετε για πάντα εδώ, μαζί μου, σ’αυτό το σπίτι. Όλα όμως έχουν ένα όριο.
Μπορείτε να αλλάξετε ; Περιμένω να ακούσω απαντήσεις και να δω συμπεριφορές …
Προστατέψτε αυτό το υπέροχο και μοναδικό σπίτι που σας νοίκιασα…τη Γη !

Οι μυλωνάδες

Ηλίας Λεφούσης (1929-2008)

ΜΙΑ ΦΟΡΑ κι ένα καιρό ήταν μια χώρα. Πάντως δεν ήταν η Μπανανία, ήταν η Αχλαδία. Και λοιπόν σ’αυτή τη χώρα , ήταν και κάποιοι ευτυχισμένοι κάτοικοι. Είχε η Αχλαδία και τρεις μύλους. Τρεις και μόνοι, αλλά τρεις μπαμπατζιάνηδες μύλοι, πούδωναν αλεύρι σ’όλη τη χώρα. Και μια μέρα, μέρα συφοριασμένη, οι μύλοι, πήραν φωτιά και κάηκαν. Κι η χώρα απόμεινε χωρίς μύλους και χωρίς αλευρι. Μέχρι που να δούμε τι θα γίνει με το χάλι, κάποιοι μακαντάσηδες, άρχισαν να κουβαλάνε αλεύρι απ’ την Αμέρικα. Κι έτρεχε ο κόσμος ν’άγοράσει αλεύρι, γιατί οι μύλοι είχαν καεί και δεν μπορούσαν ν’αλέσουν σιτάρι. Βάρτο από δω, βάρτο από κει, ο καιρός περνούσε. Στους καφενέδες έπαιρναν και έδωναν οι συζητήσεις : τι θα γινόταν με την κατάσταση. Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις. Κάποτε βρήκαν τη λύση του πράγματος : έπρεπε να ξαναφτιάξουν τους μύλους. Οι έξυπνοι, γιατί είχε και έξυπνους αυτή η χώρα , σκέφτηκαν, να, μια καλή ευκαιρία , να κάνουμε μύλους. Τρελό λεφτό. Έκαναν αίτηση, γιατί χωρίς αίτηση δε γινόταν, στη χώρα υπήρχαν νόμοι. Δυο χρόνια ύστερα πήραν την απάντηση. Δεν είχαν το δικαίωμα να κάνουν μύλους, το επάγγελμα ήταν ¨κλειστό¨. Έπρεπε να κάνουν αίτηση οι επαγγελματίες μυλωνάδες. Οι υποψήφιοι μυλωνάδες έκαναν νέες αιτήσεις, έγραψαν : τρεις όλοι κι όλοι ήταν οι μυλωνάδες στη χώρα : ο ένας πέθανε, ο άλλος γέρασε, ο τρίτος ξενητεύτηκε.


Το καλό υπουργείο της χώρας, είπε : ¨το θέμα θα συζητηθεί μετά τις εκλογές¨. Έγιναν οι εκλογές, πάει κι αυτή η δουλειά. Οι άλλοι περίμεναν. Έγινε νέα κυβέρνηση, μπήκαν και κάποιοι υπουργοί , γιατί έπρεπε να υπάρχουν και κάτι υπουργοί. Έστειλαν και κάποιο κιτάπι : το θέμα εξετάζεται, έγραφαν. Ήταν μπροστά όμως ένα εμπόδιο : ένας ματσαράγκας υπουργός , ήταν απ’ αυτούς πούφερναν αλεύρι απ’ την Αμέρικα. Είχε συμφέροντα άλλα. Καλνάει τη ιδιαιτέρα του, βάνει την κεφάλα κάτου και γράφει μια εγκύκλιο.


¨Προκειμένου, έγραφε, η τρισένδοξη χώρα μας να αποκτήσει άλευρα πρώτης ποιότητος, κρίνεται απαραίτητον να στραφεί προς την σύγχρονον αλευροβιομηχανίαν και ουχί προς τα ημίμετρα. Προς τούτο, προτιθέμεθα να καλέσωμεν τεχνικούς της συμμάχου και φίλης χώρας Αμερικής, ίνα μελετήσουν το όλον πρόβλημα και δώσουν τας δεούσας κατευθύνσεις. Αποφασίζομεν, λοιπόν, και διατάσσομεν, πάσα εν προκειμένω, ενέργεια δέον να σταματήσει …¨.

Οι εφημερίδες αμέσως έγραψαν εγκώμια για τις αποφάσεις του κυρίου υπουργού. Μάλιστα μερικές έβαναν και τη φωτογραφία του, μία στην πρώτη σελίδα.

Όλες , οι εφημερίδες, ήταν με το μέρος του κ. υπουργού, έτσι ήταν οι εφημερίδες σ’αυτή τη χώρα. Ήταν πάντα με το μέρος των υπουργών. Μόνο οι υποψήφιοι μυλωνάδες ήταν πυρ και μανία. Βάρτο απόδω, βάρτο από κει, πήραν μια απόφαση : να κάνουν μια συνεδρίαση. Κάνουν μια αίτηση στην αστυνομία, για την άδεια και για ότι ήταν παραπάνω από 5, γιατί στη χώρα οι νόμοι ήταν αυστηροί. Ο Διοικητής της αστυνομίας έλειπε και έπρεπε να περιμένουν. Είχε πάει στους Αγίους Τόπους να προσκυνήσει…

Τα βαπόρια κουβάλαγαν αλεύρι από την Αμέρικα. Τα στάρια της δύστυχης χώρας σάπιζαν στα κατώγια και τις αποθήκες. Δεν υπήρχαν μύλοι ν’αλέσουν. Οι κολλίγοι παράτησαν τα χωράφια και ρήμαξαν. Η χώρα βρισκόταν σε αγανάχτηση. Το θέμα είχε φουσκώσει σαν ποτάμι. Οι αρμόδιοι, γιατί είχε και αρμόδιους αυτή η χώρα, σύσταιναν υπομονή. Ώσπου νάρθουν οι αμερικάνοι τεχνικοί , ώσπου να γίνουν οι αλευροβιομηχανίες οι μοντέρνες. Τότε οι κολλίγοι δε θα φώναζαν, τα στάρια δε θα σάπιζαν, τ’αλεύρι δε θάρχονταν απ’την Αμέρικα…

Τέλος, πήραν κάποτε οι υποψήφιοι μυλωνάδες την άδεια για τη συνεδρίαση. Ο κύριος διοικητής της αστυνομίας είχε γυρίσει απ’το προσκύνημα. Κάθησαν να κουβεντιάσουν :

-Να κάνουμε μία επιτροπή, να τη στείλουμε στη πρωτεύουσά μας, να δει τον κύριο υπουργό , πρότεινε ένας.

-Εμένα βγάλτεμε στη άκρια, έχω παιδί δεκανέα, φοβάμαι είπε ένας δεύτερος.

-Εγώ είμαι χρωματισμένος, είπε ένας τρίτος.

-Το παιδί μου δίνει εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, είπε ένας τέρτατος.

Τέλος η πρόταση απορρίφτηκε. Είπαν ύστερα να κάνουν ένα υπόμνημα. Αυτή η λέξη δεν ήχησε καλά σε μερικούς. Υπόμνημα ,σκέφτηκαν, ζόρικο πράγμα…Πες ο ένας , πες ο άλλος, εύρισκαν πως το υπόμνημα ήταν τρομερό πράγμα. Στραβοκοίταγε ο ένας τον άλλο, δεν είχαν εμπιστοσύνη. Ανάμεσά τους περνούσε η σκιά του τρόμου. Τέλος επικράτησαν οι ψυχραιμότεροι : να στείλουν το υπόμνημα . Κάθησε ένας να το γράψει…

¨Διαμαρτυρόμεθα¨, άρχισε να γράφει.

¨Μη τη βάνεις αυτή τη λέξη¨, είπε κάποιος, ¨χτυπάει άσχημα¨.

Έψαχναν να βρουν καμμιά άλλη λέξη. Έπρεπε ν’αρχίσουν κάπως γλυκά. Συμφώνησαν ν’αρχίσουν έτσι :

¨Κατηγορούμεθα από τας εφημερίδας , ότι με τας ενεργείας μας τορπιλλίζομεν το έργον της φιλτάτης ημών κυβερνήσεως. Κακώς. Είμεθα μία ομάδα ενδιαφερομένων δια την ίδρυσιν μύλων , δεδηλωμένοι εθνικόφρονες και νομίζομεν , ότι η σεβαστή μας Κυβέρνησις πρέπει να μας χορηγήσει τας σχετικάς αδείας. Αν όμως το εντιμώτατον Υπουργείον κρίνει, ότι δεν πρέπει να επιμένωμεν, είμεθα σύμφωνοι να αναβάλωμεν τας ενεργείας μας και να αναμείνωμεν…¨.

Αυτός που τόγραψε, το διάβασε ύστερα φωναχτά.

¨Διάβαστο άλλη μια φορά¨, είπε ένας.

Άρχισε να το διαβάζει, οι άλλοι άκουγαν. Και πρόσεχαν τις λέξεις, μιά-μιά , μη τυχόν και περάσει καμμιά ζόρικη. Έκριναν, ότι έπρεπε ν’αφαιρεθούν οι λέξεις : ¨κακώς¨, ¨κατηγορούμεθα¨ και ¨αν¨.

Η λέξη ¨αν¨έτσι πούναι βαλμένη, είναι λεξη επιθετική, είπε ένας με φαλάκρα και κοιλιά κρεμαστή. Και συμπλήρωσε : ¨η λέξη αυτή είναι κοροϊδία σκέτη…¨.

Συμφώνησαν…

Όταν τέλειωσε κι αυτή η δουλειά, έβαναν το υπόμνημα επάνω στο τραπέζι ¨προς υπογραφήν¨. Τότε ήταν, που τα δόντια άρχιζαν να κροταλίζουν. Έπρεπε να βάνουν όλοι τις τζίφρες, τζίφρα όμως ζόρικο πράγμα. Ένας με πρόσωπο γελάδας είπε:

¨Και γιατί να το υπογράψουμε , να το στείλουμε σκέτο…¨.

Τα άσπρα μάτια του είχαν σβηστεί απ’τον τρόμο. Αυτός όμως που τόγραψε το υπόμνημα, είπε : ¨χωρίς υπογραφές , είναι άκυρο¨.

¨Εγώ είπε ένας, που κόντευε να λιγοθυμίσει, δεν βάνω, έχω φάκελλο…¨.

¨Εγώ, είπε ένας άλλος, έχω κάνει πρόεδρος συνεταιρισμού την εποχή της δημοκρατίας…Ένιωσε τα πόδια του να κόβωνται…

¨Εγώ, είπε ένας τρίτος με μούρη σα μπαγιάτικο σταφύλι, έχω κόρη, που εργάζεται σε τράπεζα…¨.

Το υπόμνημα έμεινε στο τραπέζι, σα νεκρόκασσα. Περίμενε τις υπογραφές –ανάσες, αλλά υπογραφές γιοκ. ¨Υπογραφή ζόρικο πράγμα¨, σκέφτονταν. Είχαν πιάσει τις τέσσερις γωνιές και στραβοκοίταγαν το υπόμνημα , σα χολεριασμένο. Τους τσάκιζε ο φόβος της μακάριας χώρας, της Αχλαδίας. Τέλος, πήραν μια απόφαση : να μη στείλουν το υπόμνημα, μη και το σεβαστόν υπουργείον, κρίνει άσχημα την ενέργειά τους. Γιατί όσο το κουβέντιαζαν, το πράγμα, τόσο και πιο εγκληματική εύρισκαν την ενέργειά τους. Μερικοί μάλιστα, είχαν κιόλας ξεγλυστρίσει, χωρίς να πουν ούτε ¨γεια σας¨. Το βράδυ εκείνο δεν κοιμήθηκε κανένας : περίμεναν να χτυπήσει η πόρτα, γιατί ο κύριος διοικητής της αστυνομίας, που είχε γυρίσει κι απ’ τους Άγιους Τόπους, ήταν αυστηρός. Και δε χάριζε κάστανα…

Τα βαπόρια δεν έσωναν να ξεφορτώνουν. Η φαρίνα της Αμέρικας, πλημμύριζε τις αποθήκες της δύστυχης Αχλαδίας. Τα στάρια σάπιζαν στις αποθήκες, τα χωράφια ρημάχτηκαν , οι κολλίγοι κλατάρισαν, κανένας δεν ήξερε τι θ’απογίνει η κατάσταση.Τέλος, βγήκε μια ανακοίνωση, έλεγε : ¨Αφίχθησαν αμερικάνοι τεχνικοί διά την μελέτην των αλευρομηχανιών της χώρας. Δυστυχώς όμως το όλον θέμα θα λάβει νέαν παράτασιν, διότι προκύπτει θέμα συναλλαγματικών απαιτήσεων…Πάντως συντόμως θα υπάρξουν εξελίξεις. Συνιστάται υπομονή. Πάσα δε διαμαρτυρία, εν προκειμένω, θα χαραχτηριστεί αναρχία και θα παταχθή. Διότι όπισθεν αυτών των ενεργειών, κρύπτονται οι καταχθόνιοι μπολσεβίκοι …¨.

Όταν διάβασαν την ανακοίνωση, οι μυλωνάδες, δεν είχαν αίμα στις φλέβες τους. Είχαν παγώσει. Ένας εγκατέλειψε την Αχλαδία, ένας άλλος έπαθε συγκοπή, ένας τρίτος έπαθε από τρεμητούρα, οι άλλοι, έκοψαν και την καλημέρα. Όλος ο κόσμος δεν τους μιλούσε, γιατί πήγαιναν να κάνουν κακό στη φιλτάτη πατρίδα, το καμάρι του κόσμου, την Αχλαδία. Στα χρόνια, τα κατοπινά, κανένας πια δε μιλούσε για μύλους : ήταν τόσο επικίνδυνο. Το θέμα είχε πάρει στα στιβαρά χέρια η κυβέρνηση και προσωπικά ο κύριος υπουργός βιομηχανίας, γιατί υπήρχε και υπουργός βιομηχανίας, ότι το ¨΄ολον¨θέμα έπρεπε να μελετηθεί ¨εκ νέου¨και ότι η Αχλαδία έπρεπε να παριμένει…

Βράδυ παραμονής Χριστουγέννων

Για τα δικά του Χριστούγεννα, από τη φοιτητική ζωή στο Μόναχο, μας αφηγείται ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Νίκος Δήμου, στο κείμενό του με τίτλο ¨Το κρύο και η ζέστη¨. Μια γλαφυρή ιστορία , με πανέμορφες στιγμές συγκίνησης και με ένα απρόσμενο και ¨κρύο¨φινάλε :

¨Για όλους –εκτός από τα παιδιά- γιορτή σημαίνει ανάμνηση. Τα παιδιά βέβαια παρελθόν δεν έχουν, έχουν το ζωντανό παρών. ( Όσο για το μέλλον, το έχουν και αυτό, αλλά δεν το ξέρουν. Και ίσως καλύτερα ) .

Εμείς όμως παρελθόν. Κάθε χρόνο και πιο φορτωμένο. ¨Θυμάσαι τα Χριστούγεννα του 73 ;¨Θυμάσαι την Πρωτοχρονιά του 65 ;¨ !

Αυτές τις μέρες θυμήθηκα τα Χριστούγεννα του 1959. Είχε χιονίσει πολύ αυτόν τον χρόνο στο Μόναχο, λευκές παραμονές, κατά πως πρέπει. Ξαφνικά ζωντάνεψαν πάλι όλες οι γλυκερές καρτ ποστάλ, παιδάκια με κόκκινες μύτες και μάλλινες σκούφιες , έλκηθρα, χιονισμένα έλατα στις πλατείες, χωριαδάκια θαμμένα στο χιόνι, με φωτισμένα παράθυρα και δραστήριες καμινάδες .

Για μένα, όμως, ήταν κακή χρονιά.: πένθη, πικροί χωρισμοί, ατυχίες ,έτσι όπως καμιά φορά έρχονται όλα μαζί τα δυσάρεστα. Μπήκε ο Δεκέμβρης, έκανα πως δεν έβλεπα, πως δεν άκουσα και κυρίως, πως δε θυμόμουν. Κυριακή άναψαν οι Γερμανοί κι άλλο κεράκι στο στεφάνι της αντβέντ. Στο τέταρτο κερί πανικός. Αχ αυτές οι μέρες της υποχρεωτικής, της αναγκαστικής χαράς, πόσο σκληρές είναι γι’αυτούς που δεν καταφέρνουν να πιάσουν την εθνική, κατά κεφαλήν, νόρμα ευτυχίας.

Ήμουν μόνος . Όχι μονάχα από τις περιστάσεις. Ήμουν θεληματικά, πεισματικά μόνος. Προτάσεις φίλων, προσκλήσεις, εκδρομές, τίποτα. Εξαφανίστηκα. Κι έμεινα παραμονή Χριστουγέννων στη σοφίτα μου, έκτος όροφος, σε μεταπολεμική φτηνοπολυκατοικία χωρίς ασανσέρ , να κοιτάω τον κεκλιμένο τοίχο.

Βράδυ παραμονής Χριστουγέννων στη Γερμανία.

Όλοι στα σπίτια γύρω από το δέντρο, ψυχή στους δρόμους.

Τραγουδάνε τα παραδοσιακά τους τραγούδια και ανοίγουν τα δώρα. Τα τραγούδια είναι όμορφα-παλιά αναγεννησιακά ή μπαρόκ- και η ατμόσφαιρα ζεστή από τα κεριά. Υπάρχουν πολλά καλούδια : πλέτζαν σαν κουλουράκια, κριστ – στόλεν σαν τσουρέκι, ξηροί καρποί και κονιάκ. Όταν χτυπήσει έντεκα, ντύνονται όλοι ζεστά – ζεστά και πάνε στην εκκλησία ν’ακούσουν τη λειτουργία του Μπαχ, του Μότσαρτ, του Σούμπερτ, με χορωδίες , ορχήστρες και αρμόνια. Τα παιδιά κοιμούνται πολύ αργά (μεγάλη εξαίρεση) αγκαλιά με τα δώρα τους. Την άλλη μέρα θα έχει χήνα γεμιστή με πολλά ωραία συνοδευτικά και γλυκά.
Κι εγώ στη σοφίτα, μισούσα τον εαυτό μου κι όλο τον κόσμο. Είχα μια μπουκάλα κακό κονιάκ, μου χαλούσε το στομάχι, αλλά γι’αυτό και το έπινα. Έβαλα ραδιόφωνο : όλο τραγούδια Χριστουγεννιάτικα. Ο άλλος σταθμός είχε εορταστική συναυλία. Είχα ένα μαγνητόφωνο και είπα να την ηχογραφήσω. Πρωτόγονοι τρόποι. Δεν είχε ¨΄εξοδο¨ το ραδιόφωνο, ηχογραφούσα με μικρόφωνο. Κάποια στιγμή, είχα ξεχάσει πως ηχογραφούσα , ακούγοντας ένα κομμάτι, με πήραν τα κλάματα. Έχω ακούσει αυτή τη μαγνητοταινία. Πάνω από τον Μότσαρτ ακούγονται λυγμοί.

Τέλειωσε το μπουκάλι , ζαλίστηκα, με πήρε ο ύπνος ξημερώματα στον καναπέ. Ήταν έντεκα και μισή το πρωί. Ήμουν πιασμένος, παγωμένος, με ναυτία και πονοκέφαλο. Τα ρούχα είχαν κολλήσει επάνω μου. Το κουδούνισμα συνεχιζόταν επίμονο, ποιος διάβολος ! Είδα και απόειδα , άνοιξα. Στην πόρτα ένας σοβαρός καλοντυμένος κύριος, Γερμανός, άγνωστος. Μου συστήθηκε ευγενικά. Είπε πως είναι μακρινός συγγενής κάποιων γνωστών μου. Μήπως θα είχα κέφι, ρώτησε ο άγνωστος, να τους τιμήσω με την παρουσία μου στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι ;

Μουρμούρισα μερικές δικαιολογίες, ήμουν άρρωστος, άπλυτος, αξύριστος. Ο άγνωστος επέμενε : ¨Έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε ; Εγώ θα σας περιμένω να ετοιμαστείτε ! Ενδόμυχα μου έκανε καλό αυτή η πρόσκληση. Ιδιαίτερα που ήταν άνθρωποι άγνωστοι και θα ξέφευγα από τον παγιδευμένο χώρο. Ευχαρίστησα, ντύθηκα, φύγαμε.

Είχαν ένα πολύ μικρό σπίτι με κήπο στα περίχωρα του Μονάχου. Στην είσοδο με υποδέχθηκε ένας πανέξυπνος χιονάνθρωπος. Μετά γνώρισα τους χιονογλύπτες : ένα κοριτσάκι εννιά, ένα αγοράκι επτά χρόνων, ξανθόμορφα σαν αγγελούδια του Βαυαρικού μπαρόκ. Και η μητέρα συμπαθέστατη. Όσο για τη χήνα, απαράμιλλη σε γεύση και γλύκα .Έλιωνε στο στόμα. Και υπήρχαν τα πάντα : κόκκινο κρασί και κόκκινο λάχανο, πατάτες και γλυκιά σάλτσα με βατόμουρα, δύο γλυκά, κονιάκ καφές. Τα παιδιά ανέβηκαν στα γόνατά μου και τους είπα ελληνικά παραμύθια. Τραγουδούσαμε μετά όλα τα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια : ¨Από τον ουρανό ψιλά ξεφύτρωσε ένα ρόδο¨, ¨Ελάτε,ποιμένες¨,μεχρι το ¨΄Ελατο¨και τη ¨΄Αγια νύχτα¨.

Αργότερα ανάψαμε το τζάκι, ψήσαμε κάστανα, ήπιαμε καφέ με κουλούρια και μπισκότα, είπαμε ανέκδοτα και αστεία. Ξαφνικά ένιωσα σπίτι μου. Τους ήξερα χρόνια, πιο δικοί από τους δικούς μας.

Κάποια στιγμή, από ευγένεια , είπα να φύγω. ¨Μα καθίστε¨ , ¨΄Όχι, όχι ¨! Τελικά ο πατέρας προσφέρθηκε να με πάει με το αυτοκίνητο. ¨θα μου κάνει καλό¨, είπε, ¨μια βόλτα στο κρύο¨. Τα παιδιά με φίλησαν σχεδόν με πάθος. Όταν φτάσαμε έξω από την πόρτα μου, δεν ήξερα πώς να τον ευχαριστήσω. Σκεφτόμουν το κρύο ακατάστατο δωμάτιο από το οποίο με είχε αποσπάσει και τρόμαξα. Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από το κρύο στη ζέστη.

Άρχισα λοιπόν να του λέω πόσο σημαντική ήταν για μένα αυτή η μέρα., πόσο ευγνώμων ήμουν, όταν με διέκοψε :
¨Δεν χρειάζεται ¨,είπε , ¨να μ’ευχαριστήσετε . Εμείς αυτό το κάνουμε κάθε χρόνο. Έχουμε αναλάβει υποχρέωση να καλούμε έναν μοναχικό ή δυστυχισμένο. Φέτος μας έδωσαν το όνομά σας .

Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από τη ζέστη στο κρύο …
Το πορτοφολάκι βυθίστηκε μέσα στο χιόνι , όπου το πέταξα.
Κι άλλο κονιάκ δεν είχα στο δωμάτιο ¨. .

Ένα πλοίον ταξιδέβον…

Μουσική δεκαετία του 60. Μαγεμένη και μοναδική. Με τον Θεοδωράκη, τον Χατζηδάκι, τον Ξαρχάκο. Το ¨νέο κύμα¨ με Σαββόπουλο, Αρλέττα, Χωματά, Αστεριάδη, Χατζή, Ζωγράφο και τόσους άλλους.


Θα αναφερθώ σε ένα τραγούδι που ¨σημάδεψε¨ αυτή τη δεκαετία. Είναι ¨Η νήσος των Αζορών¨, σε στίχους Μέντη Μποστατζόγλου (1918-1995) και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.


Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1963. Τραγουδιστής ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης .

Δεν ήθελε να το πει, λένε οι φήμες, διότι θεωρούσε ελαφρώς ανόητους τους στίχους και όχι σοβαρούς, γι’αυτό και το τραγούδησε σχεδόν τσαντισμένος. Και όμως το τραγούδι αυτό έγινε μεγάλη επιτυχία.


Ο συγγραφέας και ερευνητής Νίκος Σαραντάκος ασχολήθηκε με το ιστορικό αυτού του τραγουδιού και γράφει :


¨Στο εξώφυλλο του δίσκου, γράφει ο Μποστ, στιχουργός, συγγραφέας, σκιτσογράφος, τα εξής λόγια, πάντα ανορθόγραφα ,που ήταν και το χαραχτηριστικό της γραφής του :


¨Εγύρισα πολά νησιά κε χώρας , κε είχα τόσο εφτυχής , αλά γνορίζων τα νησιά και τας Αζόρας , έγινα αποτόμος διστιχής. Εκεί εχάθη νέος με μια κόρη, κε απολέσθησαν τα δύο τα παιδιά, καθιστερήσαντος να φθάση το βαπόρι, που το περίμεναν σ’αφτή την αμουδιά. Τώρα το κύμα μεταφέρη αφριζμαίνον, τας τελεφτέας των θελήσεις μακριά, δια να τους θάψουν κε τους δύο αγκαλιαζμένους και χαιρετίσματα να πούνε στη γριά. Η γρέα μύτηρ με τον γρέοντα πατέρα λαβών ειδήσεις δισαρέστους προσεχώς, πρέπει να ξέρουν, πως ο νέος εκεί πέρα, την εσεβάσθη και δεν έμηνε λεχώς¨.


Ας δούμε τώρα τους στίχους του παράξενου αυτού τραγουδιού, που έγινε επιτυχία :

¨Ένα πλοίον ταξιδέβον με υπέροχον κερόν ,

εφνιδίος εξοκήλη ανοικτά των Αζορών,

φοβιθέντες των κηρίων και ανήσυχοι κυρίε,

πίπτουν όλοι εις το κύμα και τους τρώγουν καρχαρίε.

Ένας νέος κε μια νέα ,ορεότατα πεδιά,

φθάνουν κολυμβών γενέος εις πλησείον αμουδιά.

Νήστις όντες και διψώντες εις την νήσον αφιχθείς

έτρογον καρπούς των δένδρων με συλάβοντες ιχθείς.

Ζώντες βίου πρωτογόνου κε ο νέος με την κόρη,

κύταζαν και κάπου-κάπου, εάν έρχεται βαπόρι,

απεβίωσεν ο νέος και απέθανεν η κόρη.

Αργότερα, αργότερα πλησίασαν δυο κότερα

κ’ηρθε κι’ ένα βαπόρι, ματέος ψάχνων για να βρη

τον νέον και την κόρη.

Κατηραμένη νήσος, νήσος των Αζορών,

που καταστρέφεις νέους και θάπτης των κορών,

Να πέσει τιμωρία από τον ουρανόν,

να λείψης απ’τους χάρτες κε τον οκεανόν ¨.