Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Η αχαριστία είναι παιδί της ευεργεσίας

Δεν είναι Έλληνας. Γεννήθηκε στη Συρία. Όταν όμως μεγάλωσε και ήρθε στην Αθήνα μελετώντας την Ελληνική ιστορία έγινε κάτι περισσότερο από Έλληνας. Πρόκειται για τον φιλόσοφο Λουκιανό (120-192μ.χ) , ο οποίος άφησε τεράστιο συγγραφικό έργο σχετικό με την αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Τους κωμικούς και σατιρικούς διαλόγους, που διακωμωδούν την ανθρώπινη ευπιστία και δεισιδαιμονία, τη λαϊκή πίστη στους θεούς, τις φιλοσοφικές διενέξεις μεταξύ των διαφόρων σχολών και απάτη των σοφιστών. Τον πεζό και ποιητικό του λόγο συχνά διανθίζουν εκλεκτά ποιητικά αποσπάσματα και παροιμιώδεις φράσεις, που δίνουν ζωντάνια στη ροή των κειμένων. Ένα πεζό του Λουκιανού με τίτλο ¨Τίμων ο Μισάνθρωπος¨ παραθέτω στη συνέχεια :


Η Αθήνα της Αρχαιότητας, όπως και η ¨παλιά Αθήνα¨ του 19ου αιώνα, είχε τους ¨τύπους¨ της. Ανθρώπους ιδιόμορφους, που μόνο με την παρουσία τους και την συμπεριφορά τους προκαλούσαν την προσοχή και γι’αυτό ορισμένοι από αυτούς πέρασαν στην ιστορία. Τέτοιος ¨τύπος¨ήταν και ο Τίμων Εχεκρατίδου Κολυττεύς, ο επονομασθείς Μισάνθρωπος. Έζησε τη φιλοσοφική μόρφωση, αλλά εύπιστος και καλόκαρδος, με αποτέλεσμα να τον περιτριγυρίσουν κόλακες και παράσιτοι, που παριστάνοντας τους φίλους του, κατάφεραν να του φάνε όλην του την περιουσία. Σε έναν από αυτούς τον Φιλιάδη, χάρισε ένα μεγάλο χωράφι για να προικίσει την κόρη του, σε έναν άλλο τον Δημέα, τον ρήτορα, που κατηγορήθηκε για κατάχρηση και κινδύνευε να καταδικαστεί, ο Τίμων του έδωσε το τεράστιο ποσό των ένδεκα ταντάλων (σα να λέμε τριάντα χιλιάδες ευρώ¨), για να αποφύγει την καταδίκη. Και επειδή, σύμφωνα με τον πανάρχαιο κώδικα ανθρώπινης συμπεριφοράς, η αχαριστία είναι παιδί της ευεργεσίας, όλοι αυτοί οι κόλακες και παράσιτοι του γύρισαν την πλάτη, όταν δεν του απόμεινε τίποτα.


Ο Τίμων, πάμπτωχος πλέον, αποσύρθηκε σε ένα μικρό χτηματάκι που είχε στις πλαγιές του Υμηττού, κοντά στη σημερινή Ηλιούπολη και μετά βίας επιβίωνε, καλλιεργώντας το μόνος του. Η δυστυχία τον έκανε να τραβηχτεί στον εαυτό του και να μη θέλει να δει άνθρωπο στα μάτια του. Έπαψε να πηγαίνει στο Άστυ και στη Αγορά, έπαψε να συναναστρέφεται με ανθρώπους και όσους τον επισκέπτονταν στην καλύβα του, τους έδιωχνε, πετροβολώντας τους. Φυσικά, μολονότι ήταν πολίτης με όλα τα δικαιώματα της ιδιότητάς του αυτής, σταμάτησε να προσέρχεται στην Εκκλησία του Δήμου και αρνήθηκε να αναλάβει οποιοδήποτε αξίωμα ή λειτούργημα, που ως πολίτης εδικαιούτο. Έτσι με τον καιρό ονομάστηκε από του συμπολίτες του, Τίμων ο Μισάνθρωπος.


Έναν και μοναδικό άνθρωπο ανεχόταν, τον Απέναντο, μισάνθρωπο, όπως αυτός, που τελικά συγκατοίκησε μαζί του. Δε θα μπορούσε να τους πει κανείς φίλους, αφού σπανίως αλλάζανε μια δυο κουβέντες. Απλώς ανέχονταν ο ένας τον άλλον. Κάποτε γιόρτασαν τις ¨επιτάφιες σπονδές¨. Μετά το καθιερωμένο γεύμα, ο Απέναντος είπε στον Τίμωνα :


¨Ωραίο δεν ήταν το γεύμα μας ;¨ Αυτός απάντησε :

¨Πράγματι ήταν ωραίο και θα ήταν ωραιότερο αν δεν ήσουνα και συ στο τραπέζι¨.


Όταν ο Τίμων έμαθε πως οι Αθηναίοι είχαν εκλέξει τον Αλκιβιάδη μεταξύ των δέκα στρατηγών, χάρηκε πολύ γιατί προέβλεπε πως η Αθήνα θα πάθαινε μεγάλες συμφορές από την εκλογή αυτή. Και δεν έπεσε έξω. Μολονότι ο ίδιος αποστρεφόταν τους συμπολίτες του και απέφευγε κάθε συνάφεια μαζί τους, οι Αθηναίοι μιλούσαν συχνά για τις παραξενιές του και ο Αριστοφάνης συχνά τον σατίρισε στις κωμωδίες του Όρνιθες και Λυσιστράτη.


Δεν πατούσε το πόδι του στην Αθήνα και φυσικά δεν συμμετείχε στην Εκκλησία του Δήμου. Εντούτοις κάποια μέρα φάνηκε στην Πνύκα, την ώρα που συνεδρίαζε αυτό το ανώτατο όργανο της Δημοκρατίας. Έγινε μεγάλο σούσουρο, που το διαδέχθηκε η κατάπληξη, όταν ο Τίμων ζήτησε τον λόγο. Ανέβηκε πράγματι στο βήμα και εν μέσω νεκρικής σιγής είπε στους συγκεντρωμένους πολίτες :


¨Άνδρες Αθηναίοι, όπως ξέρετε στο χτήμα που έχω στους πρόποδες του Υμηττού, υπάρχει μια συκιά, που χρησίμεψε ως τώρα σε πολλούς για να κρεμαστούν. Επειδή σκοπεύω να χτίσω μια καλύβα εκεί και θα κόψω τη συκιά, θα ήθελα να ειδοποιήσω όσους έχουν σκοπό να αυτοκτονήσουν, να το κάνουν σύντομα πριν κόψω το δέντρο¨.


Μετά από αυτόν τον σύντομο ¨λόγο¨ ο Τίμων κατέβηκε από το βήμα και έφυγε αμέσως από την Εκκλησία του Δήμου.


Κάποτε αρκετά μεγάλος σε ηλικία, έπεσε από μια αχλαδιά και χτύπησε άσκημα. Δε θέλησε να φωνάξει γιατρό και το τραύμα κακοφόρμισε, έπαθε γάγγραινα και τελικά ο Τίμων πέθανε.


Τον έθαψαν στην παραλία του Σαρωνικού, στον δρόμο που οδηγεί από τον Πειραιά στο Σούνιο. Στον τάφο του, που ήταν φυσικά πάντοτε απεριποίητος, σκεπασμένος με αγκάθια και πέτρες, υπήρχε το επίγραμμα, που υπαγόρευσε ο ίδιος πριν πεθάνει :


¨Διαβάτη, αφού αφήκα μιαν άθλια ζωή, κοιμάμαι σ’αυτόν τον τάφο. Μη ζητήσεις να μάθεις το όνομά μου, αλλά πήγαινε στον διάβολο¨.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

;)

eyxaristw gia to keimeno..den yparxoun kai polla sto diadiktyo gia ton timwn.