Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

Τα άνθη της φυλής

Ο Αδαμάντιος Κοραής κάπου λέει, ότι οι νέοι είναι τα άνθη της φυλής, αλλά όπως τα άνθη υπόσχονται πλούσια καρποφορία, έτσι κι αυτοί δεν πρέπει να μείνουν απλά καλλωπιστικά στοιχεία. Χρέος τους είναι να δώσουν άφθονους και γλυκούς καρπούς. Για να γίνει αυτό όμως, πρέπει οι νέοι από παιδιά να συνειδητοποιήσουν τις ευθύνες και τα καθήκοντά τους.

Το πρώτο καθήκον του παιδιού είναι να μάθει ότι έχει καθήκοντα και υποχρεώσεις. Όχι μόνο δικαιώματα. Οι άλλοι δεν γεννήθηκαν για να το υπηρετούν, όπως δυστυχώς πιστεύουν μερικά κακομαθημένα παιδιά. Έτσι θα διαμορφώσει από νωρίς έναν υπεύθυνο και σωστό χαραχτήρα.

Βέβαια η πιο πολύτιμη υπηρεσία που έχει να προσφέρει ένα παιδί στον τόπο του, είναι να γίνει ένας καλός πολίτης. Καλός πολίτης σημαινει σωστός άνθρωπος, κι αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει μια σκληρή εργασία. Να καταρτιστεί όσο το δυνατόν καλύτερα για το στάδιο που προορίζει τον εαυτό του. Θέλει να μάθει γράμματα ; Γράμματα. Να κολλήσει το παντελόνι του στην καρέκλα. Θέλει να μάθει τέχνη. Να τη μάθει καλά. Καμιά δουλειά δεν είαι ντροπή. Ντροπή είναι οι μισοδουλειές και οι προχειρότητες. Σ’όποιον τομέα και να στραφεί όμως, πρέπει συνέχεια να προικίζει το πνεύμα του με γνώσεις. Να πλουτίζει την πείρα του. Η ψυχή του πρέπει να γίνει σφουγγάρι που θα ρουφάει το κάθετί που ακούει, βλέπει ή διαβάζει.

Έτσι όταν πια μεστώσει και βγει στη βιοπάλη θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στα πολλαπλά ατομικά και κοινωνικά του καθήκοντα. Η μόρφωση και η καλλιέργεια είναι η καλύτερη προετοιμασία, η καλύτερη προπόνηση για το μεγάλο ¨ματς¨ της βιοπάλης.

¨Όταν μόρφωση και καλλιέργεια δεν εννοούμε μόνο την πνευματική, εννοούμε και την ηθική. Καθήκον του παιδιού είναι να επιδιώκει τη διάπλαση ενός τίμιου, ειλικρινή, φιλότιμου και υπερήφανου χαραχτήρα. Με τέτοια προσωπικότητα ο νέος δεν θα ξεπέσει σε ταπεινές επιδιώξεις, θα θέλει να είναι και όχι να φαίνεται καλός. Δεν θα καταδέχεται μια δουλειά δική του να την κάνουν οι άλλοι κι ούτε θ’ανέχεται την προσβολή του ονόματός του. Κατά κύριο λόγο θ’αποφεύγει την αδικία, όχι τόσο από τον φόβο της τιμωρίας, όσο από μια βαθιά συναίσθηση τιμής. Ένας πραγματικός τίμιος άνθρωπος δεν αδικεί, έστω κι αν κρατάει το μαγικό δακτυλίδι του Γύγη, που έκανε αόρατον αυτόν που το φορούσε.

Φυσικά μέσα στα πρώτα καθήκοντα του παιδιού είναι η αγάπη προς την πατρίδα. Αλλά η αγάπη προς την πατρίδα αρχίζει από την οικογένεια, έλεγε ένας Άγγλος φιλόσοφος. Καθήκον του παιδιού είναι ν’αγαπάει και να σέβεται τους γονείς του. Και η αγάπη αυτή πρέπει να είναι ειλικρινής και όχι υποκριτική. Να βγαίνει μέσα από τα πραγματικά συναισθήματα του παιδιού. Ακόμη και στην περίπτωση που οι γονείς δεν είναι άξιοι της αγάπης αυτής, το παιδί πρέπει να τους αντιμετωπίζει μ’ένα συγκρατημένο σεβασμό, που σε τελευταία ανάλυση είναι σεβασμός προς τον εαυτό του. Θα θέλαμε ακόμα να προσθέσουμε ότι ανάμεσα στα πρώτα καθήκοντα του παιδιού είναι και η φροντίδα για το σώμα του. Ν’αγαπήσει την Άθληση, για ν’αποκτήσει εύρωστο και υγιές σώμα, που θα’ναι το κατάλληλο σπίτι για να κατοικήσει μια γερή ψυχή, σύμφωνα με το ιδανικό του ¨νους υγιής εν σώματι υγιεί¨ των αρχαίων. Τα γερά σώματα, που κατευθύνονται από γερές ψυχές δεν παρασύρονται εύκολα από τις σειρήνες της διαφθοράς, που μαγεύουν πολλά παιδιά της εποχής μας και τα σπρώχνουν στην καταστροφή.

Μακριά, λοιπόν, από τη διαφθορά, τις κακές παρέες και τις κακές συνήθειες. Αυτά είναι τα βασικά καθήκοντα, για να γίνουν αύριο τα παιδιά σωστοί πολίτες. Μα ίσως θα έπρεπε να πούμε πως το πιο βασικό καθήκον τους είναι να μείνουν πάντα παιδιά. Να κρατήσουν την αγνότητα, τον αυθορμητισμό και τον ενθουσιασμό των παιδικών τους χρόνων. Να μη γεράσουν πριν από την ώρα τους. Αλλά κι αν γεράσουν από τα χρόνια, να κρατούν μες στα στήθη τους μια καρδιά που θα δονείται από νεανικούς παλμούς.

Όλα κύριε Νίκο είναι εδώ …

Ήταν σημαντικός Έλληνας ο Νίκος Γκάτσος (1911-1992) . Ποιητής, συγγραφέας-μεταφραστής, στιχουργός. Άφησε τεράστιο έργο. Μαζί με τον συνθέτη Μάνο Χατζηδάκι έγραψαν μουσικά αριστουργήματα.

Για τον Nίκο Γκάτσο ο συνθέτης και στιχουργός Γιώργος Ανδρέου έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο ¨ Γράμμα στον κύριο Γκάτσο ερμηνεύτρια η Τάνια Τσανακλίδου. Ένα όμορφο τραγούδι αριστούργημα, που μας ταξίδεψε σε ό,τι αγαπάμε και σε ό,τι μας πληγώνει. Η ομορφιά αυτού του τραγουδιού πονά, όπως η ίδια η ζωή.
Ας το απολαύσουμε :

¨Το σπασμένο βιολί του κόσμου ακόμα ουρλιάζει .
Στα σπαρμένα χωράφια η μέρα χαράζει.
Φαντάροι χορεύουν τις νύχτες σε άδειες ταβέρνες.
Δελφίνια στο πέλαγο μόνα, νεράκι στις στέρνες.
Νησιά ταξιδεύουν στον ήλιο, κανείς δεν μιλάει,
την άνοιξη όλοι προσμένουν ,
κι αυτή προσπερνάει.
Όλα κύριε Νίκο είναι εδώ,
όπως τα άφησες εσύ κι όπως τα ξέρεις,
από της λύπης τον καιρό,
κι όταν γυρίσεις και σε δω,
μέσα στη στάμνα τη χρυσή νερό να φέρεις,
της λησμονιάς πικρό νερό.
Το πιστό σκυλί της Ιθάκης στα πόδια σου κλαίει,
και η καλή, παλιά Περσεφόνη τραγούδια σου λέει.
Η φωτιά πληγή που σε καίει, δε λέει να γιάνει,
το πικρό όνειρο φταίει του αδελφού Μακρυγιάννη.
Πόσο ακόμα ραγιάδες η Κρήτη και η Μάνη,
Σκοτεινές μαυροφόρες μανάδες στου Οδυσσέα το Χάνι ¨ .

Ξύπνησαν φυγάδες

Κατάμεστη η αίθουσα του ¨Μεταξουργείου¨, την Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009, όπου έγινε η παρουσίαση του βιβλίου : ¨ Νέα Ιωνία Μαγνησίας, Προσφύγων Πόλις ¨. Μια ακόμη επιτυχημένη έκδοση της ¨Πολιτιστικής Εστίας Μικρασιατών Νέας Ιωνίας Μαγνησίας ¨.

Μέσα στις τριακόσιες σελίδες του βιβλίου παρουσιάζεται ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό, άρτια ταξινομημένο και καταγραμμένο από τη ζωή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας που μετά την καταστροφή του 1922, εγκαταστάθηκαν στο Βόλο.

Δεν θα κάνω κριτική στο βιβλίο. Σαν απόγονος της τρίτης γενιάς προσφύγων, αφιερώνω στην ιερή μνήμη αυτών που χάθηκαν, κατά την καταστροφή, δύο αποσπάσματα από βιβλία της συγγραφέας Διδώς Σωτηρίου :

¨Η είδηση φτερούγισε από σπίτι σε σπίτι, από χωράφι σε χωράφι. Έφτασε ο ελληνικός στρατός ! Ήταν η 2 Μαΐου 1919. Οι άνθρωποι παρατούσαν τις δουλειές , στεκότανε λίγο, το λέγανε μέσα τους συλλαβιστά να το χωρέσει ο νους. Κι ύστερα το φωνάζανε και δυνατά και τρέχανε να το πούνε και στους άλλους . Κάνανε το σταυρό τους και αγκαλιαζόντανε και κλαίγανε.
Το χωριό γέμισε σημαίες μεγάλες και μικρές, που τις ράψανε οι γυναίκες τους τελευταίους μήνες ...

¨Ματωμένα χώματα¨, Διδώ Σωτηρίου .
¨Πρόσφυγες. Που ν’ακουμπήσουν οι πρόσφυγες ; Τι να σκεφτούν ; Τι να ξεχάσουν ; Τι να πράξουν ; Που να δουλέψουν ; Πως να ζήσουν ;

Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δέντρα και στα χωράφια. Το φαΐ στη φουφού. Και βάλθηκαν να τρέχουν, να φεύγουν κυνηγημένοι από το Τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου.

Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από το άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο. Έναν κόσμο ξεκουρντισμένο, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο. Έπηζαν οι δρόμοι, το λιμάνι, οι εκκλησιές, τα σχολεία, οι δημόσιοι χώροι. Ψάχναν τον αίτιο, αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γη, τον Κεμάλ, τον Βενιζέλο, τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ , τον πόλεμο. Μα πάνω απ’ όλα το Άγγλο, που έκανε αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού.

Κοιμήθηκαν αποβραδίς, νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, άστεγοι, άποροι, ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας, του Βόλου, της Πάτρας.

Οι ξυπόλητοι πρόσφυγες φόρεσαν παπούτσια καμωμένα από λάστιχα αυτοκινήτων και ντύθηκαν με σάκους από αλεύρι.

Γυναίκες που είχαν γνωρίσει μια άνετη ζωή, φύλαγαν στην ουρά, για ένα κομμάτι ψωμί … ¨
¨Οι νέοι περιμένουν¨, Διδώ Σωτηρίου
Κλείνω με τα λόγια της προέδρου των ΙΩΝΩΝ κ. Άννας Αΐβαζόγλου, από τον χαρετισμό της έκδοσης του βιβλίου :

¨Για όλους εμάς ήταν μια σπάνια εμπειρία, ένα ωραίο ταξίδι με στόχο την Ιθάκη, την πολύτιμη αυτή έκδοση-αφιέρωμα στη Νέα Ιωνία της καρδιάς μας ¨ .

Ρομαντικοί καιροί

Ο Στέφανος Δραγούμης (1842-1923), υπήρξε μία πολιτική προσωπικότητα μεγάλου βεληνεκούς. Μετά τις σπουδές του στη Νομική της Αθήνας, εισήλθε στο δικαστικό σώμα φθάσας μέχρι τον βαθμό του εφέτη. Αποχωρήσας του δικαστικού σώματος, ασχολήθηκε με την πολιτική. Στενός συνεργάτης του Χαριλάου Τρικούπη, διετέλεσε βουλευτής και υπουργός Εξωτερικών, για να γίνει Πρωθυπουργός, για λίγους μήνες, κατά την κρίσιμη περίοδο (1909-1910) .

Στο παρόν σημείωμα θα αναφερθώ σε ένα περιστατικό από την ιδιωτική ζωή του Δραγούμη, όπως το έγραψαν οι εφημερίδες μετά τον θάνατό του :

¨Κατά τον πρώτον διορισμόν του ως πρωτοδίκης διορίστηκε στην Πάτρα. Στην ίδια πόλη υπηρετούσε ως ανώτερος διοικητικός υπάλληλος και ο Μπαρήτς, ο οποίος είχε μίαν και μόνην κόρην, την Κασσιανήν, εκτάκτου καλλονής και έναν γιο τον Δημήτριο. Ο Στέφανος Δραγούμης εσχετίσθη με την οικογένειαν και αγάπησε την κόρην. Της πρόσφερε δε τότε , διαρκούντος του ειδυλλίου, μία μαρμάρινην πλάκα, επί της οποίας ήταν χαραγμένοι οι κάτωθι στίχοι του αποτελούντες σε ακροστιχίδα το όνομά της :


Κάλλος , φρόνησιν και χάριν, ως η θέμις το απήτη
Αι τρεις χάριτες, αι μούσαι και η θεία Αφροδίτη
Σοι εδώρησαν ως δώρον , άδολος καρδία πάσα
Σου θηριεύει την φιλίαν , εις την γην μας καταβάσα
Ιατρεύεις , αν θελήσεις, πάσαν θλίψιν, πάντα πόνον
Ανατρέπεις δ’ή εγείρεις μ’εν σου βλέμμα πάντα θρόνον
Νύξιν εις τους πάντας δίνει να θαυμάζωσιν τον κτίστην
Η πολλή σου ευφυία , όντως σ’έπλασεν αρίστη ¨.

Η περικαλλής αυτή κόρη απεβίωσε το έτος 1922, σε μεγάλη ηλικία στον Πόρο. Ο φαρμακοποιός του Πόρου Φ. Καμπιώτης μετά του οποίου συνδέονταν η Κασσιανή , ζήτησε μετά τον θάνατόν της να εύρει εις την οικίαν της την περίφημη μαρμάρινη πλάκα με την ακροστιχίδα του Δραγούμη. Η Κασσιανή του είχε μιλήσει γι αυτή και το ειδύλλιό της.

Δεν την βρήκε, παρά τις έρευνές του, διότι ελλείψει κληρονόμων, τα έπιπλα της Κασσιανής διηρπάγησαν υπό των γειτόνων.

ΤΑ ΧΑΝΙΑ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ

Γράψε μας κάτι για τα Χάνια, μου είπαν οι καλοί φίλοι μου Οδυσσέας Φαφίτης και Αντώνης Πούλιος, πελέκα μας μια σημείωση για τον «ΠΑΝΑ» .

Το θέλεις, δεν το θέλεις, πως όμως ν’αρνηθείς ένα τόσο θερμό κάλεσμα, όταν προέρχεται από φίλους. Δεν είναι μόνο οι φίλοι, είναι κι ο τόπος, ο τόπος της νιότης , τα πανέμορφα Χάνια, που γνώρισα στα χρόνια της αφροντισιάς, τότες που όλα ήταν έμορφα, γελούμενα, ζωηρόχρωμα. Χάνια και Πάνας , δυο λέξεις αξιαγάπητες , που με σελαλίζουν στα χρόνια της ανεμελιάς και που με ταξιδεύουν
σ’αλαργινούς καιρούς.

Γνώρισα τα Χάνια , την εποχή που έγιναν τα εγκαίνια του ξενώνα, καλοκαίρι του 63, όταν πέρασα κάμποσες μέρες εκεί, τον μήνα Αύγουστο. Η μοναξιά, ο πράσινος τόπος, τα μονοπάτια με τις βατομουριές, η κυρα-Θεοπούλα, οΜπάρπα-Γιάννης, η Κατίνα, ο Αντώνης Πούλιος, οι βραδιές και οι μέρες, ο Αποστόλης ο Πασσιάς, η κ. Λένα, ο ¨Παράδεισος¨, οι περίπατοι, ο ¨Λούκουλος¨, το χάνι του Ζήση, ο χαμήλος τόπος, η βαθύσκιωτη γη, που την έζωναν από παντού τα κανάλια των παγωμένων νερών. Ο Δημήτρης ο Γατζός στον Πηλέα, το κόκκινο Αιγαίο, ο δρόμος, που φιδοσέρνεται, η Ζαγορά η χαμένη κι απόκρυφη. Όλα ήταν
τόσο φανταχτερά, τόσο μαγευτικά, τόσο απολαυστικά για τα χρόνια εκείνα, τα γεμάτα νιάτα και όνειρο.

Θυμάμαι τα εγκαίνια ύστερα, 13 χρόνια απ’ τον Οκτώβρη του 63. Την προσλαλιά του προέδρου του ¨Πανός¨ προς τους παρεβρισκομένους, το δεσπότη.Θ. Κλαψόπουλο, που έκοψε την ταινία της εισόδου στον ξενώνα, τους εκπροσώπους του αθηναϊκού τύπου, τον συγγραφέα Χρήστο Λεβάντα, τους πολλούςπολλούς επισκέπτες. Κρατώ στα χέρια μου το περιοδικό ¨ΠΑΝ¨ της εποχής , κοιτάζω τη φωτογραφία του, που είναι τραβηγμένη μπροστά στον ξενώνα, το
ωραιότατο κτίριο, τις πολλές γνωστές φυσιογνωμίες, παλιούς φίλους, που πολλοί
έφυγαν πια. Ο τόπος, οι πέτρες, το δάσος πίσω. Τα μονοπάτια, που διαβήκαμε σε
ανυποψίαστες ώρες της νιότης, που νιώσαμε την καρδιά μας να κελαϊδάει τα δοξαστικά της ωραίας ηλικίας, τον καιρό, που όλα ήταν αλλιώς κι αλλιώτικα έμελλε να τραβήξουν.

Νοσταλγώ τα Χάνια της νιότης, για όλα εκέίνα που γνώρισα εκεί, για όλα εκείνα που συζήτησα εκεί, με καλούς και αλησμόνητους φίλους. Τα πρωινά τα ξαφνιασμένα μέσα στις νεροσυρμές, τα μεσημεριάτικα σταλίσματα στον ¨Παράδεισο¨, τους εσπερινούς περιπάτους, πέρα-πέρα. Είναι κάτι, που θέλω να το ξαναζήσω. Να το ξαναζήσω με τα μάτια εκείνης της ώρας, τις αισθήσεις της ηλικίας, τη δίψα της μάθησης και της γνώσης . Να ξαναμιλήσω με τα δέντρα του δάσους, τις αδελφές μου οξυές, που με το μαχαίρι μου σκάλισα στους κορμούς τους το ασήμαντο όνομά μου και τη χρονολογία των ημερών εκείνων : 1-9-63. Τη στιγμή, που χαράζω αφτές τις γραμμές, έχω στη σκέψη μου όλο το πανόραμα των Χανίων: Τα δέντρα, τα μονοπάτια, τις νεροπηγές, τη ρίγανη, τις συντροφιές, που έφτιαξα εκεί, τα όμορφα χρόνια της νιότης, που έμειναν τόσο πίσω πια.

Ο ¨ΠΑΝ¨ με ταξιδεύει και φέρνει μέσα μου το μεγάλο σάλαγο των βουνών. Οι σελίδες του με σηκώνουν και με αλαργεύουν. Βουνά, αγέραστα στηρίγματα της φυλής, αθάνατες Κάπες της Αντίστασης και της αρετής των ελλήνων. Πήλιο με τις βαθύσκιωτες συνομιλίες σου, τα μεγάλα καταφύγια, των μυστικών σου, τους αντάρτες σου και τους ηρωισμούς σου. Ίσως μου δοθεί η χάρη να ξαναγυρίσω σε σένα, για να ξαναζήσω τις σιωπές σου, για να ξαναγευτώ τους διαλο-
γους σου. Να περπατήσω στα μονοπάτια της νιότης, να κουβεντιάσω με τις νεροσυρμιές σου, να καθίσω στις πέτρες που κάθισε ο Σικελιανός και σε ύμνησε. Αλλά, δεν είμαι ο μόνος. Δεν είμαι η εξαίρεση. Όλοι όσοι σε γνώρισαν, όλοι όσοι κοινώνησαν απ’ τα λαΐνια των πηγών σου, όλοι όσοι σε έζησαν, έτσι ή αλλιώς, κοντά ή μακριά από σένα, ζουν με την ελπίδα να ξαναγυρίσουν σε σένα, να ξαναζήσουν τα πανέμορφα χρόνια της νιότης και της χαράς. Δεν είμαι,λοιπόν η εξαίρεση, δεν είσαι λοιπόν, ο τόπος, που μπορείς να ξεχαστείς. Ζεις στις καρδιές των ανθρώπων και στις μνήμες εκείνων, που ευτύχισαν να σε γνωρίσουν νέοι.

( Χρονικό που έστειλε στο περιοδικό του Φ.Ο. ¨ΠΑΝ¨ ο συγγραφέας Ηλίας Λεφούσης, από μια επίσκεψή του στο Πήλιο) .

Επιμέλεια ανάρτησης : Βασίλης Παλαμηδάς – Μέλος του Φ.Ο.¨ΠΑΝ¨ .

Φυλής ολοκλήρου έγερσις

Η Εθνική επέτειος της 25ης Μαρτίου 1821 είναι μια ιστορική ημερομηνία κατά την οποία το Έθνος σύσσωμο απαναστάτησε και απελευθέρωσε τη χώρα από τον Τουρκικό ζυγό. Ο μεγάλος δημοσιογράφος και διευθυντής της ¨Καθημερινής¨ Γ.Α.Βλάχος εκατό χρόνια μετά την έκρηξη της επανάστασης, την Πέμπτη 25 Μαρτίου 1921, σε άρθρο του με τίτλο ¨Εμπρός εις τους τάφους σας …¨ γράφει :

¨Προ εκατό χρόνων – την σημερινήν αυγήν - εις μίαν γωνίαν δούλης γης ολίγοι γενναίοι ύψωσαν αιματηρόν τον παιάνα της αιωνίας ελευθερίας και τον παιάνα αυτόν αντελάλησαν ευτυχή τα βουνά και τον ανέμελψαν πυρπολούμεναι και φαιδραί των υποδούλων αι πόλεις και τον ήκουσε τρέμων ο τύραννος, έκθαμβος ο κόσμος. Και οι ολίγοι έγιναν πολλοί και έγινε φυλής ολοκλήρου Έγερσις ιερά. Το κίνημά των και η υπόδουλος εκείνη γωνία της Γης έγινεν η Ελλάς, Ελλάς ωραία, Ελλάς ελευθέρα, Ελλάς πατρίς των αιωνίων ιδανικών. ..

Προ εκατό χρόνων. Ήσαν έρημοι τότε αι πόλεις, πτωχοί οι άνθρωποι και κραταιοτάτη των Αυτοκρατοριών, η Τουρκική Αυτοκρατορία. Επάνω εις την δοξασμένην Ελλάδα του παλαιού καιρού είχεν επί τετρακόσια έτη πέσει βαρύ του τυράννου το πέλμα. Εδώ, κάτω από του Παρθενώνος τον βράχον , μόλις ανεγνώριζεν ο διαβάτης, εις όσα απέμειναν πτωχά ερείπια, την μεγάλην πόλιν του Περικλέους, αλλού της αρχαίας Σπάρτης την αλκήν, έκλαιαν νεκρά τα νερά του Ευρώτα. Και επάνω από τα ερείπια αυτά, βάρβαρος είχε στήσει τον χορόν του αίματος η τυραννίς. Ύψωσαν όμως προ εκατόν χρόνων – την σημερινήν αυγήν – αιώνιον το παιάνα της Ελευθερίας οι ολίγοι γενναίοι. Και τον αντελήθησαν ευτυχή τα βουνά και ερίγησαν τα αρχαία μάρμαρα και υψώθησαν υπερήφανοι οι αυχένες των δούλων και από το πυρ και τον σίδηρον και το αίμα ανεπήδησεν η Ελλάς, η Ελλάς η ωραία, Ελλάς ελευθέρα, Ελλάς πατρίς των αιωνίων ιδανικών…

Εις τους τάφους σας, εμπρός εις το ευλογημένον των χώμα, μεγάλοι των χρόνων εκείνων Πατέρες, κλίνομεν πάνοπλοι και σήμερον το γόνυ, τίμια τέκνα Σας, εφέραμεν μέχρι του Ολύμπου και της Ίδης και της Ροδόπης και τώρα μακράν προς την Προύσσαν και το Δορύλαιον, τον ευλογημένον εκείνον της Ελευθερίας δαυλόν. Τον παιάνα που υψώσατε, τραυματίαι, αιμόφυρτοι, νεκροί τον ψάλλομεν ημείς ακόμη, πατέρες ιεροί. Και την στιγμήν αυτήν όπου, χαράς εδώ κήρυκες, βαρβάρων αλλού καταλύται, ηχούν ακόμη των Ελλήνων τα τηλεβόλα, κλίνομεν ημείς , ευγνώμονες, εμπρός εις τους τάφους Σας το γόνυ και από τα δοξασμένα σας λείψανα ζητούμεν αληθινήν, ευλογημένην, σώτειραν των ελευθεριών του κόσμου, την υπέρ των όπλων μας ευχή ! ¨ .