Είναι μερικά γραπτά κείμενα που όσα χρόνια και αν περάσουν, δεν θα χάσουν τίποτε από την ομορφιά τους και το μεγαλείο τους. Όπως για παράδειγμα το παρόν, που έγραψε πριν πολλές δεκαετίες ο μεγάλος της δημοσιογραφίας Παύλος Νιρβάνας (1872-1937). Έχει τίτλο "Κατάργησις ηλικιών".
Εις το εξοχικόν εστιατόριον μου επαρουσίασαν, μετά το γεύμα, ένα σεβαστόν κύριον. Ηλικία υπέρ τα εβδομήντα, λευκή γενειάς, περιβολή ντεμοντέ, χωρίς να είναι και παλαιά, μαύρος λαιμοδέτης, κολλάρα απηρχαιωμένου ρυθμού, σκληρό καπέλο υπό θερμοκρασίαν φούρνου, μπαστούνι με κοκκαλίνην λαβήν, σοβαρότης με μίαν λέξιν, εις χρώματα, σχήματα, ιστορικήν παράστασιν. Διότι η παράστασις του γέροντος ήτο πράγματι μια παράστασι ιστορική.
Κάτι τι ως ξεθωριασμένη μορφή παλαιάς φωτογραφίας, αποσπασθείσα από παλαιόν λεύκωμα, κινούμενη ως βρυκόλαξ εγκατασταθείς μεταξύ ζωντανών ανθρώπων και ομιλών, εις τόνον ήχους αναδιδομένης από βαθύτατον φρέαρ, την γλώσσαν που δεν ακούγεται πλέον, μίαν άπταιστον καθαρεύουσαν. Τίποτε το σύγχρονον δεν υπήρχε εις τον συμπαθητικόν αυτόν αναχρονισμόν. Καμμία χασμωδία εις τον αρχαϊκόν αυτόν ρυθμόν. Ο ταξιθέτης ενός μουσείου θα ημπορούσε να τοποθέτηση επί της αρχαιότητος αυτής, χωρίς κανένα κόπον, μία ασφαλή χρονολογίαν. Ο γέρων ημπορούσε να είχε και ζώντας συγχρόνως τους. Ορισμένους όμως ήτο ο μόνος αντιπρόσωπος της εποχής του.Αλλά ο γέρων ήτο θανασίμως μελαγχολικός, εις την ωραίαν σεληνόφωτον νύκτα.
- Δεν μας λέτε τίποτε... του είπεν έξαφνα μία ευγενική κυρία, διακόπτουσα τους θλιβερούς στοχασμούς του.
- Τι να σας ειπώ κυρά μου. Τι μπορώ να ειπώ πλέον εγώ; Εγώ ζω με τους νεκρούς.
- Και όμως είναι τόσοι ζωντανοί γύρω σας. Και τόσες ωραίες κυρίες, που θα ήσαν ευτυχείς να σας ακούσουν.Ο γέρων έκαμεν ένα πικρόν μειδίαμα.
- Σας ευχαριστώ κυρά μου! Καλωσυνη σας και ευγένεια σας. Αλλά τι ημπορείτε να περιμένετε εσείς, νέοι άνθρωποι, από τον τελευταίον γέροντα, ο οποίος απέμεινεν εις τας Αθήνας; Διότι, κυρά μου,είμαι ο τελευταίος γέρων. Μάλιστα. Και αυτός είναι ο πόνος μου και η δυστυχία ρου.
- Ο πόνος σας;
- Ακριβώς κυρά μου. Ματαίως αναζητώ γύρω μου έναν άνθρωπον της εποχής μου, ένα γέροντα επί τέλους, δια να ανταλλάξω μαζί του ολίγας λέξεις, να με εννοήση και να τον εννοήσω, να περάσω την ώραν μου, κι εγώ, όπως την περνάτε εσείς οι νεώτεροι. Έχάθηκαν οι γέροντες από τας Αθήνας. Δεν υπάρχει πλέον γήρας εις την πόλιν!
Αν δεν ωμιλούσε με τόσον τραγικόν τόνον ο σεβαστός κύριος θα υπέθετε κανείς, ότι αυτοσχεδιάζει μίαν κακήν ειρωνείαν εις βάρος των ομηλίκων του, οι οποίοι εγέμιζαν την μικράν πλατείαν με τα νεανικά των ψαθάκια, τους χρωματιστούς λαιμοδέτας, τους νεανικούς των τρόπους και τα φλογερά βλέμματα, με τα οποία κατέτρωγαν τα ολόγυρα δεσποινίδια. Αλλά τα μάτια του σεβαστού κυρίου ήσαν υγρά, καθώς ωμιλούσεν, υγρά από μίαν βαθυτάτην μελαγχολίαν και ένα αίσθημα τρομακτικής απομονώσεως.
- Είμαι ένας ξεριζωμένος, κυρά μου. Είμαι ένας Ροβινσών που ευρέθη έξαφνα εβδομηκοντούτης, εις την ερημίαν. Είμαι ένας εξόριστος, που αποθνήσκει εις την εξορίαν. Εύρετέ μου σας παρακαλώ ένα γέροντα, εύρετέ μου ένα σύντροφον και θα σας τον πληρώσω με την ζωήν μου. Αλλά δεν θα τον εύρετέ. Είμαι βέβαιος ότι είναι αδύνατον να τον εύρετέ. Το είδος εξέλιπεν οριστικώς. Και ο μελαγχολικός ερημίτης εβυθίσθη και πάλιν εις τους μελαγχολικούς των στοχασμούς, τους οποίους καμμία βέβηλος φωνή δεν ήρχετο να ταράξη. Εσκεπτόμεθα όλοι μερικά πράγματα. Έξαφνα μια παιδική φωνή διέκοψε την ευλαβή σιγήν της συντροφιάς.
- Μαμμά! Μαμμά!- Τι τρέχει, παιδί μου;
- Να καθίσω μαζί σας;
- Τι να κάνης μαζί μας, παιδί μου, ένα κοριτσάκι εσύ; Δεν πας με τις φιλενάδες σου να παίξης;Η μικρούλα έκαμεν έναν χαριτωμένον μορφασμόν παραπόνου.
- Μα τι έγιναν επί τέλους, η Κική, η Μαρίκα, η Πόπη, η Ερατώ; Πώς τις άφησες;Η μικρούλα έπνιξε ένα λυγμόν.- Παίζουνε πόκερ μέσα στη σάλα...Ο σεβαστός κύριος επρόλαβε κάθε άλλη απάντησιν.
- Ακουσε, παιδάκι μου! είπε. Βλέπω πως κ' εσύ έμεινες μόνη σου σαν κ' εμένα. Μαζί με τους γέρους εχάθηκαν και τα παιδιά από τον κόσμον.Έλα να παίξουμε μαζί!.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου