Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2007

Δεν έκανε σωστό λογαριασμό

Εσπούδασε Νομικά. Νέος ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Πρόκειται για τον αείμνηστο και εξέχοντα δημοσιογράφο Κωστή Χαιρόπουλο (1871-1932). Συνεργάστηκε με τις προπολεμικές εφημερίδες της εποχής "Χρόνος" και "Πρωΐα". Ήταν ο πατέρας του μεγάλου μουσικοσυνθέτη, στο ελαφρό τραγούδι, Χρήστου Χαιρόπουλου. Το ταλέντο του ήταν η ευθυμογραφική στήλη. Έγραφε το καθημερινό χρονογράφημα. Ένα δείγμα της δουλειάς του παραθέτω από ένα χρονογράφημα με τίτλο: "Ο λογαριασμός του Νικολού" , εφημερίς "Πρωΐα" 9-7-1926:


Προτινός μια γραία, η οποία διετήρη μικρομάγαζων εις τον Πειραιά, απέθανεν αιφνιδίως. Μεταξύ των εμπορευμάτων της η αστυνομία άνευρε δέμα περιέχον πλέον των πεντήκοντα χιλιάδων δραχμών. Το γεγονός εσχολιάσθη δυσμενώς δια την αποθανούσαν, η οποία ήτο γνωστόν, ότι διήγεν αθλιέστατον βίον, τρώγουσα καθημερινώς ψωμί και ελιές, δια να αποταμιευη τα χρήματα. Και οι μεν δυσμενείς κρίσεις δεν ήσαν καθ' ολοκληρίαν αδικαιολόγητοι. Διότι μια γεροντική υπαρξις, άνευ κληρονόμων, μάλιστα, δεν πρέπει να κακοπερνά, συσσωρεύουσα εις το σεντούκι τα χιλιόδραχμα, τα οποία δεν θα της χρησιμεύσουν ποτέ. Αλλ' ιδού ότι έρχεται ο θάνατος του Νικολού δια να δικαίωση την αποθανούσαν γραίαν. Ο μπάρμπα-Νικολός ήτο ένας τύπος Αθηναϊκός, γνωστότατος εις την συνοικίαν της Νεαπόλεως. Εβδομηντάρης περίπου, άνευ ουδενός συγγενούς, έξη με το τακτικόν εισόδημα μικρός περιουσίας, την οποίαν είχε επιτύχει να συγκέντρωση εργαζόμενός επί μακρά έτη εις Αμερικήν. Το εισόδημα τούτο του επήρκει δια να ζη μετρίως. Αλλά μίαν ημέραν έκαμε την ακόλουθον σκέψιν:


Βρε δεν είμαι τρελλός; Ζω οπωσδήποτε φτωχικά με τους τόκους των χρημάτων που έχω και αφήνω άθικτο το κεφάλαιο! Για ποιο λόγο; Ποιος θα τα πάρη μετά τον θάνατον μου; Είμαι εβδομήντα ετών. Πόσο θα ζήσω ακόμα; Δεν κάνω λογαριασμό και ν' αρχίσω να τρώω και από τα έτοιμα; Αποτέλεσμα των σκέψεων τούτων ήταν να κατανεμηθή το υπάρχον κεφάλαιον εις δέκα ίσα μέρη, όσα χρόνια υπελόγιζε ο κάτοχος του ότι ηδύνατο να ζήση εισέτι, και να αρχίση το φάγωμα. Η πρώτη πενταετία επέρασε και τα ημίση των διαθεσίμων κατηναλώθησαν. Αλλ' επέρασε και η δευτέρα πενταετία και το κεφάλαιον ολόκληρον εξηντλήθη. Τότε ο μπάρμπα-Νικολός ανένηψεν. Ενώ είχε γίνει ογδοηκοντούτης, δεν είχε αποθάνει, σύμφωνα με τους υπολογισμούς που είχε καταστρώσει προ δέκα ετών. Αλλά τα χρήματα είχον φαγωθή. Το δίλημμα, εις το οποίον ευρέθη ο ατυχής, υπήρξε τραγικόν. Τι του έμενε να κάμη; Να εργασθή εις την ηλικίαν που ευρίσκετο ήτο αδύνατον. Να ζήτηση θέσιν κωμικόν. Δεν εχρησίμευεν ούτε δια πορτιέρης. Μετά πολλάς αμφιταλεντεύσεις κατέληξεν εις την απόφασιν να επαιτήση, ακριβώς εις την ιδίαν συνοικίαν, όπου διήλθε τα ευτυχή χρόνια της ζωής του και όπου τον εγνώριζεν όλος ο κόσμος τόσον αυτόν, όσον και την τελευταίαν ιστορίαν του. Κατέλαβε, λοιπόν, μίαν γωνίαν, εις κάποιον δρόμον της Νεαπόλεως, και ήρχισε το έργον του, έπαναλαμβανών προς κάθε διερχόμενον διαβάτην την εξής στερεότυπον φράσιν:

Δώστε, Χριστιανοί, ελεημοσύνη και στον μπάρμπα-Νικολό που δεν έκανε σωστό το λογαριασμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: