Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Μηδέν εις το πηλήκιον

Υπηρέτησα την στρατιωτική μου θητεία κατά τα έτη 1962 και 1963 στις Ειδικές Δυνάμεις (Δυνάμεις Καταδρομών). Μονάδα μου η Ε΄ Μοίρα Ορεινών Καταδρομών, με έδρα την πόλη της Δράμας. Πολλές οι αναμνήσεις, μεγάλες οι εμπειρίες από τα δύσκολα εκείνα χρόνια.

Αφορμή για τούτο το σημείωμα μου έδωσε ένα διήγημα με τίτλο ¨Μηδέν εις το πηλήκιον¨, ένα από τα οκτώ διηγήματα, που περιλαμβάνονται στο βιβλίο με τίτλο ¨ Η μεγάλη εκδήλωση του ενός¨ του συγγραφέα Δημήτρη Λέντζου.

Εσατζήδες και Λοκατζήδες ποτέ δεν είχαν καλές σχέσεις. Είχαν μια αντιπαλότητα, μεταξύ τους, μηδεμινή ανοχή, συχνές κόντρες . Στα χρόνια της θητείας μου, έγινα πολλές φορές αυτόπτης μάρτυρας μικροεπεισοδίων με την στρατιωτική αστυνομία.

Το βιβλίο του Δημήτρη Λέντζου με ¨ταξίδεψε¨πολλά χρόνια πίσω, στα χρόνια του στρατού, και με έκανε να νιώσω μέσα μου, νοερά, εκείνο το σφρίγος και την λεβεντιά των πράσινων μπερέδων :

¨Η πλατεία Κουμουνδούρου είχε βγάλει τα τραπέζια της έξω, μπροστά στα σουβλατζίδικα και τα ζαχαροπλαστεία. Έτσι είναι οι πλατείες σαν τους ανθρώπους, το χειμώνα κλείνονται μέσα και με τις πρώτες δειλές ζέστες του Απριλίου, βάζουν τα κοντομάνικά τους. Τούτος ο χειμώνας του 1976 ήτανε βαρύς γι’αυτό και η άνοιξη ήρθε τόσο επιβλητική και τόσο ¨θαυμασία¨ στο Μεγάλο Πεύκο.

Θαυμασία λοιπόν η άνοιξη αλλά ωραιοτάτη και η νύχτα στην πλατεία Κουμουνδούρου με την τσίκνα από τα σουβλάκια, τις μυρωδιές από τους βασιλικούς, ναι είχε βασιλικούς τότε η Κουμουνδούρου στις αυλές αλλά και στα πρεβάζια των μικρών νεοκλασικών, και μέσα στις μυρωδιές και την άνοιξη, ο κόσμος σε πλήρη ανθοφορία. Λογής-λογής κόσμος, μεροκαματιάρηδες επαρχιώτες που θα φύγουν αύριο για τα χωριά τους, φαντάροι όλων των σωμάτων, πουτάνες στα πλατύσκαλα των μπορντέλων και των λερών μικρών ξενοδοχείων με τις πόρτες βαμμένες με μπλε λαδομπογιά, ποτέ άλλωστε δεν κατάλαβα πως τόσο πολύ ο άνθρωπος συνδυάζει την ερωτική πράξη με χώρους που μοιάζουν με καμπινέδες, μάλλον όλα τα ένστικτά μας, έχουν την ίδια ρίζα, όσο και να φαίνονται διαφορετικά δένδρα, γι’αυτό ακριβώς λειτουργούν όλα το ίδιο άγρια και το ίδιο ωραία.

Το Σάββατο λοιπόν εδώ στη Κουμουνδούρου βγαίνανε και οι φαντάροι, όπως είπαμε, τσάρκα, όλων των λογιών τις τσάρκες, από το να φάνε ένα σουβλάκι και να πιούνε μια μπύρα, έως τις περιβόητες εκείνες μπουρδελότσαρκες, με τα ατέλειωτα παζάρια με τις πουτάνες και τους πούστηδες στην Ομόνοια και στα πέριξ αυτής σκοτεινά μέρη.

Και ύστερα οι πιο θαρραλέοι, θα μπαίνανε να ακούσουνε κανένα κλαρίνο στη Βάθη και στη Σατωμβριάνδου, με ρεφενέ μια Δεμέστιχα και μια φρουτοσαλάτα, κι οι πιο θαρραλέοι πάντα ήτανε οι Λοκατζήδες. Περνούσανε στις επωμίδες τους πράσινους μπερέδες και με σηκωμένα τα μανίκια ήτανε έτοιμοι για όλα . ¨ Αν σας δείρει κανείς άλλος καλύτερα να μη βγείτε στην αναφορά ποτέ, ν’ανοίξετε λάκκο και να μπείτε ¨, τους έλεγε πάντα ο Μαστραπάς το πρωί στην αναφορά.

Στην πλατεία λοιπόν τις καθημερινές ¨πολλώ δε μάλλον¨ τα Σαββατοκύριακα βγαίνανε περιπολία οι Εσατζήδες, αλλά και το Μικτό, δηλαδή περιπολία με ένα Εσατζή, ένα Ναυτονόμο και ένα Αερονόμο.
Και αλλοίμονο σε όποιο φανταράκι πιάνανε, λίγο ατιμέλητο, λίγο πιωμένο, ασκούφωτο με σκονισμένες αρβύλες και άλλα τέτοια, περί της εμφανίσεως και συμπεριφοράς, μικροπράγματα.

Και συνήθως έτσι συνέβαινε για να δείξουνε μούρη στα κοριτσόπουλα και τις πουτάνες, που δεν τους γουστάρανε καθόλου γιατί μάλλον τους θύμιζαν τους νταβατζήδες τους.

Την κόντρα όμως την μεγάλη την είχανε με τους λοκατζήδες, γιατί οι λοκατζήδες δεν μασάγανε από τέτοια, χαιρετούρες, δηλαδή και ψαρώματα. Βέβαια να σκεφτούμε ότι οι Εσατζήδες έρχονταν από μια απόλυτη εξουσία πάνω στο στράτευμα και τους πολίτες, που είχανε στη χούντα, αλλά τώρα στη μεταπολίτευση τους είχε κοπεί λίγο το λοφίο και ο τσαμπουκάς και οι λοκατζήδες έβγαλαν απέναντί τους το άχτι τους, για ό,τι είχανε περάσει τα τελευταία χρόνια από δαύτους.

Έτσι όταν σμίγανε στα σοκάκια και τα μπουρδέλα της Κουμουνδούρου έπεφτε χοντρό ξύλο, και είχανε μπει σε ένα παιχνίδι σκληρό και ανελέητο.

Όποιος τις έτρωγε, μαζί με τα ούρα του που μάζευε, του παίρνανε και το καπέλο, το πηλήκιο δηλαδή για τους Εσατζήδες και τον μπερέ για τους Λοκατζήδες.

Παίρνανε λοιπόν τα καπέλα σαν λάφυρα και πηγαίνανε και τα κρεμούσανε στα παλούκια στο φράκτη του γηπέδου, απέναντι ακριβώς από τον ιστό της σημαίας στο χώρο της αναφοράς.

Ο Μαστραπάς κάθε πρωί, όταν άρχιζε η αναφορά, κοιτούσε απέναντι στα σιδερένια παλούκια με τα καπέλα. Όταν έβλεπε τα καπέλα στα παλούκια φώναζε : ¨Μπράβο ! Μπράβο, ηθικόν ακμαιότατον, σαν πούτσες σηκωμένες, μπράβο ! ¨ και έδινε εντολή να μαζέψουν τα καπέλα στο ΚΨΜ , που σε μια μεγάλη σανίδα στον τοίχο τα φύλαγε το ένα δίπλα στο άλλο, και θα ήτανε μαζεμένα καμιά εβδομηνταριά τέτοια καπέλα με γραμμένα στο γείσο τους, την ΕΣΟ, τους μήνες και το ΑΣΜ αλλά και την πόλη καταγωγής, Πύργος δηλαδή, Αμαλιάδα, Σπάρτη, Φιλιατρά, αλλά και άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, αλλά και ματωμένες καρδιές, ¨λοκατζήδες καρλιόληδες¨ και άλλες ωραίες επιγραφές μεγίστου στρατιωτικού ήθους και κάλλους.

Τις φορές όμως που ο Μαστραπάς έβλεπε τα παλούκια στην αναφορά άδεια, αγρίευε και ποιος είδε το διάβολο και δεν τον φοβήθηκε.

¨Να φέρετε όλοι τους μπερέδες σας για καταμέτρηση, λαπάδες, και όποιου του λείπει θα τον γαμήσω, θα πάρει άδεια του Αγίου Πούτσου¨, γιατί ξέχασα να σας πω ότι ο Άγιος αυτός και προστάτης του στρατεύματος, έχει μια μεγάλη διαφορά από όλους τους άλλους αγίους, ότι γιορτάζει κάθε μέρα και ειδικά στα ΛΟΚ, όταν είναι άδεια και ασκεπή τα παλούκια του συρματοπλέγματος στο χώρο αναφοράς του στρατοπέδου.

Μια μέρα λοιπόν που γιόρταζε ο Άγιος που λέγαμε, ο Μαστραπάς κάλεσε την Καναδέζα των ονίων να παρκάρει μπροστά στο ΚΨΜ και αφού έβαλε και μαζέψανε τα πηλήκια από τη σανίδα τα συσκεύασε μέσα σε τρία μεγάλα χαρτόκουτα, τα οποία τα έκλεισε με ταινία και έγραψε στο καθένα χωριστά : ¨Παραλαβή από τον ίδιον τον Διοικητή της ΕΣΑ εις το Γουδί κ Παναγόπουλον Δημήτριον ¨. Κράτησε μόνο ένα πηλήκιο με ΑΣΜ 106, του Πύργου δηλαδή. ¨Αυτό να το δώσετε στα χέρια του, αλλοιώς μη γυρίσετε πίσω¨, είπε στο λοχία Παναγιώτου που θα συνόδευε την Καναδέζα έως το Γουδί. ¨Μάλιστα κύριε Διοικητά¨, απάντησε σε στάση προσοχής, με μεγάλη περηφάνια για την επιλογή του ο λοχίας Παναγιώτου.

Ο Μαστραπάς και ο Παναγόπουλος, για όσους το αγνοούνε, ήταν συμφοιτητές στην Ευελπίδων. Ο Παναγόπουλος καταγόταν από τον Πύργο και ο Μαστραπάς από την Καλαμάτα. Αντίθετοι χαραχτήρες σε όλα, από την ομάδα ποδοσφαίρου, μέχρι το γούστο στις γυναίκες, αλλά πάνω απ’όλα είχανε εντελώς άλλη αντίληψη για το στρατό, την πολιτική και τους φαντάρους. Ο Μαστραπάς ήτανε Ολυμπιακός, στη χούντα είχε κυνηγηθεί, με στερήσεις, δυσμενείς μεταθέσεις, ποτέ δεν είχε βρίσει γυναίκα, και τέλος αγαπούσε πολύ τους φαντάρους, σκληρός στην εκπαίδευση με μεταδοτικότητα, υψηλού ήθους και φαγητό υψηλών προδιαγραφών. Όλοι άλλωστε το λέγανε : ¨ Στο Μεγάλο Πεύκο μπορεί να τρως τ’αρχίδια σου στην εκπαίδευση, αλλά τρως καλά ¨ .

Το αντίθετο όλων αυτών, ήτανε ο Παναγόπουλος, Παναθηναϊκός στην ομάδα και αντίθετος σε όλα τα άλλα από τον Μαστραπά.

Να μην ξεχάσουμε και κάτι σημαντικό, την οικογενειακή κατάσταση καθενός. Ο Μαστραπάς ήτανε ανύπαντρος και έμενε με την αδελφή του την Τασία ανύπαντρη και αυτή στη Νίκαια, στην οδό Καραϊσκάκη 5.

Ο Παναγόπουλος ήταν παντρεμένος, πατέρας δύο κοριτσιών και έμενε στου Ζωγράφου, στην οδό Μ. Αλεξάνδρου 6, στον 3ο όροφο.

Η Καναδέζα με τα πηλήκια πέρασε την πύλη της ΑΣΔΕΝ και κατευθύνθηκε προς το Διοικητήριο της ΕΣΑ. Ο λοχίας Παναγιώτου με τον οδηγό, το Νίκο το Σαβλή από την Αμφιλοχία, που όπως καταλαβαίνετε κονόμησε αμέσως το ωραίο του παρατσούκλι ¨Καβλής¨ , χωρίς καμμία σκέψη παραπάνω, κατεβάσανε τις κούτες και τις αφήσανε πάνω σε ένα ξύλινο παγκάκι της εισόδου.

¨Τι είναι αυτά¨ , τους λέει ο φύλακας, ένας μαντράχαλος δύο μέτρα, με κατεβασμένο το πηλήκιο μέχρι τη μύτη για ψάρωμα.
¨Να τα δώσεις στο Διοικητή σου, του τα στέλνει ο Διοικητής μας ο Μαστραπάς ¨ .
¨Και τι είναι αυτά ; ¨ .
¨Δεν ξέρουμε εμείς ¨ .
¨Τι ξέρετε ρε ψάρακες εσείς ; ¨ .
¨Είναι και αυτό εδώ ¨, του λέει ο Παναγιώτου.
Και του δίνει το μικρό κουτί σε σχήμα δώρου με το ένα από πηλήκιο μέσα με τα ΑΣΜ του Πύργου.
¨Τι είναι αυτό; ¨ , ρώτησε ο μαντράχαλος με το άσπρο περιβραχιόνιο.
¨Δωράκι¨, του απάντησε ο Παναγιώτου και φύγανε γρήγορα, όπως ήρθανε από την πύλη και όπως περνούσανε την μπάρα ανοίγει την πόρτα της Καναδέζας ο Παναγιώτου και φτύνει.

Αμάν, μόλις το είδανε αυτό οι Αλφαμήτες πήρανε φωτιά, φώναζαν, σκίζανε τα ρούχα τους και τα καπέλα τους, ο Καβλής πάτησε κι άλλο το γκάζι και εξαφανίστηκε μέσα στο Γουδί.

Την άλλη μέρα στην αναφορά ο Παναγόπουλος αλλόφρων και βλάσφημος διέκοπτε βιαίως την αναφορά και κυνηγώντας με κλωτσιές και φτυσιές του Εσατζήδες, τους φώναζε να φέρουν όλοι στην αναφορά τα πηλήκιά τους. Ο Ευαγγέλου, ο γραφιάς του Β΄γραφείου με τα χοντρά γυαλιά και τη μικρή φαλάκρα, που έμοιαζε σαν μικρή μυρμηγκοφωλιά στ’αλώνι, στεκόταν με προσοχή πίσω από την κούτα με τα πηλήκια, το πεσκέσι δηλαδή του Μαστραπά.

Σε λίγο γυρίσανε όλοι οι Εσατζήδες τρέχοντας με τα καπέλα τους φορεμένα κρατώντας σφιχτά να μη πέσουνε από το τράνταγμα του κεφαλιού τους. Παρατάχθηκαν όλοι στις σειρές τους και τότε ο Παναγόπουλος περνώντας δίπλα τους ήλεγχε ένα-ένα τα κεφάλια τους με τα πηλήκια. Φθάνοντας στον Βασιλόπουλο από το Κατάκωλο, πιάνοντάς τον βίαια από την επωμίδα τον βγάζει έξω από τη σειρά.
¨ Έβγα μπροστά αρχίδι, και τα λέμε ¨ .

Ο Βασιλόπουλος κιτρίνισε, το πηλήκιό του ήταν χωμένο βαθιά μέχρι τα φρύδια, δυο νούμερα δηλαδή μεγαλύτερο από το δικό του.

Το ίδιο έγινε με επτά ακόμη Εσατζήδες, άλλου δεν χωρούσε καθόλου το κεφάλι, άλλου ήταν ραγισμένο το γείσο, άλλου ήταν φαρδύ και άλλου ήταν βρώμικο και ξηλωμένο.

Οι οκτώ Εσατζήδες καθήσανε προσοχή στη σειρά μπροστά κάτω από το κοφτερό μάτι του Παναγόπουλου.
¨Βγάλτε ρε μουνιά τα πηλήκια και ακουμπήστε τα πάνω στη μάντρα ¨, δηλαδή μπροστά στα πόδια του, γιατί ο χώρος της αναφοράς ήταν σε δύο επίπεδα, στο χαμηλότερο οι Εσατζήδες και στο ψηλότερο ο Παναγόπουλος με τον Ευαγγέλου.
¨Πάρε τα πηλήκια γρήγορα και βγάλε τα άλλα από την κούτα και φέρτα εδώ ¨ .
Ο Ευαγγέλου με όση ταχύτητα του επέτρεπε ο ράθυμος ρυθμός του, άδειασε τα πηλήκια στο χώμα και τα έδινε ένα-ένα στον Παναγόπουλο, πατώντας κάθε φορά και μια δυνατή προσοχή μπροστά του, με όση δύναμη βέβαια του επέτρεπαν τα πλαδαρά του μέλη.
¨Όσοι είναι από τον Πύργο να βγούνε δεξιά ¨ , είπε. Από την οκτάδα βγήκαν τρεις : ο Αριστόπουλος, ο Λέπουρας και ο Στίπας και βγήκανε και άλλοι πέντε από την αναφορά, και αφού παρουσιάστηκε ένας-ένας μπροστά στον Παναγόπουλο, που κατέβηκε σιγά-σιγά τα τρία σκαλιά της μικρής μαντρούλας, έφτυσε μπροστά τους με δύναμη, με τον Ευαγγέλου να τον ακολουθεί πάντα κατά πόδας.
¨Ευαγγέλου κοίταξε μέσα στα καπέλα ΑΣΜ,ΕΣΟ, παλαιότητα ¨, άκου παλαιότητα, ένα πράγμα σαν κρασιά δηλαδή.
¨Ευαγγέλου συντόμευε, συντόμευε κωλαρά, φόρεσέ τους τα, και δες τίνος είναι, ένα-ένα ¨ .

Ο Ευαγγέλου αφού τα δοκίμασε στα κεφάλια τους, και με βάση τα γραμμένα μέσα στα πηλήκια κατέληξε σε μια σειρά, τα οκτώ πηλήκια ήταν στη σωστή τους θέση, στα σωστά κεφάλια δηλαδή. Ο Παναγόπουλος αφού έκανε δύο βήματα πίσω, έκανε μεταβολή, ανέβηκε πάλι τα τρία σκαλιά και ανεφώνησε με όση δύναμη φωνής είχε, και να λέμε και του στραβού το δίκιο, από φωνή, φωνάρα, έσκιζε :΅
¨Λόχος , προσοχή, ημιανάς, προσοχή ...¨ .
¨Μηδέν, μηδέν, εις το πηλήκιον ¨ .
¨Αρχίδια αρχίδια και σαφρίδια, αν αύριο στην αναφορά δεν μου φέρετε οκτώ πρασινομπερέδες ν’ανοίξτε τη γη και να μπείτε μέσα. Τους ζυγούς λύσατε μουνιά ¨ . Και με πιο σιγανή φωνή μονολόγησε : ¨ θα σε γαμήσω εγώ Μαστραπά ¨ .

Το τι ακολούθησε μετά δεν λέγεται . Στην Κουμουνδούρου έπεφτε κάθε βράδυ το ξύλο της αρκούδας, οι μπερέδες, εναλλάσονταν με τα πηλήκια, σαν φιλοφρονήσεις, ο Μαστραπάς και ο Παναγόπουλος αλληλοβριζόντουσαν γραπτώς και τηλεφωνικώς παντού, μέχρι που έμαθε τα καθέκαστα ο αρχηγός της ΑΣΔΕΝ ο Κωνσταντινόπουλος από την Τρίπολη και τους κάλεσε στο αρχηγείο και τους έβαλε χέρι κανονικά.
¨Τι πράγματα είναι αυτά, τους είπε, σαν μικρά παιδιά κάνετε. Θα το μάθουν επάνω και θα μας γαμήσουνε όλους. Πηγαίνετε τώρα και ήσυχα ¨ .
Ο Παναγόπουλος και ο Μαστραπάς με τα καπέλα στα χέρια τραβήξανε για τη πόρτα, αλλά τους σταμάτησε η φωνή και
πάλι του Κωνσταντινόπουλου.
¨Ποιος νίκησε τελικά ; ¨.
Δεν πήρε καμμιά απάντηση. Οι δύο άσπονδοι φίλοι εξαφανίστηκαν. Λένε ότι μέχρι την αποστρατεία τους δεν αντάλλαξαν ούτε μία καλημέρα.
Ένα ανοιξιάτικο βραδάκι στην Κουμουνδούρου, μετά από λίγα χρόνια, σ’ένα σουβλατζίδικο, σε δύο μικρά τραπεζάκια με το νάϋλον τραπαζομάντηλο, με τα μπουκάλια της μουστάρδας και του κέτσαπ, τρώγανε το σουβλάκι τους, συνταξιούχοι πια, ο Παναγόπουλος και ο Μαστραπάς. Ο Μαστραπάς φώναξε το γκαρσόνι και του είπε σιγά στ’αυτί :
¨Βάλε μια μπύρα από μένα σ’αυτόν τον κολόγερο απέναντι ¨ .

Δεν υπάρχουν σχόλια: