Τον πατέρα μου τον έλεγαν Χρήστο. Ανθή τη μάνα μου, αδέλφια έξι, αγόρια τέσσερα, θυγατέρες δύο. Γιώργος, Αποστόλης, Κλεομένης, Βασιλική-Κούλα, Ηλίας και Γεωργίτσα, που χάθηκαν, πάνε πολλά χρόνια. Πατρίδα μου η Κερασιά του Βόλου. Σπίτια ως 150, ως 20 χιλιόμετρα από Βόλο. Παιδικά χρόνια δύσκολα, χωράφια κι’ αμπέλια, μεσαίο νοικοκυριό, άνθρωποι αποσταγμένοι, ζωή ταλαιπωρημένη.
Τα αδέλφια Αποστόλης και Κλεομένης, πήρανε μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας (1941), κατοχή κατόπι, καιροί μελαγχολικοί, κακουχίες και δυστυχίες. Όλοι μας υπηρετήσαμε την αντίσταση ( 1941-1944), μικροί και μεγάλοι, η απελευθέρωση έπειτα, φυλακωθήκαμε και εξοριστήκαμε, διαλυθήκαμε κατά κράτος. Είμαστε όμως αγαθοί από χαραχτήρα, κακότητες και μίση ανύπαρκτα, με την ευγενέστερη έννοια του όρου.
Στα 1951 που αποφυλακίστηκα από τις φυλακές ανηλίκων της Κηφισιάς, γράφτηκα στο νυχτερινό γυμνάσιο Βόλου – δραματικά χρόνια. Σκηνές απ’τη ζωή μου εκείνων των καιρών, καταχώρησα στο μυθιστόρημά μου ¨ Ασημίνα Λάιου ¨, που βγήκε το 1984 και που έλαβε το Κρατικό βραβείο πεζογραφίας.
Το ίδιο βιβλίο γυρίστηκε στη τηλεόραση – σήριαλ από τον σκηνοθέτη Τάσο Ψαρρά. Μαθητής ακόμη έγραψα το ¨Ένας χειμώνας από τη ζωή μου¨ (1960) . Ως την ώρα που χαράσσω αυτές τις γραμμές (11-5-05) έβγανα 22 βιβλία, ενώ αναμένεται ένα βιβλίο αφιερωμένο στην οικολογία.
Έζησα όλα μου τα χρόνια στο Βόλο, πόλη που τράβηξα πολλά βάσανα, που όμως έγραψα όλα μου τα βιβλία και τα είδα να βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας κατά χιλιάδες. Εδώ έκανα οικογένεια, ό,τι ωραιότερο απόχτησα στη ζωή.
Στα 1966 παντρεύτηκα την Κωστούλα Ν. Αναγνώστου απ’το χωριό μου, κάναμε δύο αγόρια , ο ένας γιατρός, ο άλλος γεωπόνος, Χρήστος και Νίκος. Διατήρησα για πολλά χρόνια ένα επαγγελματικό γραφείο με επιτυχία. Οι νύχτες ήταν αφιερωμένες στο διάβασμα και στο γράψιμο, ο Κύριος ήξερε γιατί. Κάποιους καιρούς έκανα τον ρεπόρτερ στη ¨Θεσσαλία¨, εφημερίδα του Βόλου, επί Αχιλλέα Ορφανίδη – μελαγχολικές εποχές.
Ο Δήμος Βόλου με τίμησε με το μετάλλιο της πόλης για την προσφορά μου στα γράμματα και επίσης το Εργατικό Κέντρο, για το βιβλίο μου ¨ Το εργατικό κίνημα του Βόλου 1881-1936 ¨. Αν και αντιμετώπισα πολλά δεινά σ’αυτή την πόλη, ζω ήρεμα στο σπίτι μου, με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Ως άνθρωποι, αν και ζούμε πολλά χρόνια σ’αυτή την πόλη, αντιπροσωπεύουμε έναν παραδοσιακό κόσμο που κουβαλάμε στις πλάτες μας και στην ψυχή μας. Ετούτο το αλαλούμ που ζούμε σήμερα δε το πολυκαταλαβαίνουμε, ζούμε ίσως παράμερα.
Στα βιβλία μου, που έγραψα με πολύ πάθος, κινούνται μεγάλες ομάδες ανθρώπων ή και ολόκληροι λαοί, όπως είναι ο παλιός αγροτικός κόσμος της Θεσσαλίας και οι εργάτες των πόλεων. Αν και πιστεύω πως έγραψα μετά από γίγαντες, επιμένω να λέω πως με τα βιβλία μου έφερα άγνωστα πράγματα στην επιφάνεια, με μια προσωπική γραφή , που ήρθε ύστερα από μεγάλη άσκηση και τα πολλά χρόνια. Δεν δυσκολεύτηκα στις επιλογές των θεμάτων, όσο στη διατύπωση του λόγου. Οι σελίδες που με άνεση διαβάζετε στα βιβλία μου, κρύβουν πολύ μόχθο και γράφτηκαν πολλές φορές, ίσαμε να λάβουν τη μορφή που έχουν.
Στη πόλη που ζω, αν και συχνά φιλέρημος, με γνωρίζουν όλοι ή τουλάχιστον πολλοί. Ακούω καθημερινά ¨καλημέρα σας¨ κ Λεφούση, πως πάμε :¨ Γράφουμε κανά καινούργιο βιβλίο ;¨Δόξασοι ο Θεός, κάτι γίνεται ¨. Άνθρωποι της γειτονιάς και της πόλης. Οι κρυφές χαρές της ζωής, η παρηγοριά της ψυχής. Ο έκτακτος λόγος της καρδιάς. Οι συγγραφείς στην επαρχία λογαριάζονται ως καλοί άνθρωποι, κάτι σαν παπάδες να πούμε.
Θα μπορούσα να κατηγορήσω αυτή την πόλη στο πρόσωπο κάποιων βασανιστών της ζωής, που η μοίρα τους μπερδεύει στα πόδια σου. Μα η πόλη είναι εκείνη που με καλημερίζει κάθε πρωί και με καληνυχτίζει κάθε βράδυ. Κάτω απ’το παραθύρι μου, η νεραντζιά, μου σπάζει τη μύτη με τα λουλούδια της και η βεράντα μου είναι καταστόλιστη απ’τις βουκαμβίλλιες. Τα χρόνια, αντίς να συσσωρεύουν πάθη, είναι λογικότερο να συσσωρεύουν σοφία. Η πόλη που ζω είναι η πόλη μου, είναι ο τόπος μου, που απάγκιασα τα όνειρά μου και έγραψα τα βιβλία μου. Σε ανάσα αναπνοής απ’τις όχθες του Αναύρου, ώρα της άνοιξης, με ξεκουφαίνουν τ’αηδόνια.
Aτενίζοντας πίσω δεν μπορώ να καταλάβω πως μπερδεύτηκα
σ’ετούτη την περιπέτεια με τη λογοτεχνία. Κανονικά θάπρεπε να διάλεγα ένα επάγγελμα, όπως οι νέοι του χωριού μου, αγρότης, τσομπάνος ή κιρατζής, αυτές ήταν οι επιλογές.
Μα όλα τα έφερε τούμπα η φυλακή, που στάθηκε για ελόγου μου ένα μεγάλο σχολείο. Έζησα πέντε χρόνια ανάμεσα σε πολιτικούς κρατούμενους, που κάμποσοι ήταν Πανεπιστημιακοί δάσκαλοι. Εκείνοι μου έβαναν το βιβλίο στα χέρια μου και μου άνοιξαν τη μαγεία της γνώσης. Στα 1977 έκανα ένα σπίτι στην Πάνω Κερασιά, στο χωριό μου, την καμένη απ’τους Γερμανούς. Εκεί περνάω τα καλοκαίρια μου. Εκεί έγραψα τα μεγαλύτερα βιβλία μου.
Ο πατέρας μου, μνημείο καρτερικότητας και υπομονής, χαραχτηριστικός τύπος της προπολεμικής μακάριας Ελλάδας,
κουράστηκε πολύ ως να μας μεγαλώσει μια κοπή παιδιά. Δεν μιλάω για τη μάνα μου, που στάθηκε ένας μάρτυρας, ολημερίς να καταγίνεται με το νοικοκυριό και την έγνοια να μας ταΐσει, να μας ποδέσει και να μας βγάλει στον κόσμο. Η λαλιά της ηχούσε ακατάπαυστα στο σπίτι, φωνή καθαρή, περιεχτική και καλομιλημένη, η καρδερίνα. Άξιζε ένα βασίλειο και της χρωστάω πολλά.
Το αποκεί το σόι της, άνθρωποι της γης, ήταν αφοσιωμένοι στα εκκλησιαστικά και τηρούσαν τη θρησκευτική τάξη. Ο παππούς μου Δημήτρης Τσακμάκης καλός νοικοκύρης, ήτανε και ψάλτης και ο μπάρμπας μου ο Θανάσης επίσης αδελφός της μάνας μου. Ψαλτάδες ήταν επίσης απ’το σόι της ο μπάρμπα-Τριαντάφυλλος Αναγνώστου και οι γιοι, Δημήτρης και Νίκος που ήταν πεθερός μου. Ανάμεσά τους και ο πολύκλαυστος δάσκαλος Γιώργος Κολιαμβές, που πέθανε στα 24 του χρόνια, άνθος. Σ’αυτό το περιβάλλον να βάνουμε και τον Αντώνη Κολιαμβέ, τον ερημίτη της Άνω Κερασιάς, που έλαβε μαθήματα στη μεγάλη σχολή του Γένους και που η ζωή του στάθηκε μυστήριο για κείνονε που θα ήθελε να την μελετήσει.
Όλο το σπίτι των Κολιαμβέων , που είναι βαθύ και πολυδαίδαλο, σοι από την πλευρά της μάνας μου, ήταν ένα σόι μυστηριώδες, που χάνεται στο χρόνο και τη σιωπή του. Πάνω στην προσάρτηση της Θεσσαλίας, 1881, τους συναντάμε ως πέντε αδέλφια να διευθύνουν στην Πόλη τα μεγάλα καταστήματα αποικιακών ¨Βόσπορος¨, που αμέσως με την προσάρτηση, τους καταστρέφουν οι Τούρκοι και γυρίζουν στην Κερασιά καραβοτσακισμένοι. Οι άνθρωποι εκείνοι ως κλώνοι του γένους μου άφησαν πίσω τους μια αξιοσέβαστη μνήμη που αξίζει να διατηρηθεί. Οι Κολιαμβέοι ήταν ξεχωριστοί άνδρες, ωραίοι και αριστοκρατικοί στους τρόπους, ακόμα και στις δύσκολες μέρες της ζωής. Η μάνα μου, που είχε μνήμη και ένα καμάρι για το σόι της, μίλαε συχνά για τους Κολιαμβέους, που έζησαν πολλά χρόνια στην ξενιτιά : Αλεξάνδρεια, Πόλη, Βουκουρέστι, Μόσχα και αλλού.
Ανιστορούμε τα κλέη τους. Το δάσκαλο Γιώργο Κολιαμβέ, που πέθανε στα 24 χρόνια του, τον έκλαιγε και τον τραγούδαε ίσαμε που πέθανε κι ίδια.
Δεν ξέρω γιατί κάθομαι και χαράζω αυτές τις γραμμές στο σπίτι μου, στον Άναυρο του Βόλου, Γαρέφη 4, Τετάρτη 11-5-05. Δεν έχω απαντήσεις μέσα μου. Μπορεί καμιά φορά να χρειαστούν για το άσημο άτομό μου. Προτού κλείσω αυτή τη σελίδα, να χαράξω και κάτι για τους Λεφουσαίους. Στα μητρώα της κοινότητας Μακρινίτσας αναφέρονται δύο καταχωρήσεις : Λεφούσης Δήμος του Κων/νου, έτος γεννήσεως 1880 και Λεφούσης Κωνσταντίνος του Γεωργίου, έτος γεννήσεως 1845.
Για πολλά πράγματα δεν έχω ανταποκρίσεις μέσα μου, με κατέχει βαθιά σιωπή. Ζω πολύ μόνος. Και οι φίλοι χάθηκαν. Απ’την πόλη που βλάστησα, απ’την πόλη που χάθηκα. Το αίνιγμα της ζωής μου : η χειρ μου θα χαθεί η υπογραφή μου θα μείνει.
Βόλος 11-5-2005
Γαρέφη 4 - Άναυρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου