Μία μετά τα μεσάνυχτα. ΄Εχω αϋπνίες. Δεν μπορώ να κλείσω μάτι. Πάω στη βιβλιοθήκη μου. Παίρνω τυχαία ένα βιβλίο. Είναι ¨Ποιήματα Κ. Καβάφη¨. Το ανοίγω. Διαβάζω :
Ένας γέρος
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ΄ένας γέρος,
με μια εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια,
που είχε και δύναμη, και λόγο, κ’εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ, το νοιώθει. Το κυττάζει,
κ’εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό. Τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η φρόνησις πως τον εγέλα,
και πως την εμπιστεύνταν πάντα – τι τρέλλα ! –
την ψεύτρα που έλεγε : ¨Αύριο. Έχεις πολύν καιρό ¨.
Θυμάται ορμές που βάσταγε και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώση
κάθε ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
…Μα απ’το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίστηκε κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι ¨.
Μου άρεσε το ποίημα. Και το κυριώτερο , μου δημιούργησε διάθεση ύπνου για τη συνέχεια της βραδιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου