Υπήρξαν και χρόνια δύσκολα, ιδίως κατά τον 19ο αιώνα, για τον προφορικό και έμμετρο λόγο, όπως τα περιγράφουν επώνυμοι ποιητές στα πονήματά τους. Θα συναντήσουμε φερ’ειπείν τον Αχ. Παράσχο, όταν διαμαρτύρεται για την απαξίωση της ποίησης σ’έναν κόσμο αλόφρονα και αντιπνευματικό :
¨Της μούσας η βασίλισσα κατηρημώθη πλέον,
ωρφάνευσε του Παρνασσού το άλσος , εξηράνθη.
Έπαυσε δάφνας να γεννά, ως άλλοτε και άνθη,
και μάτην ένδακρυς ζητώ καμμίαν αηδόνα…
Οι ποιηταί ημιτελή και άλλων χρόνων όντα,
νόθοι ανθρώπου και σκιάς, δραπέται των μνημάτων,
καιρός να λείψουν, τι ζητούν νεκροί εις κόσμον ζώντα ;
Θέλομε άρτον…περιττόν το άσμα των ασμάτων !
Στον Γεώργιο Σουρή, όταν αναλογίζεται τας εισπράξεις του πένητος βίου του :
¨Και ο μπαμπάς απέθανεν με δίχως διαθήκην
και τα παιδιά του έψαχναν να εύρουν χαρτζηλίκι,
αλλά δεν ηύραν τίποτε,παρά χαρτιά γραμμένα,
κ’έναν σταυρό καθώς αυτόν, που έδωσε σ’εμένα
ο κύριος Πρωθυπουργός για δόξα και τιμή.
Στον Κ. Παπαρρηγόπουλο, όταν διερρωτάται για τις δυνατότητες του λόγου μεσούντος του θετικισμού :
¨Σχίσε τον χάρτην, σκόρπισε χαμαί και την μελάνην
και θραύσε το κονδύλιον , δεν χρησιμεύουν πλέον,
αν ζώσιν τα μειράκια εις σκότος και εις πλάνην,
τι άγνωστον διέμεινε και τι να είπω νέον ; ¨
Στον Αλέξ. Σούτσο, όταν διαπιστώνει πόσο αλυσιτελές φάρμακο είναι η ποίηση :
¨Χασμούρημα το κάθε τι, ως κι η αθανασία,
οπόταν δεν αισθάνομαι τι θέλω Μαυσωλεία ;
Η ποίησις υπόληψιν μεγάλην κι αν με δώσει,
τι θέλω κατορθώσει ;
Ζωήν αθάνατον ζητών με εναρμονίους ήχους,
μη τάχα δεν γηράσκω ;
Μ’ενύσταξε και ο Παρνασσός , και τώρα, γράφω στίχους,
βεβαιωθείτε χάσκω. ¨
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου