Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

Βράδυ παραμονής Χριστουγέννων

Για τα δικά του Χριστούγεννα, από τη φοιτητική ζωή στο Μόναχο, μας αφηγείται ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Νίκος Δήμου, στο κείμενό του με τίτλο ¨Το κρύο και η ζέστη¨. Μια γλαφυρή ιστορία , με πανέμορφες στιγμές συγκίνησης και με ένα απρόσμενο και ¨κρύο¨φινάλε :

¨Για όλους –εκτός από τα παιδιά- γιορτή σημαίνει ανάμνηση. Τα παιδιά βέβαια παρελθόν δεν έχουν, έχουν το ζωντανό παρών. ( Όσο για το μέλλον, το έχουν και αυτό, αλλά δεν το ξέρουν. Και ίσως καλύτερα ) .

Εμείς όμως παρελθόν. Κάθε χρόνο και πιο φορτωμένο. ¨Θυμάσαι τα Χριστούγεννα του 73 ;¨Θυμάσαι την Πρωτοχρονιά του 65 ;¨ !

Αυτές τις μέρες θυμήθηκα τα Χριστούγεννα του 1959. Είχε χιονίσει πολύ αυτόν τον χρόνο στο Μόναχο, λευκές παραμονές, κατά πως πρέπει. Ξαφνικά ζωντάνεψαν πάλι όλες οι γλυκερές καρτ ποστάλ, παιδάκια με κόκκινες μύτες και μάλλινες σκούφιες , έλκηθρα, χιονισμένα έλατα στις πλατείες, χωριαδάκια θαμμένα στο χιόνι, με φωτισμένα παράθυρα και δραστήριες καμινάδες .

Για μένα, όμως, ήταν κακή χρονιά.: πένθη, πικροί χωρισμοί, ατυχίες ,έτσι όπως καμιά φορά έρχονται όλα μαζί τα δυσάρεστα. Μπήκε ο Δεκέμβρης, έκανα πως δεν έβλεπα, πως δεν άκουσα και κυρίως, πως δε θυμόμουν. Κυριακή άναψαν οι Γερμανοί κι άλλο κεράκι στο στεφάνι της αντβέντ. Στο τέταρτο κερί πανικός. Αχ αυτές οι μέρες της υποχρεωτικής, της αναγκαστικής χαράς, πόσο σκληρές είναι γι’αυτούς που δεν καταφέρνουν να πιάσουν την εθνική, κατά κεφαλήν, νόρμα ευτυχίας.

Ήμουν μόνος . Όχι μονάχα από τις περιστάσεις. Ήμουν θεληματικά, πεισματικά μόνος. Προτάσεις φίλων, προσκλήσεις, εκδρομές, τίποτα. Εξαφανίστηκα. Κι έμεινα παραμονή Χριστουγέννων στη σοφίτα μου, έκτος όροφος, σε μεταπολεμική φτηνοπολυκατοικία χωρίς ασανσέρ , να κοιτάω τον κεκλιμένο τοίχο.

Βράδυ παραμονής Χριστουγέννων στη Γερμανία.

Όλοι στα σπίτια γύρω από το δέντρο, ψυχή στους δρόμους.

Τραγουδάνε τα παραδοσιακά τους τραγούδια και ανοίγουν τα δώρα. Τα τραγούδια είναι όμορφα-παλιά αναγεννησιακά ή μπαρόκ- και η ατμόσφαιρα ζεστή από τα κεριά. Υπάρχουν πολλά καλούδια : πλέτζαν σαν κουλουράκια, κριστ – στόλεν σαν τσουρέκι, ξηροί καρποί και κονιάκ. Όταν χτυπήσει έντεκα, ντύνονται όλοι ζεστά – ζεστά και πάνε στην εκκλησία ν’ακούσουν τη λειτουργία του Μπαχ, του Μότσαρτ, του Σούμπερτ, με χορωδίες , ορχήστρες και αρμόνια. Τα παιδιά κοιμούνται πολύ αργά (μεγάλη εξαίρεση) αγκαλιά με τα δώρα τους. Την άλλη μέρα θα έχει χήνα γεμιστή με πολλά ωραία συνοδευτικά και γλυκά.
Κι εγώ στη σοφίτα, μισούσα τον εαυτό μου κι όλο τον κόσμο. Είχα μια μπουκάλα κακό κονιάκ, μου χαλούσε το στομάχι, αλλά γι’αυτό και το έπινα. Έβαλα ραδιόφωνο : όλο τραγούδια Χριστουγεννιάτικα. Ο άλλος σταθμός είχε εορταστική συναυλία. Είχα ένα μαγνητόφωνο και είπα να την ηχογραφήσω. Πρωτόγονοι τρόποι. Δεν είχε ¨΄εξοδο¨ το ραδιόφωνο, ηχογραφούσα με μικρόφωνο. Κάποια στιγμή, είχα ξεχάσει πως ηχογραφούσα , ακούγοντας ένα κομμάτι, με πήραν τα κλάματα. Έχω ακούσει αυτή τη μαγνητοταινία. Πάνω από τον Μότσαρτ ακούγονται λυγμοί.

Τέλειωσε το μπουκάλι , ζαλίστηκα, με πήρε ο ύπνος ξημερώματα στον καναπέ. Ήταν έντεκα και μισή το πρωί. Ήμουν πιασμένος, παγωμένος, με ναυτία και πονοκέφαλο. Τα ρούχα είχαν κολλήσει επάνω μου. Το κουδούνισμα συνεχιζόταν επίμονο, ποιος διάβολος ! Είδα και απόειδα , άνοιξα. Στην πόρτα ένας σοβαρός καλοντυμένος κύριος, Γερμανός, άγνωστος. Μου συστήθηκε ευγενικά. Είπε πως είναι μακρινός συγγενής κάποιων γνωστών μου. Μήπως θα είχα κέφι, ρώτησε ο άγνωστος, να τους τιμήσω με την παρουσία μου στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι ;

Μουρμούρισα μερικές δικαιολογίες, ήμουν άρρωστος, άπλυτος, αξύριστος. Ο άγνωστος επέμενε : ¨Έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε ; Εγώ θα σας περιμένω να ετοιμαστείτε ! Ενδόμυχα μου έκανε καλό αυτή η πρόσκληση. Ιδιαίτερα που ήταν άνθρωποι άγνωστοι και θα ξέφευγα από τον παγιδευμένο χώρο. Ευχαρίστησα, ντύθηκα, φύγαμε.

Είχαν ένα πολύ μικρό σπίτι με κήπο στα περίχωρα του Μονάχου. Στην είσοδο με υποδέχθηκε ένας πανέξυπνος χιονάνθρωπος. Μετά γνώρισα τους χιονογλύπτες : ένα κοριτσάκι εννιά, ένα αγοράκι επτά χρόνων, ξανθόμορφα σαν αγγελούδια του Βαυαρικού μπαρόκ. Και η μητέρα συμπαθέστατη. Όσο για τη χήνα, απαράμιλλη σε γεύση και γλύκα .Έλιωνε στο στόμα. Και υπήρχαν τα πάντα : κόκκινο κρασί και κόκκινο λάχανο, πατάτες και γλυκιά σάλτσα με βατόμουρα, δύο γλυκά, κονιάκ καφές. Τα παιδιά ανέβηκαν στα γόνατά μου και τους είπα ελληνικά παραμύθια. Τραγουδούσαμε μετά όλα τα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια : ¨Από τον ουρανό ψιλά ξεφύτρωσε ένα ρόδο¨, ¨Ελάτε,ποιμένες¨,μεχρι το ¨΄Ελατο¨και τη ¨΄Αγια νύχτα¨.

Αργότερα ανάψαμε το τζάκι, ψήσαμε κάστανα, ήπιαμε καφέ με κουλούρια και μπισκότα, είπαμε ανέκδοτα και αστεία. Ξαφνικά ένιωσα σπίτι μου. Τους ήξερα χρόνια, πιο δικοί από τους δικούς μας.

Κάποια στιγμή, από ευγένεια , είπα να φύγω. ¨Μα καθίστε¨ , ¨΄Όχι, όχι ¨! Τελικά ο πατέρας προσφέρθηκε να με πάει με το αυτοκίνητο. ¨θα μου κάνει καλό¨, είπε, ¨μια βόλτα στο κρύο¨. Τα παιδιά με φίλησαν σχεδόν με πάθος. Όταν φτάσαμε έξω από την πόρτα μου, δεν ήξερα πώς να τον ευχαριστήσω. Σκεφτόμουν το κρύο ακατάστατο δωμάτιο από το οποίο με είχε αποσπάσει και τρόμαξα. Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από το κρύο στη ζέστη.

Άρχισα λοιπόν να του λέω πόσο σημαντική ήταν για μένα αυτή η μέρα., πόσο ευγνώμων ήμουν, όταν με διέκοψε :
¨Δεν χρειάζεται ¨,είπε , ¨να μ’ευχαριστήσετε . Εμείς αυτό το κάνουμε κάθε χρόνο. Έχουμε αναλάβει υποχρέωση να καλούμε έναν μοναχικό ή δυστυχισμένο. Φέτος μας έδωσαν το όνομά σας .

Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από τη ζέστη στο κρύο …
Το πορτοφολάκι βυθίστηκε μέσα στο χιόνι , όπου το πέταξα.
Κι άλλο κονιάκ δεν είχα στο δωμάτιο ¨. .

Δεν υπάρχουν σχόλια: