Το "πέρασμα" του από την ελληνική δημοσιογραφία "άφησε εποχή" . Ο λόγος για τον Παύλο Παλαιολόγο. Ήταν ένας "αριστοκράτης" του πνεύματος και της ζωής. Η "παρουσία" του στο "Βήμα" , σε καθημερινή βάση.Ο Παύλος με τα κείμενα του "ζωγράφιζε" τα γεγονότα της καθημερινότητας. Το καλοκαίρι του 1947, σε ένα χρονογράφημα του, κηρύττει το ευαγγέλιο της χαράς και της αισιοδοξίας.
Παρουσιάζει έναν τύπο μεσήλικα, που έχει κατέβει στο Φάληρο, Κυριακή πρωί, με σακάκι, γραβάτα, καπέλο και σιδερωμένο παντελόνι να πέφτει πάνω στη νεολαία που κάνει το μπάνιο της στη Φαληρική ακτή. Ο Παλαιολόγος βάζει τον μεσήλικα που βαδίζει με το βραδυ βήμα της αξιοπρεπούς θλίψεως, να διερωτάται μήπως η νεολαία κατέχεται από αφιλοτιμία, αναισθησία, αμεριμνησία και αδιαφορία. Αλλά φυσικά κάτι τέτοιο δεν υπάρχει και, σε όσους έχουν αυτιά για να ακούνε, οι νέοι και οι νέες προμηνάνε την "ανάσταση" και λένε:
"Ούτε αγνοούμε, ούτε αδιαφορούμε. Την Ιερουσαλήμ κι εμείς την παροικούμε. Πώς ν' αγνοήσουμε; Εμάς αποσπάτε από το θρανίο, από την προετοιμασία ή και από τον έρωτα, για να μας στείλετε στους εμφύλιους σας, που έργο δικό σας είναι. Και φαντάζεσθε πως αγνοούμε; Ούτε αδιαφορούμε. Δεν αδιαφορείτε σεις "που έχετε φάει το ψωμί σας" και αποδίδετε αδιαφορία σε εμάς, που τώρα μόλις ξεκινήσαμε και πρόκειται να σταδιοδρομήσουμε στον τόπο αυτόν, που ματοκυλούν οι κακίες και οι μωρίες σας;".
Μεγάλες αυτές οι αλήθειες που ο Παύλος Παλαιολόγος λέει στους αναγνώστες του. Αλήθειες, που τις περιγράφει με τον πιο ζωντανό τρόπο. Με το δικό του λυρικό ύφος, με εκείνο το ανεπανάληπτο γράψιμο του. Και λέει για τη νεολαία ότι δεν αδιαφορεί, αλλά ατενίζει με αισιόδοξη διάθεση το μέλλον. Δεν περιμένει το έντυπο της κάθε μέρας, δηλαδή την εφημερίδα, για να ρυθμίσει από τους τίτλους των ειδήσεων τον μετρητή της αισιοδοξίας του. Η νεολαία, εκείνα τα χρόνια, υποστηρίζει ο Παλαιολόγος, γελάει γιατί επιταγή της φύσης είναι να μη χάνει μέσα στις θύελλες το γέλιο της. Πηγή του γέλιου της νεολαίας δεν είναι η αναισθησία.
Είναι η πίστη, που έλειψε από τους μεγάλους. Ανήκει και η πίστη στα είδη της νεότητας. Πιστεύοντας ατενίζει με αισιόδοξη διάθεση το μέλλον. "Μόλις πεταχτεί ο νέος απ' το κρεβάτι των αντικρίζει στον καθρέπτη τα μαύρα δαχτυλάκια των κατσαρών του μαλλιών, βλέπει την κόκκινη "περισπωμένη" στα χείλη του, τους κύκλους των πόθων στα μάτια του και ξεχειλισμένος από το σφρίγος, "μαστιγωμένος" από φιλοδοξίες, πολιορκημένος από ανησυχίες, προσδοκίες και όνειρα, ατενίζει τον γαλάζιο ουρανό, αγκαλιάζει τη γαλήνια θάλασσα, κυλιέται στη ζεστή άμμο, μεθάει απ' το φως του ελληνικού ήλιου και ρωτιέται αυτός για τους μεγάλους: πως όταν υπάρχει τόσο κέφι και τόση ζωντάνια πάνω στη γη, πως βρίσκονται άνθρωποι με κατήφεια;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου