Στις 18 Οκτωβρίου 1944 από τις 9 το πρωί μέχρι τις 12 το μεσηημέρι βούιζαν τα αυτιά των ανθρώπων της πόλης του Βόλου και υποχωρούσε το έδαφος από τα πόδια των Γερμανών στρατιωτών, που αισθάνονταν τον άμεσο κίνδυνο, γιατί εμφανίστηκαν στον ορίζοντα διαδοχικά εννέα αεροπλάνα της RAF.
Επειδή διαδόθηκε ότι πρόκειται να γίνει βομβαρδισμός του λιμανιού, οι περισσότεροι Βολιώτες εγκατέλειψαν τα σπίτια και πήγαν σε ασφαλέστερα μέρη, όσο πιο μακριά άντεχαν τα πόδια τους. Στις 2 άρχισαν να υπερίπτανται αρκετά αεροπλάνα, τα οποία αφού γύριζαν σε κάθετη κλιση ρος τα σημεία όπου λιάζονταν τα πολεμικά πλοία των Γερμανών, πετούσαν καταπάνω τουςβόμβες που από μακριά φάνταζαν με κουφέτα μεγάλου μεγέθους. Μόλις οι βόμβες έπεφταν πάνω στα πλοία ξεπηδούσαν καπνοί καιαυτόματα μεγάλες φλόγες. Αμέσως επακολουθούσαν τρομερές εκρήξεις, που μετέβαλαν τα σίδερα των πλοίων σε άμορφη μάζα και τα εκσφενδόνιζαν σε διάφορες κατευθύνσεις ανάλογα με το μέγεθος και το σχήμα του κάθε κομματιού.
Σε λίγα λεπτά το λιμάνι του Βόλου μεταβλήθηκε σε κόλαση πυρός, που μόνο ο πόλεμος δημιουργεί με τον γνωστό, τρόπο, χτυπώντας αλύπητα και με μανία ό,τι υπάρχει στο διάβα του. Αποπειράθηκαν να πετάξουν τα γερμανικά υδροπλάνα, που ήταν δεμένα στην προκυμαία, έχοντας μέσα τους ό,τι πολυτιμότερο διέθεταν σε ανθρώπινο υλικό οι Γερμανοί. Όταν σηκώθηκαν στον αέρα προχώρησαν προς τον Παγασητικό Κόλπο. Λίγα μέτρα μετά τον λιμενοβραχίονα προσπάθησαν να ξεφύγουν, αλλά μάταια, γιατί έπεσε πάνω τους ένα αεροπλάνο αγγλικό, από αυτά που Βομβάρδιζαν το λιμάνι, τα κατεδίωξε και τα κατέρριψε στη θάλασσα σαν τρύπια αλουμινένια σκεύη. Ο βομβαρδισμός έγινε με συντονισμένες ενέργειες της RAF και μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, η ασύγκριτη σε ομορφιά παραλία του Βόλου μεταβλήθηκε σε άμορφη περιοχή,που δεν τολμούσε κανείς να πλησιάσει από τη δυσοσμία των καμένων ανθρώπων και τροφίμων, ανακατεμένων με τα διαλυμένα μεταφορικά μέσα και υλικά, από καράβια, οπλισμό και λεωφορεία που μετέφεραν τους αξιωματικούς. Ο όγκος του γερμανικού στρατού απείχε από το σημείο της ολοκληρωτικής του καταστροφής.
Μετά την παύση του βομβαρδισμού και πριν καλά-καλά, συνέλθουν από τη λαχτάρα που πέρασαν, εγκαταλείποντας τους νεκρούς τους, στο σημείο που έπεσαν, όποιο μεταφορικό μέσον συναντούσαν μπροστά τους, το επίτασσαν και τρέπονταν σε άτακτη φυγή. Ο στρατός της σιδηράς πειθαρχίας, της εγωιστικής εμφανίσεως και της υποδειγματικής τάξεως, παρουσίαζε εικόνα τσιγγάνικου καραβανιού.
Δεν ξεχώριζες αν αυτοί που υποχωρούσαν από την πόλη ήταν Γερμανοί στρατιώτες, παρά υποψιαζόσουν κάπως, από τη στολή τους, που κι αυτή σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα ξεθωριάστηκε από τη σκόνη. Δεν μιλούσαν ούτε μεταξύ τους, σα να φοβόντουσαν ότι δημιουργούσαν στόχο σε κάποιο εχθρικό βόλι. Κοντά στο απόγευμα στις 19 Οκτωβρίου 1944 δεν κυκλοφορούσε κανείς των στρατευμάτων Κατοχής. Οι Βολιώτες πείστηκαν πλέον ότι και ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης έφυγε από τον τόπο τους. Συγκεντρώθηκαν στις γειτονιές ομάδες - ομάδες και οι καλά πληροφορημένοι έλεγαν ότι προχώρησαν προς το εσωτερικό της Θεσσαλίας. Αλλοι πάλι που γνώριζαν περισσότερα, όπως δήλωναν, ότι τους αποδεκάτισαν στο δρόμο τους οι αντάρτες. Μάλιστα επέμεναν ότι στη θέση Κακαβός έπεσαν πολλά εχθρικά κορμιά.
Οι βουκαμβίλιες από τις αυλές των σπιτιών τόνιζαν έντονα με το χρώμα των λουλουδιών τους το μαβί απογευματινό της 19 Οκτωβρίου 1944. Τα χρυσάνθεμα ολάνθιστα και οι ορτανσίες, με τα πολύχρωμα λουλούδια τους, στόλιζαν το σκηνικό της μεγάλης χαρμόσυνης μέρας. Ανάμικτη ξέφρενη χαρά με εκδίκηση επικρατούσε στην ψυχή των κατοίκων της πόλεως και προέρχονταν από τη στέρηση της ελευθερίας τους, που τόσα δεινά τους έφερε επί τέσσερα χρόνια. Ήρθε επιτέλους το πλήρωμα του χρόνου για να πληρώσουν όσα είχαν διαπράξει και με ακριβό τίμημα, τόσο ακριβό, όσο πιο αδιανόητο γινόταν. Καμιά επιείκεια, κανένας οίκτος, καμία μετριοπάθεια, καμιά λογική, καμιά υποχώρηση, έστω ανθρώπινη. Δεν υπήρχε δυνατότητα να μετριαστεί η πίκρα που δημιουργούσαν. Αφησαν πολλές ανοιχτές πληγές, οι οποίες για να επουλωθούν έπρεπε να προχώρησε σε βάθος ο πανδαμάτορας χρόνος μαζί με το βάλσαμο της ευμερίας.
1 σχόλιο:
Ψάχνω στοιχεία
Στα τέλει Αυγούστου το 1944 μεταφέρανε για εκτέλεση τέσσερις άνδρες και μια γυναίκα στον σιδηροδρομικό σταθμό στο Βελεστίνο και την τελευταία στιγμή τους χαρίστηκε η ζωή , οι πληροφορίες μου είναι από τον ίδιο τον γερμανό που τους
Γλίτωσε την τελευταία στιγμή
Stavrop2stiv@yahoo.gr
Δημοσίευση σχολίου