Ο μπάρμπας μου ο Παναγής
Κοντραμπατζής , ο
λαθρέμπορος . Ο όρος αναφέρεται κυρίως σε αυτούς που έκαναν λαθρεμπόριο δια
θαλάσσης . Ο αντίστοιχος όρος για τη ξηρά ήταν Κατσιρματζής . Η ακμή των Κοντραμπατζήδων είναι από τα
τέλη του 19ου αιώνος μέχρι τη Μικρασιάτικη Καταστροφή , αν και κάποιοι συνέχισαν και
αργότερα σε περιορισμένη κλίμακα . Οι
Κοντραμπατζήδες είχαν δικό τους κώδικα τιμής π.χ. έκαναν αγαθοεργίες , απέδιδαν δικαιοσύνη υποστηρίζοντας τους αδύνατους
) και είχαν γίνει ένα είδος λαϊκών ηρώων .
Στα Βουρλά είχαν και το
σινάφι τους .Αυτό τωνΚοντραμπατζήδων και τιμούσαν κάθε Δεκέμβριο τον άγιό τους . Το Άγιο
Ελευθέριο .
Ο Κοντραμπατζής Βουρλιώτης
ή Αϊβαλιώτης , είναι η απόλυτη λεβεντιά , όπως την οραματίζεται ο αγνός μας
λαός παρουσιασμένη από έναάνθρωπο.Λεβέντηςστο κορμί, λεβέντης στη ψυχή ,
λεβέντης στη καρδιά . Είχε βέβαια σκοπό το κέρδος . Μα μαζί μ’αυτό πιο πολύ τον
ξεσήκωνε η ιδέα , που μεταφέρονταν από το λεύτερο ελληνικό Κράτος και πουλώντας
κρυφά τα καπνά , το μπαρούτι και τα πολεμικά ντουφέκια – τίποτε άλλο – έδειχνε
την σωματική του αξιοσύνη αλλά και την παλικαριά , να αψηφά τους ζαπτιέδες και
τους κολτζούδες .
Ο Ηλίας Βενέζης στο
βιβλίο του ¨ Αιολική Γη ¨ τους περιγράφει :
¨ Ήταν θεοπάλαβοι , χαμένα κορμιά . Μέσα
τους έκαιγε το πάθος για το αίμα και για τον κίνδυνο . Ποτέ κανένας
Κοντραμπατζής δεν φύλαγε το χρυσάφι … Το σκορπούσαν
σε γλέντια , το ξόδευαν σε γυναίκες , το μοίραζαν σε φτωχές νοικοκυρές
¨ Είχα ένα μπάρμπα εγώ νταή
,
τον ξακουστό τον Παναγή
,
καμάρι κι ασικλίκι .
Λάζο στη μέση του χωστό
,
μουστάκι μαύρο γυριστό
,
καφέ αμάν και αγαπητιλίκι
.
Μες στα Βουρλά
κατιρματζής
αντάμης και
κοντραμπατζής
και της Τουρκιάς ο
τρόμος
καβάλα σε λιγνό φαρί
το μάτι του θολό βαρύ
πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος
.
Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
όταν περνούσε κατσιρμά
μπροστά απ΄ το καρακόλι ,
για να γλυτώσει τα
καπνά
σκαρφάλωσε από τα βουνά
και τα φευγάτισε στην Πόλη .
Τσακιρισμένος μια βραδιά
κι ως ήταν άντρας με
καρδιά
τον βάρεσε η τρέλα
και μπαμ και μπουν τις
πιστολιές
ξεσήκωσε τις γειτονιές
κι έσπασε δυο μπορντέλα .
Φτωχό σαν λάχαινε να δει
,
δάκρυζε σαν μικρό παιδί
κι ως είχε και παράδες
κάθε Χριστού και Πασχαλιά ,
μοίραζε ψώνια αγκαλιά
στους φτωχομαχαλάδες .
Η μάνα μου η Αλισαβώ
και η νενέ μου η Τζεβώ
είχαν συχνά μπελάδες
γιατί μας βγάζαν αβανιές ,
πως στου σπιτιού μας τις
γωνιές ,
κρύβαμε κατιρμάδες .
Και κάποιο δειλινό μουντό ,
μας το εφέραν σηκωτό ,
στο σπίτι λαβωμένο ,
με ματωμένη τραχηλιά ,
σπασμένη ραχοκοκαλιά
πολύ βαριά μαχαιρωμένο .
πολύ βαριά μαχαιρωμένο .
Και πριν χαράξει η αυγή
και πριν ο ήλιος καλοβγεί ,
τον στόλισαν στην κάσα .
τον κλαίει Τσεσμές και
Αϊβαλί
τον μπάρμπα μου τον Παναή
,
πήρ’ η Τουρκιά ανάσα .
Τον έφαγε μια παστρικιά ,
μια του παλιά αγαπητικιά ,
Αχ έρημη αγάπη
,
γιατί ο μπάρμπας θαρρώ
,
κρυφά της τάχε
από καιρό ,
με την Αγγέλα του
Αράπη .
.
Και την παράλλη την αυγή ,
Βγάζει η Τουρκιά
διαταγή ,
Ο Κιρχανάς να
κλείσει ,
μη σκοτωθεί κι
άλλος ραγιάς
απ’ τα σεκλέτια
της καρδιάς
κι η ρωμιοσύνη
σβήσει .
Μα σβήστηκε ο
Παναής
απ’ τα κιτάπια της
ζωής ,
ας έχει σχώριο η ψυχή του .
Αυτόν που έτρεμε η
Τουρκιά
τον έφαγε η
αγαπητικιά
και πήγε τσάμπα η
ζωή του .
Μεγάλωσα κι εγώ που
λες ,
κοπέλα μες τις κοπελιές
και τ’Αιβαλιού λουλούδι .
Τον μπάρμπα μου δεν
τον ξεχνώ ,
κι έκατσα αυτό το
δειλινό
και σας τον έκανα
τραγούδι .
Στίχοι :
Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Μουσική : Γιώργος
Στεφανάκης
Ερμηνεία : Αργυρώ
Καπαρού .
Επιμέλεια ανάρτησης : Β.Π.- Βόλος-
Απρίλης 2020 .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου