Ένας ξένος στο χωριό μας
Ο ξένος
ανέβαινε το καλντερίμι με αργά και σταθερά βήματα . Πίσω απ’τις κεντητές
κουρτίνες των παραθυριών πολλά γυναικεία μάτια προσπαθούν να διακρίνουν , να
μαντέψουν ποιος ήταν και που πήγαινε . Οι πόρτες άνοιγαν πίσω του για να
ξανασκουπιστεί το πεντακάθαρο κεφαλόσκαλο και να ριχτεί μια τελευταία ματιά ,
πισώπλατα , στον περίεργο επισκέπτη . Τον έβλεπαν ν’ανεβαίνει και στην πάνω
στροφή του καλντεριμιού , να κοντοστέκεται μπροστά στη ρούγα του σπιτιού της συγχωρεμένης
Ματούλας . Ο ξένος έβγαλε με αργές κινήσεις απ’το σακίδιο την φωτογραφική
μηχανή του και φωτογράφισε πρώτα το λιμάνι από ψηλά κι ύστερα το πεντάκλειστο
σπίτι με τη χορταριασμένη αυλή και τη ροδιά . Για πολλή ώρα στροβίλιζε το
βλέμμα του πάνω , κάτω , δεξιά , αριστερά σαν κάτι ν’αναζητούσε . Τέλος , έκανε
τον κατήφορο και ξαναγύρισε στο λιμάνι .
Στο αντάμωμα
με τις γειτόνισσες στην αυλή της κυρά Μάχης δεν βγήκε κανένα νόημα . Τα
αινίγματα δεν ξεκαθαρίστηκαν . Πως ξεφύτρωσε ο ξένος στο χωριό ; Γιατί
κοντοστάθηκε στο σπίτι της Ματούλας ; Γιατί το φωτογράφισε ;
Η κυρά-Μάχη
στήριζε όλες τις ελπίδες της στον άνδρα της τον Κωνσταντή . Ψιλικατζής στο
λιμάνι ο Κωνσταντής , τα ΄βλεπε , τ’άκουγε , τα μάθαινε όλα . Όλος ο ντουνιάς ,
ντόπιος και ξένος θα περνούσε αναγκαστικά από το στέκι του για τσιγάρα , για
ξυραφάκια , για καραμελικά , για κουβέντα . Τοπικό πρακτορείο ειδήσεων .
Το βράδυ η
κουβέντα άρχισε δειλά γιατί ο Κωνσταντής ήταν κουρασμένος :
-Ένας ψηλός ,
καλοντυμένος πέρασε προς τα πάνω , Κωνσταντή μου . Φωτογράφισε το σπίτι της
Ματούλας . Κόμπιασε για λίγο η κυρά-Μάχη και συνέχισε :
-Ποιος νάταν ;
Τι ήθελε ;
-Δεν τον
γνώρισες ; Αποκρίθηκε νευρικά ο άνδρας της . Ήταν ο Γιωργής , ο γιος της . Είχε
πολλά χρόνια να πατήσει στο χωριό . Από τότε που έριξε πέτρα πίσω του ,
πικραμένος , μόνο μια φορά φάνηκε . Στην κηδεία της μάνας του .
-Καλά λες , κάτι
μου θύμισε η φτιαξιά του , συνέχισε η Μάχη . Τον θυμάμαι από μια σταλιά παιδί .
Μετά πήγε στη Σχολή της Ύδρας και βγήκε καπετάνιος . Τι λεβεντονιός ! Μετά δεν
ακούστηκε . Ποιος ξέρει πρόκοψε ;
-Πρόκοψε και
παραπρόκοψε ! Δεν τον είδες με τι λουσάτο πλεούμενο ήρθε ; Είναι το δεξί χέρι
από έναν εφοπλιστή στον Πειραιά , βεβαίωσε ο Κωνσταντής .
-Και πως μας
θυμήθηκε ξαφνικά μετά από τόσα χρόνια ; Ξαναρώτησε η Μάχη .
- Ήρθε για να γράψει
την περιουσία του στο Αννιώ , την εξαδέλφη του . Πήγαν χθες στο συμβολαιογράφο
, υπέγραψαν και έφυγε . Δεν θέλει φαίνεται να έχει καμιά σχέση , κανένα δεσμό
με το χωριό . Με το στανιό μας γύρισε
την καλημέρα . Τέτοιο πείσμα δεν ματάγινε , έκλεισε ο Κωνσταντής .
- Το βιογραφικό
του Γιωργή ήταν πια συμπληρωμένο . Η κυρά-Μάχη , η παλιότερη στη γειτονιά ,
έπλεξε θηλιά-θηλιά τα παλιά που ήξερε με τα καινούργια που έμαθε . Την άλλη
μέρα στην πέτρινη πεζούλα της αυλής της , οι γειτόνισσες έμαθαν από το στόμα
της όλη την ιστορία του .
-Ο Γιώργος
μοναχοπαίδι , είχε χάσει τον πατέρα του στη θάλασσα και ζούσε με την μάνα του
την κυρά Ματούλα . Μεγάλωνε , ψήλωνε , ονειρευόταν να γίνει ναυτικός , να
ταξιδεύει . Να δει τα μακρινά μέρη που του χε περιγράψει ο πατέρας του . Να δει
αν οι περιγραφές του ήταν αληθινές ή αν τις φούσκωσε για να εξάψει τη φαντασία
του . Πρώτος στο σχολείο , πρώτος στη Σχολή καπεταναίων , άρχισε να ταξιδεύει
στο πέλαγος της ζωής . Τότε μπήκε στο πρώτο λιμάνι . Την αγκαλιά της Όλγας ,
της κόρης της Σμυρνιάς . Η μάνα του στραβομουτσούνιασε , αλλά δεν μπόρεσε να
τον ξαγκιστρώσει . Ο Γιωργής , αξιωματικός πια στο εμπορικό ναυτικό , όταν
έπαιρνε άδεια , τις μέρες του τις μοίραζε ανάμεσα στη μάνα του και στην Όλγα .
Δυο εδώ και δυο εκεί . Τα καλούδια του τα πήγαινε κατ’ευθείαν στην Όλγα , που
τον είχε σκλαβώσει . Το σπίτι της είχε γίνει Παριζιάνικο .
Αραιές οι
άδειες , πυκνοί οι πόθοι ! Κάποιο απόγευμα , αφού άλλαξε η βάρδιά του στο
καράβι , στον Πειραιά σκέφθηκε να κάνει ευχάριστη έκπληξη στην αγαπημένη του .
Αλλά ξαφνιάστηκε ο ίδιος . Έφτασε νύχτα
στο χωριό και τράβηξε ίσια στο σπίτι της , στην άκρη του χωριού . Τη βρήκε
αγκαλιά με το φίλο του το Νικολό !
Οι
σφουγγαράδες τον βρήκαν την επαύριο μισοπνιγμένο στα νερά του Μαυρολίθαρου . Γλύτωσε
απ’τον πνιγμό . Δεν θεραπεύτηκε , όμως , απ’τη μαχαιριά της Όλγας και του φίλου
του . Μόλις συνήλθε , με πληγωμένο εγωϊσμό , ματωμένη την καρδιά , έφυγε
προδομένος και ντροπιασμένος . Μάταια η μάνα του πάσχισε να τον σταματήσει .
Δεν ξαναγύρισε παρά μόνον μια φορά . Να την χαιρετήσει ξαπλωμένη .
-Τα τωρινά τα
μάθατε , συμπλήρωσε η κυρά-Μάχη . Ύστερα σηκώθηκε απ’το πεζούλι , έκανε ένα
βήμα , κοντοστάθηκε , γύρισε προς τις φιλενάδες της και πριν αρχίσει να απλώνει
την μπουγάδα της , αναστέναξε :
- Τα πάθια
, τα πάθια κυβερνάν τον κόσμο ! ¨
Μανώλης
Γκαγκάκης - Ζαγορά Πηλίου – Ιούνιος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου