Οι μουρμουράδες
Όποιον και
να ρωτούσες να σου διαλέξει τον ησυχότερο , τον ηρεμότερο άνθρωπο του χωριού ,
θα σου απαντούσε χωρίς κομπασμό . Ο Παντελής της Τριανταφυλλιάς . Μετρημένος ,
αργομίλητος , σωστός . Κανένας , ποτέ , δεν τον είχε ακούσει να σηκώνει τη φωνή
του στο καφενείο , ούτε για τα κομματικά . Κανένας δεν τον είχε ακούσει να
κατσαδιάζει τη γυναίκα του ή την κόρη του . Στο σχολείο , μικρό , τον φώναζαν
Ηρεμία . Έμπαινε στη μέση στους παιδικούς καυγάδες και συμβούλευε : Ηρεμία ! Το
ίδιο βεβαίωναν κι όσοι δούλευαν μαζί του στα καράβια .
Τώρα ο
Παντελής ήταν , για λίγο , ξέμπαρκος για να δει το σπίτι του , να περιποιηθεί
τα περβόλια του , ν’ασπρίσει το καλύβι του , να ρωτήσει τους δασκάλους για την
προκοπή της κόρης του , να δώσει κουράγιο στη μάνα του , στη γυναίκα του .
Συμμάζεψε
όλες τις δουλειές του και λογάριαζε σε καναδυό βδομάδες να ξαναπάρει το δρόμο
προς τον Πειραιά , για τη θάλασσα . Λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο . Γιατί η
γυναίκα του η Λισαβή , μια τσιλιγγρή γκρινιάρα , του το ξέκοψε. ¨ Δεν θα πας
πουθενά ! Δεν θα παλεύω μοναχή με τρία νοικοκυριά !¨ .
Η Λισαβή
για δεύτερο νοικοκυριό μετρούσε της ηλικιωμένης πεθεράς της , της κυρά-Τριανταφυλλιάς
, που επισκεπτόταν μια φορά τον μήνα και για τρίτο του πατέρα της και της μάνας
της .
¨Τελεία και
παύλα !¨ , αγρίεψε . Και πρόσθεσε ένα σωρό δικαιολογίες . ¨ Το κορίτσι μεγάλωσε
και θέλει προσοχή , βιός έχουμε , γιατί να θαλασσοδέρνεσαι με το σαπιοκάραβο…¨
Το άσχημο με
τον Παντελή ήταν ότι δεν είχε κανέναν για στήριγμα . Η κόρη του παπαγάλιζε το
τροπάριο της μητέρας της, η μάνα του σιωπούσε , σαν να παιρνε το μέρος της
νύφης της , τα πεθερικά εναντίον του . Εκτός απ’αυτά ήρθε κι η απειλή: ¨ Αν
μπαρκάρεις θα πάρω το Μαριώ και τα πράματά μου , θα κλειδώσω το σπίτι και θα
πάω στη μάνα μου! ¨
Μέρες τώρα
όλοι έβλεπαν τον Παντελή να βολτάρει μόνος του στην παραλία . Πάλευε ανάμεσα
στεριά και θάλασσα . Τη στεριά δεν μπορούσε να την αφήσει , μια δε σκόπευε να
διαλύσει τη φαμίλια του . Τη θάλασσα την αγαπούσε από νήπιο.
Δεν τόλεγε η καρδιά του να την προδώσει . Θαλασσινός πάππου
προς πάππου . Τελικά για φέτος συμβιβάστηκε να μείνει στη στεριά . Ειδοποίησε
την εταιρεία του να ψάξει για αντικαταστάτη .
Θα μείνω
μόνος για μια χρονιά στη στεριά , ανακοίνωσε στο Κυριακάτικο τραπέζι καθώς
κατέβαζε την τελευταία γουλιά του Λημνιώτικου κρασιού . Θα σας κάνω το χατίρι .
Η γυναίκα του , αντί να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει , τον αποπήρε όπως η
δασκάλα το μαθητούδι της : ¨ Το κατάλαβες ακουμπέτ !¨
Ο Παντελής δεν ήταν άνθρωπος του καφενέ και
της ταβέρνας . Τις Κυριακάδες μετά τον σχολασμό της εκκλησίας , σταματούσε να
πιει έναν μέτριο και να κουβεντιάσει με τους φίλους του . Στη χάση και στη φέξη
τραβούσε κανένα ποτηράκι στου μπάρμπα – Μίμη , αν είχε καλό μεζέ . Τη μέρα του
κουτσογέμιζε με κλαδέματα , φυτέματα , ποτίσματα , μαστορέματα . Του περίσσευε
ώρα τα βραδινά . Δεν άντεχε , όμως , να κλείνεται στο σπίτι ακούγοντας τις
γκρίνιες της γυναίκας του . Πνιγόταν . Αποφάσισε , λοιπόν , να ακολουθήσει το
παράδειγμα του μαστρο-Κωνσταντή . Τι σύμπτωση ! Κι αυτός είχε πολυλογού γυναίκα
, την Ασπασιώ . Έτσι έγινε μουρμουράς .
Έκοψε το ψηλότερο
καλάμι απ’τη ποταμιά . Το καθάρισε , το ξέρανε στον ήλιο . Αρμάτωσε πεταχτάρι
με ψιλή μεσινέζα , περαστό μολυβάκι και ψιλά αγκίστρια . Μόλις σουρουπώνει
κατεβαίνει με το καρεκλάκι του και τα σύνεργά του και πιάνει θέση πιο πέρα απ’τον
Κωνσταντή στη μεγάλη αμμουδιά . Μαλαγρώνει σπασμένα μύδια και ψαρεύει
μουρμούρες απ’τη στεριά . Όταν είναι πεινασμένες γεμίζει το κουβαδάκι του .
Αλλά και χορτασμένες νάναι δεν τον πολυνοιάζει . ¨ Θέλει ας τσιμπήσουν , θέλει
ας μη τσιμπήσουν , μονολογεί . Απολαμβάνει την ησυχία του . Του αρκεί να
απλώνει τη ματιά του στο πέλαγος καθώς η μέρα σκατζάρει βάρδια με τη νύχτα , να
ξεχωρίζει τ’αλαργινά φώτα των καραβιών που κρατούν την ρότα τους στη όστρια ,
να φαντάζεται ένα ναύτη ακουμπισμένο στην κουπαστή να νοσταλγεί τη στεριά , να
ρουφάει το βραδινό αεράκι που κατεβαίνει απ’ το βουνό ανάμικτο με το άρωμα των
σπάρτων και του μέλεγου .
Κανένας δεν
διαβάζει τις σκέψεις του . Τις μαντεύει μόνο το φεγγάρι που ρίχνει κρυφές
ματιές μέσα απ’τα ξεφτισμένα σύγνεφα του βραδινού ουρανού και χαμογελάει
ειρωνικά .
Μανώλης Γκαγκάκης – Ζαγορά Πηλίου – Ιούνιος 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου