Με αφορμή μια
συνάντηση-συζήτηση με τον μεγάλο συγγραφέα Αλέξανδρον Παπαδιαμάντην , 26
Μαρτίου 1893 , Αθηναίος δημοσιογράφος , αφού κάνει πρώτα μια ανάλυση στο
φαινόμενο-μύθο Παπαδιαμάντη , στη συνέχεια αφήνει τον ¨κοσμοκαλόγερο¨ να
αφηγηθεί και να μιλήσει ¨ για το πνευματικό περιβάλλον και οι άνθρωποι ¨ κατά
το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα .
Στο μπακάλικο του Μπάρκα . Ώρα
ογδόη εσπερινή . Το μπακάλικον εφωτίζετο πλουσίως , δια ραμφών του αεριόφωτος .
Τα εις βάθος του απόκρυφα δωμάτια ήταν κατειλημμένα υπό πολυαρίθμων παρεών ,
αίτινες συνέκρουον ευθύμως τα ποτήρια , και ευθυμώτερον και περιπαθέστερον
έψαλλον την ¨ Μυγδαλιάν¨ του Δροσίνη αφ’ενός και περιπαθείς αμανέδες εξάλλου ,
ων συχνοτέρα επωδός αντήχει : ¨ Έλα
να σε κάμω μάκια
Στο λαιμό
και στα μαλάκια ¨
Ευτραφέστατος μπακαλόπαις
προσήλθε εις τας διαταγάς μας . Έστρωσεν επί
του τραπεζίου αντί τραπεζομανδήλου μίαν ¨ Έπιθεώρησιν ¨και μίαν ¨
Παλιγγενεσίαν ¨, παρέθηκεν επ’ αυτής αχνίζον γκιουβέτσι , από εν πινάκιον , από
εν μαχαιροπήρουνον , από μίαν αμφίβολον πετσέτα , μισήν οκά άρτου κομμένου
μπακάλικα , μίαν οκάν αφρίζοντος ρητηνίτου και τρία ποτήρια .
Το σπαγέτον ορεκτικώτατον . Ο κ Παπαδιαμάντης εζήτησε
και τυρόν μάλιστα , το κρέας τρυφερότατων , ο ρητηνίτης γευστικότατος και ημείς
εφάγαμεν ορεκτικώτατα .
Ο κ Παπαδιαμάντης , ο εκ της
νήσου Σκιάθου συγγραφεύς , ιδιόρρυθμος , ο εκκεντρικός , ο Μποέμ , ο Μένιππος
φιλόσοφος , ο άνθρωπος των καπηλείων και των τρωγλών , ο θαυμάσιος τύπος , ο
ειλικρινής χαραχτήρ , ο περιφερόμενος συχνάκις ανά τας Αθηναϊκάς οδούς με το
τετριμμένον και τεθωριασμένον επανωφόριον , με τα διπλά καταρρακωμένα
πανταλόνια , με την ράβδον παραμάσχαλα και την χείρα αιωνίως επί του στήθους ,
ο πνευματώδης αυτός Λουκιανός , η χάρις αυτή του Θεοκρίτου , ο αναλυτικός
ψυχολόγος Τουργένιεφ , ο παρατηρητικός Δίκενς , ο μελαγχολικός Κοππέ , ο
γλαφυρός και φυσικώτατος Πλούταρχος , με τα άφθονα μαύρα αχτένιστα μαλλιά , με
τον πλατύγυρον λερωμένον ημίψηλον , με τα πυκνά ακατάστατα και ακαλλίτεχνα
γένεια , με την είρωνα φίλοινον φυσιογνωμίαν των , με την ανθηράν ευφυολογίαν
του την αναφαινομένην εν ακρατήτω
Πεζολογία , ο
ήκιστα αυτός φαινόμενος ποιητής , ο ελάχιστα δεικνυόμενος συγγραφεύς , η μορφή
του σχολαστικού , του δασκάλου , η προτομή αυτή του Σειληνού , ο ιδιότροπος , ο
φυγόπονος διά τας φιλολογικάς εργασίας , ο καταδαπανών δέκα ώρας της ημέρας εις
μεταφράσεις , εκ του γαλλικού και του αγγλικού διά την ¨Ακρόπολιν¨και το ¨ Νέον
πνεύμα ¨, ο σκορπών ολόκληρον το βάρος του θυλακίου του διά μίαν εσπέραν , ο
ζων μεταξύ ενός ποτηρίου οίνου και ενός κυπέλλου ζύθου , με τα σιγαρέτα του εις
το πλάϊ , ο χρυσός αυτός άνθρωπος , καθ’όλην την διάρκειαν του μποέμικου
δείπνου μας , μας έτερπεν εκ καρδίας τόσον αγαθός και τόσον φιλόφρων
δεικνυόμενος , αυτός ο τόσον άγριος , ο τόσον απότομος συνήθως .
Και εν μέσω των συχνών
προπόσεών μας και των συγκρούσεων των ποτηρίων εν γλυκεία αδελφικότητα
εξακολουθεί να απαντά εις τας ερωτήσεις μου και να λέγει πάντοτε αυτός , ο
τόσον κατηφής , ο τόσον δύσκολος συνήθως .
Από τον Σολωμόν εκτιμά
περισσότερον τον Βαλαωρίτην και κατόπιν αυτού τον Ζαλοκώσταν . Ο Βαλαωρίτης του
αρέσει περισσότερον , διότι τον θεωρεί , ότι αυτός μόνον ειργάσθη εθνικώς ,
αυτός είχε καρδίαν , αίμα , αίσθημα , έξεις όλα συγχωνευμένα Ελληνικά και
παρήγαγε μακράν εποποιίαν , ενώ ο Σολωμός , παρ’όλην την ατελή και άμορφον
παραγωγήν του , φαίνεται κάπως ξένος , εν Ιταλία ανατραφείς , ουχί αδόλως
εμπνευσθείς , Επτανήσιος ων . Τώρα αν θέλετε και τας ιδέας μου περί των
συγχρόνων ποιητών και συγγραφέων ακούσατέ τας .
Τον Ροΐδην τον θεωρεί ως
πνευματώδη , αλλ’εις το παρελθόν ανήκοντα . Τον Άννινον πνευματώδη και αυτόν ,
καλλιτεχνικώτερον αλλά εις την παρωδίαν
ανήκοντα . Τον Ψυχάρην ως ποιητήν καλόν , ως γλωσσολόγον και λατρευτήν της
δημώδους γλώσσης . Λεβαντίνον , ψευδή , τεχνητόν . Προσθέτει μάλιστα ότι η
μονομανία του αυτή , να αποκτήσει όνομα εις την Ελλάδα κατέστη δι’αυτόν ψύχωσις
, την οποίαν δεν απέφυγαν και παρ’ημίν πλείστοι όσοι καλοί ποιηταί και
λογογράφοι προσεκολλήθησαν στερρώς και τυφλότατα προς αυτόν . Την δημοτικήν
γλώσσαν που την είδε , που την έμαθε , που την εσπούδασε ο Ψυχάρης ; Αυτός
είναι σχεδόν ξένος , αριστοκράτης Φαναριώτης , επιχειρών με ένα στρεβλωτικόν ιδίωμα να επιβληθεί ως
δημιουργός και διδάσκαλος ολόκληρου έθνους .
Τον Δροσίνην τον θεωρεί ως
καλόν . Τον Μητσάκην τον αγαπά ως φίλον και τον εκτιμά ως συγγραφέα . Τον
Καρκαβίτσαν τον φίλον του τον αναγνωρίζει ως κατέχοντα τάλαντον αναμφισβήτητον
. Τον Ξενόπουλον τον λέγει καλούτσικον . Αυτός έχει καλαισθησίαν , εργάζεται ,
αλλά δεν δύναται να αντιληφθεί τα πρέποντα θέματα . Τον Κρυστάλλην τον αγαπά ως
κλέφτην και ως τσομπάνον και τον θεωρεί ως μόνον αγνόν δημοτικόν . Τον
Εφταλιώτην τον θεωρεί καλόν .
Ο Γαβριηλίδης , αλλά ποιός
Γαβριηλίδης ; Δι’ αυτόν καλύτερος είναι εκείνος που του σκάει 250 δραχμές τον
μήνα ( εφημερίδα ¨ Ακρόπολις ¨ ) . Ο Γαβριηλίδης είναι δύναμις . Νεωτεριστής ,
πρωτότυπος , αυθόρμητος , ανεξάρτητος , ανασφισβήτητος αξία , γνωρίζουσα να
συμβαδίζει με τας αξιώσεις και τας κλίσεις του κοινού .
Τον Πολέμην ως νέον ευαίσθητον
, συμπαθητικόν , αλλ’ ευρωπαΐζοντα , συνεσφιγμένον με το Ευρωπαϊκόν πνεύμα .
Τον Παλαμάν , φίλον σεβαστόν και απαιτητικόν . Τον Μάνου αρκετά καλόν . Τον
Πολυλάν σοφόν αλλά και ιδιότροπον και τον Καλοσγούρον , αυτός δεν είναι για
κουβέντα .
Την αφήγησή του , την επισφράγισε
με ένα περιστατικό :
¨Μίαν ημέραν ο κ Σίμων
Αποστολίδης και ο κ Ανδρέας Συγγρός συνομίλουν καθ’οδόν , οπότε διερχόμενος ο
συγγραφεύς των ¨Ειδυλλίων¨ , πάντοτε ρακένδυτος και ιδιότροπος , εχαιρέτισεν
τον κ Αποστολίδην . Ο μέγας τραπεζίτης Συγγρός , διακόψας την συνομιλίαν ,
προσέθεσε επί τη ευκαιρία :
- - Για δέστε εδώ εις την Ελλάδα ως και οι επαίτες φέρουν μπαστούνια .
- - Τι λες Κυρ Ανδρέα , αυτός είναι ο καλύτερος διηγηματογράφος .
- - Ποιος ; Πως τον λένε ;
- - Παπαδιαμάντην .
- - Και είναι σαν διακονιάρης ! Απήντησε ετι εκπλητότερος , αυτήν την φοράν ο κ Συγγρός ¨ .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου