Ότε ήμην Διδάσκαλος
Εικοσαέτης ων
, περατώσας την εις Παιδαγωγικήν Ακαδημίαν σπουδήν μου , αυθωρεί και διωρίσθην
. Τουτέστιν εντός τριμήνου , το πτυχίον μου επεστέγασεν ο διορισμός μου .
Ήρχισα υπηρετών ευόρκως την δύσμοιρον Ελληνικήν Παιδείαν . ( Αγλααί αι εποχαί
δια διορισμούς ). Ετοποθετήθην εις τι απομεμακρυσμένον μικρόν χωρίον εις τας
εσχατιάς της Θεσσαλίας . Ουδέ καν εν τω χάρτη εσημειούτο . Ενθουσιών και πλήρης
ευφροσύνης , φέρων μεθ’εαυτού βιβλία τινά , μίαν ομβρέλα το σύμβολο των
διδασκάλων τότε , ως και άλλα χρειώδη , ώδευσα εις τον στίβον των εμπειριών και
δημιουργίας . Μέχρι σημείου τινός , μετέβην διά συγκοινωνίας . Εκείθεν όμως ,
τας υπαρχούσας δυσβάτους ατραπούς , μόνο οδοιπωρών ηδύνασο να διανύσης .
Αφίχθην εις το χωρίον , πλήρης συγκεχυμένων συναισθημάτων . Ήδη οι μέλλοντες
μαθηταί μου , ανυπόδητοι όντες , ίσταντο κρυπτόμενοι παρακολουθούντες την
έλευσίν μου .
Το χωρίον ήτο ολιγάριθμον μεν
εις κατοίκους , πολυπληθές δε εις μαθητάς . Πασιφανής ο μετά περισσού ζήλου
αγών των κατοίκων , προς τόνωσιν της δημογραφίας . Προφανής δε ήτο η
μετ’ακωλύτου επίδοσίς των ου μην, αλλά και η ευφρόσυνος ενασχόλησίς των με την
παιδοποιίαν . Αι Αρχαί του τόπου εμερίμνησαν , όπως στεγασθώ , εις τι μικρόν
δωμάτιον , το εν εκ των δύο όπερ διέθετεν η επταμελής οικογένεια .
Δύναταί τις να εικάση δηλονότι ,
την καταιγίδα γοερών θρήνων και γελώτων , εκ των πέντε της οικογενείας τέκνων ,
ήντινα υφιστάμην οσάκις δεν ήμην εις το Σχολείον . Το δωμάτιον διέθετεν μίαν
κλίνην μετά στρωμνής εξ αχύρου , έν ξύλινον σκαμνίον και μικράν τράπεζαν εφ’ης
και μια λάμπα πετρελαίου . Διέθετεν δε και κλιματιστικόν , αισθητόν κατά τον
χειμώνα , ότε ροπή βορείου ανέμου διαπερνά τα χάσματα του παραθύρου . Το σχολικόν
¨συγκρότημα¨ συνίστατο εκ μίας και μόνης αιθούσης διδασκαλίας και ενός
παρακειμένου Γραφείου Διευθυντού , διότι ήμην πράγματι Διευθυντής Μονοθεσίου ! Ωιμε άμοιρε δάσκαλε !
Έν πεπαλαιωμένον γραφείον μετ’ερμαρίων ,
αρκούντος εφθαρμένου εκ του κατ’αυτού μανιωδώς ανακύψαντος σαρακίου . Η
αίθουσα ; Ω ! Η αίθουσα . Ρύποι πανταχόθεν . Το ξύλινον δάπεδον σεσαθρωμένον .
Τα θρανία πεπαλαιωμένα . Και οι τοίχοι βεβαμμένοι εκ της αιθάλης ην εξέπεμπε η
διαρκώς καπνίζουσα ξύλινη θερμάστρα . Η δε έδρα έκρωζεν εκβάλλουσα κραυγάς
καταρρεύσεως , ως επεχείρουν να ανέλθω επ’αυτής .
Υπό
την αίθουσαν διδασκαλίας υπήρχεν μικρόν υπόγειον βρίθον ευμεγέθων μυών . Ούτοι
συχνάκις ενεφανίζοντο προκλητικοί ,καθ’ώραν μαθήματος , προκαλούντες
αλλοφρόνους κραυγάς πανικού , κυρίως εις τας κορασίδας . Άλλ’ούτοι
εξωλοθρεύθησαν εν μια νυκτί υπό των μαθητών τη βοηθεία γονέως τινός , όστις
προσέφερεν μυοκτόνον εμπεποτισμένον εν σακκαρούχω διαλύματι . Την επομένην δε
θαρσούντες μαθηταί κατήλθον εις το υπόγειον , συναποκομίζοντες τα θύματα της
μυοκτονίας , άτινα και κατέκαύσαμε εις το πραύλιον προς τέρψιν όλων και δη των
κορασίδων . Οι μαθηταί μου ήταν πεντήκοντα οκτώ , εξικνούμενοι από της Α΄τάξεως
έως της ΣΤ΄τάξεως . Ασφυκτικός εσμός εν τη αιθούση . Φόβητρον διά την παιδευτικήν
μου απειρίαν . Έφερον όυτοι μεθ’ευτών πανίνην σάκκαν
Εν κονδύλιον,
τον άβακα και οι εκ των ευπόρων έν τετράδιον . Πολλοί εξ αυτών είχον
αποθρασυνθή , εξ αδυναμίας επιβολής τάξεως υπό του από τινος χρόνου
συνταξιοδοτηθέντος γεγηρακότος συναδέλφου μου . Έν σύγγραμμα Παιδαγωγικής και
έτερόν τι της Ψυχολογίας , άτινα έφερον μεθ’εαυτού , απέβησαν το πάνυ αλυσιτελή
και άκαρπα , ίνα μοι συντρέξουσι εις το παιδευτικόν μου έργον . Απεδείξαντο εν
ταυτώ την ατελέσφορον εν τη Ακαδημία σπουδήν μου , διότι πόρρω απέχουσιν και
αβυσσαλέον είναι το χάσμα μεταξύ θεωρίας και πράξεως . Ο Σεπτέμβριος εκείνος ,
υπήρξε δι’εμέ συγκλονιστικός . Απέβη αναιρετικός δια το σύστημα . Βαρύς δια το
θυμικόν μου . Δυσοίωνος δια το μέλλον .
Αλλά φευ ! Η νεότης τα πάντα ανατρέπει
και τα πάντα ευποιεί . Μετ’ου πολύ εύρον ρυθμόν δημιουργίας . Υπερέβην τας
δυσκολίας , προς έτι δε ενθαρρυνθείς απέκτησα και ευοιώνους προοπτικάς . Οι
μαθηταί μου απηλλάγησαν των φθειρών , κατόπιν εντόνου αγώνος μου , πάντα εν χρω
κεκαρμένοι και φοβούμενοι δε πάνυ και τον ως εκπαιδευτικού μέσου του ισχύοντος
τότε δαρμού , ηκολούθουν δε αρμονικώς και επιτυχώς τας διδομένας προς αυτούς
οδηγίας μου .
Ενίοτε φίλα προσκείμεναι
οικογένειαι μαθητών , προσήνεγκον ημίν λιτόν τι γεύμα . Συνήθως όμως , οι
βανάυσως οξείς εκ πείνης νυγμοί , μοι ωδήγουν εις παρακείμενον καφενέ , τον
μόνον εν τω χωρίω , ένθα ο κυρ-Τάσος μεθ’ου συνήψα αρρήκτους δεσμός ,
κατεπράυνε το της πείνης βασανιστικόν αίσθημά μου με κονσέρβας αορίστου χρόνου
. Έτι δε και με εγχώρια ωά , τοσαύτα ,
ώστε με καθίστουν οιονεί
λαλίλαστον όρνιθα . Έκτοτε ωά εσθίω μόνον καθ’εκάστην Ανάστασιν . Τας
κονσέρβας δε ατενίζων αποστρέφω απ’αυτών μετά βδελυγμίας , νουν τε και όμματα .
Αι μεν νύκτες του χεμώνος , μακραί κατετυρράνουν την νεανικήν μου ψυχήν
Αι δε ημέραι
άκρως κοπιώδεις καθ’ο εργαζόμην και το Σάββατον . Αι κηπουρικαί εργασίαι , ο
ευπρεπισμός του Διδακτηρίου , έτι δε και κατά τας Κυριακάς ο εκκλησιασμός των
μαθητών τη συνοδεία μου, 36 ώρας καθ’εβδομάδα . Που χρόνος δι’ανάπαυσιν ; Που
δια διασκέδασιν ; Που διά μελέτην και επιμόρφωσιν ; Ενοχλητικοί υπήρξαν ωσάυτως
δι εμέ , οι των ενίων κατοίκων διαθέσεις και κρούσεις , προσβλέποντες εν τω
προσώπω του Διδασκάλου φέρελπιν γαμβρόν . Πρόβλημα το οποίον και με ηνώχλη
σφόδρα . Παρεξέκλινον δε τας κολοπροαιρέτους αυτών νύξεις και ωχλήσεις , μετά
μειζόνων φρονίμων τεχνουργημάτων και φειδωλευόμενος εις τας μετ’αυτών ευχάς .
Ο χρόνος όμως ου μην
πανδαμάτωρ μόνον είναι , αλλά και αενάως ρέων ταχέως και ακαταπαύστως . Ούτω μετ’ου
πολύ ήγγικεν η ώρα , μετά λύπης να αποχωρισθώ εκ των μαθητών μου , μεθ’ων ου
μην μόνον συνεδέθην συναισθηματικώς , αλλά και δι’αυτών απέκτησα πολυτίμους
εμπειρίας και γνώσεις αίτινες απέβησαν χρήσιμοι δι εμέ .
Κατόπιν επιτυχών εξετάσεων
εισήχθην εις το Πανεπιστήμιο , ένθα άλλαι προοπτικαί και άλλοι ορίζοντες
ηνεώχθησαν .
Κων. Ι.
Παπακωνσταντίνου-Λάρισα 29/9/2014 .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου