Το κλάμα της φώκιας
Ο
φαροφύλακας τράβηξε τα δίχτυα στη βραχώδη ακτή , όπως έκανε κάθε σούρουπο
Τριάντα χρόνια τώρα . Σήμερα ήταν ασυνήθιστα βαριά . Έδεσε
πρώτα τη μικρή του βάρκα
Στον μοναδικό κάβο της στενής πέτρινης προκυμαίας και ύστερα
πάσχισε να ανασύρει τα
Δίχτυα .
Ξανοιγόταν με
το χάραμα στα ανοικτά να ρίξει τα δίχτυα και ύστερα με το λιόγερμα τ
μάζευε. Μια μονότονη τακτική συνήθεια που του εξασφάλιζε
φρέσκο ψάρι για το
τηγάνι του . Και τι άλλο νάκανε … Μόνος του σ’αυτό το βράχο
μια ολόκληρη ζωή . Ο χρόνος
είχε ρίξει βαριά την άγκυρά του σ’αυτό το θαλασσοδαρμένο
ξεροτόπι . Όμως δεν παραπονιόταν . Το
είχε διαλέξει . Κι εξάλλου μόνο τρία χρόνια έμειναν βγει στη σύνταξη.
να ξαναγυρίσει στο αγαπημένο του ψαροχώρι , στον Αγιόκαμπο ,
στους στεργιανούς, στον
Πολιτισμό, στη ζωή του , που είχε γλισττρήσει μέσα από τα χέρια του . Έτσι απόψε θα
έτρωγε τα ψάρια , θα άναβε το φάρο , θα έπινε από το
τσίπουρο που κόντευε να τελειώσει
και θα κοιμόταν . Ανέβασε με κόπο τα δίκτυα . Η θάλασσα
άρχισε να βρυχάται . Τα σύννεφα είχαν κρύψει το φεγγάρι και ρουφούσαν αχόρταγα
το λιγοστό φως της ημέρας που χανόταν πια . Θα ήταν δύσκολη νύκτα . Μέσα στα λιγοστά ψάρια
, τυλιγμένο στα φύκια σάλευε ένα κήτος . Προσπάθησε να δει καλύτερα με το
φανάρι του . Καθάρισε τα δίκτυα και τα φύκια , δεν ήταν κήτος , ήταν …
πισωπάτησε ταραγμένος , σταυροκοπήθηκε .
Το κορίτσι είχε μακριά μαλλιά , που κάλυπταν το γυμνό της
στήθος . Αλλά εκεί σταματούσε
κάθε ομοιότητα με άνθρωπο . Από τη μέση και κάτω μια ουρά ψαριού
γεμάτη λέπια που
Ασημογιουάλιζαν στο φως του φαναριού , χτυπιόταν στη βάρκα
προσπανταθώντας να ελευθερωθεί . Την πήρε
αγκαλιά και τράβηξε για το υπόγειο του φάρου . Την απόθεσε στο πάτωμα αμήχανος για το τι έπρεπε να κάνει . Έψαξε για μια .
κουβέρτα να τη σκεπάσει , όταν η γοργόνα άρχισε να κλαίει . Δεν ήταν κιόλας
σίγουρος . Αλλά του φάνηκε για κλάμα .
Ένας μακρύς συριστικός ήχος μέσα από τα δόντια της που έμοιαζε με το κάλεσμα
της φώκιας , μόνο πιο δυνατό , της πιο
σπαρακτικό . Έπιασε τα χέρια της , ήταν
παγωμένα . Σαν χέρια νεκρού . Άρχισε να τα τρίβει για να την ζεστάνει . Τα
μάτια της κατάμαυρα σαν το σβησμένο κάρβουνο κοιτούσαν απλανή τη νύχτα της
θάλασσας που άφριζε λίγα μέτρα έξω από την ανοιχτή ξύλινη πόρτα . Το δέρμα της
χλωμό σαν κέρινο και το κλάμα της διαπερνούσε τα αυτιά του και δεν έλεγε να
σταματήσει . Έριξε κούτσουρα στο τζάκι κι άναψε μεγάλη φωτιά για να τη ζεστάνει
. Έξω η νύχτα σκέπασε τα πάντα . Η θύελλα που ερχόταν από νωρίς είχε ξεσπάσει .
Τα αγριεμένα κύματα τσάκιζαν στα βράχια την ορμή τους . Ο άνεμος ούρλιαζε
απειλητικός . Αλλά τίποτε δεν σκέπασε το κλάμα της γοργόνας . Ένα κλάμα που τον
παρέλυε . Του έκοβε τα πόδια . Πότε βούλωνε τα αυτιά του , πότε προσευχόταν σιωπηλά
στην Παναγία να τον φωτίσει , να τον προστατεύσει και πότε προσπαθούσε να τη
ζεστάνει τυλίγοντάς την ασφυκτικά με την κουβέρτα , απωθώντας να την κάνει να
σωπάσει . Το κλάμα της σταμάτησε ξαφνικά για μια στιγμή που του φάνηκε αιώνια . Γιατί αμέσως μετά ξέσπασε η κόλαση . ‘Ένας εκκωφαντικός ήχος από ξύλα
που συντρίβονταν στα βράχια από
Κατάρτια που τσακίζονταν πάνω σε μυτερές άκρες και από ανθρώπινες κραυγές πόνου .
Ο Φαροφύλακας τινάχθηκε όρθιος , αλλόφρων , ένα κουβάρι
σκέψεις συνωστίζονταν στο μυαλό του ποια θα πρωτοβγεί . Πετάχτηκε η πρώτη , η
πιο οδυνηρή . Είχε ξεχάσει το φάρο .
Για μία και μοναδική φορά στο βραχονήσι , πέντε ναυτικά
μίλια έξω από τη Σκιάθο . Ξεχύθηκε στα βράχια να περισώσει ό,τι μπορούσε . Το
καράβι της γραμμής Βόλου – Σκιάθου είχε παρασυρθεί από την καταιγίδα και την
έλλειψη της καθοδήγησης του φάρου
και είχε τσακιστεί στα βράχια . Ο φαροφύλακας , κλαίγοντας από απόγνωση τράβηξε έξω όσους
ναυαγούς δεν είχε καταπιεί η μανιασμένη θάλασσα . Ύστερα σαν κάτι να είχε
λησμονήσει , έτρεξε ξανά στο υπόγειο του φάρου . Γύρισε το φανάρι του προς τη
θάλασσα .
Η βροχή
μαστίγωνε το πρόσωπό του και ο βοριάς
πότισε τα μάτια του με αλάτι και αλμυρό νερό , αλλά σε μια αναλαμπή του φάνηκε
πως την είδε … Καταδυόταν αργά στο νερό κι αμέσως η φουρτούνα κόπασε . Η
θάλασσα γαλήνεψε . Δεν την ξανάδε πια .
Ο φαροφύλακας
δικάστηκε για αμέλεια και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλακής , για τις ζωές
που χάθηκαν . Αλλά και όταν βγήκε , ποτέ δεν ηρέμησε . Καθόταν ανήσυχος τα βράδια στις ακτές . Μέχρι το τέλος
της ζωής του , ένα χειμωνιάτικο βράδυ είπε στους φίλους του : ¨ Το ακούτε το
κλάμα της γοργόνας ; ¨ . Και μπροστά στα απορημένα βλέμματά τους , ανοίχθηκε
στο πέλαγος με τη μικρή του βάρκα . Και κανείς δεν ξανάκουσε γι’ αυτόν .
Η άβυσσος που τον καλούσε από εκείνο το μοιραίο βράδυ του
ναυαγίου , τον τράβηξε στην αγκαλιά της .
Λογοτεχνικές
αναζητήσεις. Β.Π . – Βόλος
6/8/2018 .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου