Γέρασε ο ποιητής . ¨ Έγειρε ¨
από το βάρος των ετών που κουβαλάει . Δεν αισθάνεται καλά . ¨ Βλέπει ¨ το τέλος
να έρχεται . Το αισθάνεται πολύ κοντά του . Το ξέρει . Θα φύγει και μάλιστα
νωρίς . Ο χρόνος που του έμεινε λίγος . Ένα τίποτα .
Απόμεινε μόνος . Ζει και
υπομένει τη σκληρή μοναξιά του . Μακριά οι συγγενείς και φίλοι . Δεν έχει
κανέναν δίπλα του . Συγκυρίες , προσωπικές επιλογές , μονάχα αυτός ξέρει .
Του λείπει ένας άνθρωπος , να του πει μια ¨ Καλημέρα ¨ .
Να του συμπαρασταθεί σε κάτι . Εκεί έφτασε .
Δεν μετανιώνει για ό,τι έκανε .
Τον ¨ δρόμο ¨ , που ο ίδιος χάραξε θα τον διανύσει μέχρι τέλος .
Ποιός έκανε τους παραπάνω
συλλογισμούς ; Πρόκειται για τον αείμνηστο ποιητή , πεζογράφο , δημοσιογράφο
Κώστα Ουράνη ¨ 1890 – 1953 ) . Στα ποιήματά του κυριαρχεί ο νεορομαντισμός και
ο κοσμοπολιτισμός , με έντονη και διάχυτη μελαγχολία , πλήξη , διάθεση φυγής ,
αίσθημα αθυμίας και πίκρας και μια αίσθηση του ανεκπλήρωτου . Τα έργα του
Ουράνη εντάσσονται στο κλίμα της γενιάς του μεσοπολέμου .
Η χρόνια ασθένεια της Φυματίωσης
, που τον ταλαιπωρούσε επηρέασε τον ψυχισμό του και την σκέψη του και όλο αυτό
το ¨ κράμα ¨ να αντανακλά στα έργα και στις προθέσεις του .
Με σεβασμό στη μεγάλη μνήμη του
, αναδημοσιεύω από τρεις στροφές των ποιημάτων του με τίτλους ¨ Θα πεθάνω ένα
πένθιμο ¨ , ¨ Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι ¨ . :
¨... Θα πεθάνω
ένα πένθιμο του Φθινοπώρου δείλι ,
μέσα σ’έπιπλα
ξένα και σε σκόρπια βιβλία ,
θα με βρουν
στο κρεββάτι μου . Θε ναρθεί ο αστυνόμος ,
θα με θάψουν
σαν άνθρωπο , που δεν είχε ιστορία .
Απ’ τους
φίλους που παίζαμε πότε-πότε χαρτιά ,
θα ρωτήσει
κανένας τους έτσι καλά : ¨ Τον Ουράνη
μην τον είδε
κανείς ; Έχει μέρες που χάθηκε ! ... ¨
Θ’απαντήσει ο
άλλος παίζοντας : ¨ Μ’αυτός έχει πεθάνει ¨ .
Μια στιγμή θα
κοιτάξουνε ο καθένας τον άλλον ,
θα κουνήσουν
περίλυπα και σιγά το κεφάλι ,
θε να πουν : ¨
Τ’είν’ο άνθρωπος ! ... Χτες ακόμα ζούσε !
Και βουβά το
παχνίδι τους θ’αρχινήσουνε πάλι .
Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι
Τα φορτηγά
καράβια συλλογίζομαι ,
που γέρασαν
και τώρα , λαβωμένα ,
χωρίς ούτε μια
βάρδια στο κατάστρωμα ,
σαπίζουν
στ’ακρολίμανα δεμένα .
Τους ναυτικούς
τους γέρους συλλογίζομαι ,
που στα μεγάλα
του χειμώνα βράδια ,
μ’υπομονή κι
αγάπη , για τα εγγόνια τους ,
είτε γι’αυτούς
, μικρά φτιάχνουν καράβια .
Και δεν
μπορούνε πια να ταξιδέψουνε ,
μα κάθε μέρα
ως το λιμάνι πάνε
και , άνεργες ,
ανώφελες και πένθιμες ,
σαν κάτι τις
να χάσανε κοιτάνε ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου