Γράψε μας κάτι για τα Χάνια, μου είπαν οι καλοί φίλοι μου Οδυσσέας Φαφίτης και Αντώνης Πούλιος, πελέκα μας μια σημείωση για τον «ΠΑΝΑ» .
Το θέλεις, δεν το θέλεις, πως όμως ν’αρνηθείς ένα τόσο θερμό κάλεσμα, όταν προέρχεται από φίλους. Δεν είναι μόνο οι φίλοι, είναι κι ο τόπος, ο τόπος της νιότης , τα πανέμορφα Χάνια, που γνώρισα στα χρόνια της αφροντισιάς, τότες που όλα ήταν έμορφα, γελούμενα, ζωηρόχρωμα. Χάνια και Πάνας , δυο λέξεις αξιαγάπητες , που με σελαλίζουν στα χρόνια της ανεμελιάς και που με ταξιδεύουν
σ’αλαργινούς καιρούς.
Γνώρισα τα Χάνια , την εποχή που έγιναν τα εγκαίνια του ξενώνα, καλοκαίρι του 63, όταν πέρασα κάμποσες μέρες εκεί, τον μήνα Αύγουστο. Η μοναξιά, ο πράσινος τόπος, τα μονοπάτια με τις βατομουριές, η κυρα-Θεοπούλα, οΜπάρπα-Γιάννης, η Κατίνα, ο Αντώνης Πούλιος, οι βραδιές και οι μέρες, ο Αποστόλης ο Πασσιάς, η κ. Λένα, ο ¨Παράδεισος¨, οι περίπατοι, ο ¨Λούκουλος¨, το χάνι του Ζήση, ο χαμήλος τόπος, η βαθύσκιωτη γη, που την έζωναν από παντού τα κανάλια των παγωμένων νερών. Ο Δημήτρης ο Γατζός στον Πηλέα, το κόκκινο Αιγαίο, ο δρόμος, που φιδοσέρνεται, η Ζαγορά η χαμένη κι απόκρυφη. Όλα ήταν
τόσο φανταχτερά, τόσο μαγευτικά, τόσο απολαυστικά για τα χρόνια εκείνα, τα γεμάτα νιάτα και όνειρο.
Θυμάμαι τα εγκαίνια ύστερα, 13 χρόνια απ’ τον Οκτώβρη του 63. Την προσλαλιά του προέδρου του ¨Πανός¨ προς τους παρεβρισκομένους, το δεσπότη.Θ. Κλαψόπουλο, που έκοψε την ταινία της εισόδου στον ξενώνα, τους εκπροσώπους του αθηναϊκού τύπου, τον συγγραφέα Χρήστο Λεβάντα, τους πολλούςπολλούς επισκέπτες. Κρατώ στα χέρια μου το περιοδικό ¨ΠΑΝ¨ της εποχής , κοιτάζω τη φωτογραφία του, που είναι τραβηγμένη μπροστά στον ξενώνα, το
ωραιότατο κτίριο, τις πολλές γνωστές φυσιογνωμίες, παλιούς φίλους, που πολλοί
έφυγαν πια. Ο τόπος, οι πέτρες, το δάσος πίσω. Τα μονοπάτια, που διαβήκαμε σε
ανυποψίαστες ώρες της νιότης, που νιώσαμε την καρδιά μας να κελαϊδάει τα δοξαστικά της ωραίας ηλικίας, τον καιρό, που όλα ήταν αλλιώς κι αλλιώτικα έμελλε να τραβήξουν.
Νοσταλγώ τα Χάνια της νιότης, για όλα εκέίνα που γνώρισα εκεί, για όλα εκείνα που συζήτησα εκεί, με καλούς και αλησμόνητους φίλους. Τα πρωινά τα ξαφνιασμένα μέσα στις νεροσυρμές, τα μεσημεριάτικα σταλίσματα στον ¨Παράδεισο¨, τους εσπερινούς περιπάτους, πέρα-πέρα. Είναι κάτι, που θέλω να το ξαναζήσω. Να το ξαναζήσω με τα μάτια εκείνης της ώρας, τις αισθήσεις της ηλικίας, τη δίψα της μάθησης και της γνώσης . Να ξαναμιλήσω με τα δέντρα του δάσους, τις αδελφές μου οξυές, που με το μαχαίρι μου σκάλισα στους κορμούς τους το ασήμαντο όνομά μου και τη χρονολογία των ημερών εκείνων : 1-9-63. Τη στιγμή, που χαράζω αφτές τις γραμμές, έχω στη σκέψη μου όλο το πανόραμα των Χανίων: Τα δέντρα, τα μονοπάτια, τις νεροπηγές, τη ρίγανη, τις συντροφιές, που έφτιαξα εκεί, τα όμορφα χρόνια της νιότης, που έμειναν τόσο πίσω πια.
Ο ¨ΠΑΝ¨ με ταξιδεύει και φέρνει μέσα μου το μεγάλο σάλαγο των βουνών. Οι σελίδες του με σηκώνουν και με αλαργεύουν. Βουνά, αγέραστα στηρίγματα της φυλής, αθάνατες Κάπες της Αντίστασης και της αρετής των ελλήνων. Πήλιο με τις βαθύσκιωτες συνομιλίες σου, τα μεγάλα καταφύγια, των μυστικών σου, τους αντάρτες σου και τους ηρωισμούς σου. Ίσως μου δοθεί η χάρη να ξαναγυρίσω σε σένα, για να ξαναζήσω τις σιωπές σου, για να ξαναγευτώ τους διαλο-
γους σου. Να περπατήσω στα μονοπάτια της νιότης, να κουβεντιάσω με τις νεροσυρμιές σου, να καθίσω στις πέτρες που κάθισε ο Σικελιανός και σε ύμνησε. Αλλά, δεν είμαι ο μόνος. Δεν είμαι η εξαίρεση. Όλοι όσοι σε γνώρισαν, όλοι όσοι κοινώνησαν απ’ τα λαΐνια των πηγών σου, όλοι όσοι σε έζησαν, έτσι ή αλλιώς, κοντά ή μακριά από σένα, ζουν με την ελπίδα να ξαναγυρίσουν σε σένα, να ξαναζήσουν τα πανέμορφα χρόνια της νιότης και της χαράς. Δεν είμαι,λοιπόν η εξαίρεση, δεν είσαι λοιπόν, ο τόπος, που μπορείς να ξεχαστείς. Ζεις στις καρδιές των ανθρώπων και στις μνήμες εκείνων, που ευτύχισαν να σε γνωρίσουν νέοι.
( Χρονικό που έστειλε στο περιοδικό του Φ.Ο. ¨ΠΑΝ¨ ο συγγραφέας Ηλίας Λεφούσης, από μια επίσκεψή του στο Πήλιο) .
Επιμέλεια ανάρτησης : Βασίλης Παλαμηδάς – Μέλος του Φ.Ο.¨ΠΑΝ¨ .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου