Υπήρξε η ¨χρυσή πένα¨ της
δημοσιογραφίας του20ου αιώνα . Για τον Παύλο Παλαιολόγο (1895-1984) ο λόγος . Η
πάνω από 50 χρόνια δημοσιογραφική του πορεία , ήταν για όσους τον γνώρισαν από
κοντά ένα ¨σχολείο¨ παροχής γνώσεων , ήθους και ύφους . Για τους νέους , που
επιθυμούσαν να ακολουθήσουν το δημοσιογραφικό επάγγελμα το κάθε γραπτό του και
ένα ¨μάθημα¨ για Σεμινάρια δημοσιογραφίας .
Γεννημένος στη Κωνσταντινούπολη
ήρθε 20 χρονών στην Αθήνα και ξεκίνησε να εργάζεται στην εφημερίδα ¨ Ακρόπολις
¨ του Βλάση Γαβριηλίδη .
Πέρασε δύσκολους καιρούς ο Παύλος
, γνώρισε και ¨καλές μέρες ¨ στα χρόνια της καριέρας του . Ο Αθηναίος
δημοσιογράφος Βίκτωρ Νέτας στο βιβλίο του με τίτλο ¨ Ο νοσταλγός της πόλης ¨
κάνει ένα γραπτό αφιέρωμα της διαδρομής του Παλαιολογου μέσα στο χρόνο που
έζησε . Συγκλονιστικό το κεφάλαιο της απώλειας του γιου του :
¨... Επιφύλαξε η μοίρα στον Παύλο
Παλαιολόγο μια σκληρή δοκιμασία , την σκληρότερη για τον γονιό , που είναι ο
χαμός του παιδιού του . O μονάκριβος γιος του
Δημήτρης ¨ έφυγε ¨ στα 48 του χρόνια , τον Ιανουάριο του 1973 απροσδόκητα από
ένα έμφραγμα , αφήνοντας πίσω του γονείς , σύζυγο και μια κόρη . Αβάσταχτος ο
πόνος του πατέρα . Συντετριμμένος πήγε στη κηδεία και μετά κλείστηκε στο σπίτι
του στην ¨Πλατεία Προσκόπων¨ . Σταμάτησε να γράφει και δεν κατέβαινε στην
εφημερίδα .
Ήμαστε γείτονες . Πήγα στην
κηδεία , αλλά τις επόμενες μέρες δεν πήγα στο σπίτι του , υποθέτοντας ότι θα
έχει πολλές επισκέψεις . Κάποια στιγμή του τηλεφώνησα . Μου είπε με παράπονο: ¨
Που είσαι , φίλε μου ; Σε έχασα ¨ . Δικαιολόγησα την απουσία μου : ¨ Θα έχεις
πολλές επισκέψεις και γι αυτό δεν ήθελα να σε ενοχλήσω ¨ . Μου απάντησε : ¨Δεν
έρχεται κανένας . Είμαι μόνος ¨.
Του είπα : ¨
Έρχομαι να σε πάρω να πάμε μια βόλτα στο Ζάππειο , να καπνίσουμε ένα τσιγάρο ¨.
Έτσι βγήκε από το σπίτι . Την επομένη πήγαμε μαζί στην εφημερίδα . Εκεί έγραψε
ένα σπαραχτικό χρονογράφημα , που δημοσιεύθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1973 με τίτλο
¨Καλή σου νύχτα ¨ .
¨Δένω τη θλίψη με τη σιωπή και την
καρδιά με ατσάλι ¨ . Κηδεύει στην ¨Άνυδρη Γη ¨ η Λιλή Ιακωβίδη την κόρη της .
Χωρίς αλυσίδες εμείς , μάνα και πατέρας , για νά αλυσοδέσουμε τη θλίψη μας ,
αφηνόμαστε σε θρήνο επιτάφιο και , φως των οφθαλμών μας . ¨Θολώνουνε τα μάτια
μας το φως σου αναζητώντας ¨.
Εκατοντάδες νεκροί έχουν περάσει
από αυτή τη στήλη . Μην αρνηθείτε το δικαίωμα του σπαραγμού σ’έναν πατέρα τη
στιγμή αυτή , που προπέμπει το γιο του .
Μας έφυγε στα σαρανταοκτώ του
χρόνια . Καταβολή του πατέρα , κέντημα της μητέρας , καμάρι των δυο μας .
Το μόνο μου έργο . Το μόνο που
άξιζε τη μακροβιότητα . Έργο χωρίς ψεγάδι . Ψιχούλιασμα ψυχής και σκέψεως όλη η
επαγγελματική μου παραγωγή . Μυριάδες κόκκοι άμμου σκορπισμένοι σ’ένα χάρτινο
ωκεανό . Και κάθε πρωί το κύμα σαρώνει τα ψίχουλα της προηγούμενης μέρας . Τώρα
το κύμα σάρωσε κι Αυτόν που υπήρξε το άπαντό μου , τήβεννος ακαδημαϊκή , Νόμπελ
, φύλλα δάφνης , στο πέτο του πατέρα . Να τον άφηνε όσο ο κύκλος μιας μεστής
ζωής , να μας τον άφηνε όσο τουλάχιστον παρατείνεται ο επίγειος βίος των
γεννητόρων του ...
Το όνειρο που θώπευα όταν , σε
ώρες ρεμβασμών , σκηνοθετούσα τη στιγμή του απόπλου : Ο γιος κολόνα εμπρός στον
οριζοντιωμένο πατέρα . Με τα μαύρα του γυαλιά για να μην φαίνονται τα υγρά του
μάτια . Κορυφαίος της νεκρικής πομπής . Στο μπράτσο του η μάνα , από κοντά η
γυναίκα του , η κόρη του , οι λοιποί συγγενείς , που θα παράστεκαν τον
ταξιδιώτη .
Ήταν τόσο μεγάλη η φιλοδοξία , για να μου την κλαδέψουν οι
ουρανοί ; Βιάστηκε να μας προλάβει κι αντί να του ετοιμάσουμε εμείς το κρεβάτι
, αυτός τώρα στρώνει την κλίνη μας .
Η μόνη κακή του πράξη . Δεν βρίσκω
άλλην στα πεπραγμένα του . Αν πιστεύετε – και πρέπει να το πιστεύετε – ότι με
λευκά τα χέρια περνά ο πατέρας απ’ τη ζωή , πιστέψτε και τούτο : ότι υπάρχει
από το λευκό το λευκότερο . ¨ Πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι ¨. Πιο
άσπρος από το χιόνι . Πολλές οι αδυναμίες του πατέρα . Άσπιλος ο γιος . Εκτός
αν πήτε αδυναμίᨴοτι πολύ ηγάπησε¨ .
Πικρή του ήταν η ζωή . Κάποτε όμως
εσήμανε και η ώρα του χαμόγελου . Μια σύζυγος που τον εθέρμαινε , η κόρη που
σκιρτούσε γύρω του , συγγενείς , φίλοι και συνάδελφοι που τον έσφιγγαν με την
αγάπη τους . Κι εμείς , οι γέροι του , που προσμέναμε το δειλινό να χτυπήσει η
πόρτα μας και να φωτίσει με την παρουσία του το σπίτι .
Αλλά να που μέσα σ’ένα μόριο
στιγμής , ο φωτοδότης έγινε σκοτάδι ο ίδιος . Έσβησε η γελαστή αρετή , η χωρίς
συνοφρύωση εντιμότητα , η χωρίς μορφασμούς πίκρα .
Αγαπήθηκε και τιμήθηκε . Είχα
πάει να τον επισκεφθώ στη Ρόδο , όπου ένα διάστημα υπηρετούσε . Κι εκεί ένιωσα
τη μεγαλύτερη χαρά της ζωής μου : Δεν ήταν ο πατέρας που ανέβαζε τις μετοχές
του γιου . Στον πατέρα του γιου απένειμαν τιμές οι συνάδελφοι και φίλοι του .
Πολύ
αγαπηθήκαμε , αλλά και πολύ κρύψαμε τηναγάπη μας. Σαν να ήταν καμμιά επαίσχυντη εκδήλωση . Δεν άκουσε το ¨σ’αγαπώ
αγόρι μου¨ . Δεν άκουσα το ¨ σ’αγαπώ , πατέρα ¨. Και να λατρευόμαστε και να
τρέμουμε ο ένας για τον άλλον . Το ίδιο και με τον δικό μου πατέρα . Κι ας με
λάτρεψε , κι ας τον λάτρεψα . ¨Γιατί , Θεέ μου , αυτό το κούμπωμα , γιατί η
κλειστή αγάπη ;¨ αναρωτιόταν ο
Αθηναγόρας , κι απλώνοντας τα χέρια του σε εναγκαλισμό , καλούσε τους κλειστούς
να κυτταχτούν στα μάτια , να λασκάρουν
Τους κορσέδες τους , να
ξεκουμπωθούνε .
Πρέπει τώρα να σ’αφήσω , Δημήτρη . Ακόμα και για σένα
τα όρια της στήλης είναι περιωρισμένα . Επαγγελματίας όμως πομπός ειδήσεων ο
πατέρας σου , πριν σε καληνυχτίσει , θέλει να σου μεταδώσει από τον επάνω κόσμο
το τελευταίο δελτίο ειδήσεων : Η γυναίκα σου , που ήταν κόρη μας , έγινε τώρα
και γιος μας . Το παιδί σου έγινε δυο φορές παιδί μας . Και να ξέρεις και να
κοιμάσαι ήσυχος αγόρι μου . Καλή σου νύχτα ...¨ .
Β.Π. –Βόλος 14-4-2014 .