Ο πλαστουργός
σαν τέλειωσε τον κόσμο τον γνωστό,
είδε σαν κάτι
να ΄λειπε που θάταν θαυμαστό.
Θα ζωγραφίσω
σκέφθηκε, θέμα γεμάτο χάρη,
ένα πανέμορφο
βουνό, ένα βουνό καμάρι.
Εδώ θα βάλω
πράσινο, μια ρεματιά πιο κάτω,
δαντελωτές
ακρογιαλιές στης θάλασσας το πιάτο .
Εδώ θα βάλω
καστανιές, πηγούλες όλο δρόσο,
μυρτιές,
λουλούδια και ελιές, έχω πολλά να δώσω .
Να μην ξεχάσω
τις μηλιές, κούμαρα , κερασούλες,
τις ανθισμένες
μυγδαλιές, του Γεναριού νυφούλες.
Κι αφού καλά
τελείωσε, κάλεσε τους ανθρώπους,
για σας, τους
είπε, τό’φτιαξα, και για τους στρατοκόπους .
Γλυκό νερό να
πίνετε, στα δάση , στα πλατάνια,
κι οι ανοιχτές
σας αγκαλιές, ν’αγγίζουν τα ουράνια.
Εγώ εδώ
τελείωσα, μα θα’ρχομαι συχνά,
στου Πήλιου
τ’ακρογιάλια, τα δάση τα πυκνά.
Με μοναστήρια
κι εκκλησιές, δώστε και μένα κάτι,
γιατί πολλά
σας χάρισα και κάνω σαν ...παιδάκι.
Κι ένα
μικρούλι , φτωχικό, λιτό προσκυνητάρι,
μ’ένα καντήλι
και κερί, φωνής προσκυνητάρι,
Είναι για μένα
αρκετό, ευγνωμοσύνη θέλω
και στις ψυχές
ανάπαυση, γαλήνη θα προσφέρω.
Ποίηση:Λευτέρης
Μπέκιος – Ιούνιος 2012