Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

Αύγουστε καλέ μου μήνα ...


               Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς και τι να γράψει πρώτο για τον μήνα Αύγουστο , που ο λαός μας τον θέλει δύο φορές τον χρόνο .

               Καθημερινά διαβάζω κι ακούω για τις γιορτές και τα πανηγύρια που γίνονται , να τιμήσουν την Παναγία μας , καθώς και για τις διάφορες εκδηλώσεις για την πανσέληνο . Για το φεγγάρι το Αυγουστιάτικο , το ολόγιομο κι εκφραστικό , που θαρρείς πως είναι έτοιμο να σου μιλήσει και να σου πει , τα όσα βλέπει , από εκεί ψηλά απ’τον  ουρανό . Ακούω και βλέπω όλες αυτές τις εκδηλώσεις και λαχταράει η καρδιά μου , γιατί πραγματικά , ο μήνας ο Αύγουστος , γεμίζει την ψυχή μας με νοσταλγίες και αναπολήσεις από τα χρόνια μας τα πρωτινά , τότε , που παιδιά τον ζούσαμε και δεν τον χορταίναμε .

               Ξυπόλητοι πολλές φορές τρέχαμε στο ζεστό χώμα , που όχι μόνο δεν νιώθαμε να μας καίει , αλλά παίρναμε και κάποια δύναμη και ζωντάνια , που μόνο η μάνα γη ξέρει να μας δίνει . Όλη τη μέρα τρέχαμε στις καλαμιές , στα αμπέλια και στα μποστάνια και προπαντός στα καλαμπόκια για καμιά ρόκα που ευωδίαζε και γέμιζε το στόμα μας με γάλα , όταν την τρώγαμε ψημένη . Καμιά σχέση με τις σημερινές , που είναι άνοστες και δεν έχουν γεύση .

              Κάθομαι πολλές φορές κι αναλογίζομαι απορημένος .    Ποια δύναμη θεϊκή είναι αυτή , που μας φροντίζει και μας διαπαιδαγωγεί με τον πιο τέλειο τρόπο και γεμίζει τις ψυχές μας με χαρά και ευτυχία , με τα πιο απλά πράγματα , τα τόσο όμορφα και ευλογημένα .

               Αυτά τα σκέπτομαι και λέω από μέσα μου :

               Να γιατί ο λαός μας τραγουδάει ¨ Νάταν τα νιάτα δυο φορές ¨ . Όχι τόσο για να ζήσει περισσότερο , αλλά να γίνει άλλη μια φορά παιδί και να ξανανιώσει τη χαρά αυτή την παιδική και την ευτυχία .

               Πολλές φορές τα χρόνια τα κατοχικά , ρίχνουν κάποια σκιά στα δικά μας παιδικά χρόνια , γιατί υποφέραμε πολύ . Εύκολα όμως τον ξεπερνάμε με τη δύναμη της λησμοσύνης που τα σβήνει όλα .

               Τον μήνα Αύγουστο τον ζω με πολλή αγάπη και γεμίζει η καρδιά μου κάθε χρόνο με χαρά και ευτυχία . Τον αγαπώ τόσο , που φορές μαραίνομαι με τη σκέψη , πως κάποια μέρα , που δεν είναι και πολύ μακριά , θα τον αποχωριστώ για πάντα . Παρηγοριέμαι όμως με τη σκέψη , πως σ’όποιον κόσμο κι αν θα πάμε , θα βρούμε έναν Αύγουστο παντοτινό , γιατί δεν είναι δυνατόν οι άνθρωποι στη γη να τον θέλουν δύο φορές τον χρόνο κι αλλού να μην υπάρχει .

               Πάντα , όσο ζούμε , ο μήνας Αύγουστος θα μας γεμίζει με χαρά και αισιοδοξία , γιατί είναι ο πιο αγαπημένος μήνας των παιδικών μας χρόνων .

                Είναι ο μήνας που συγκινεί ιδιαίτερα την ψυχή μας και ως τα τέλη της ζωής μας , θα λέμε μαζί με τον λαό μας : ¨Αύγουστε καλέ μου μήνα , νάσουν δυο φορές τον χρόνο ¨.

 

                Ηλ. Κωτούλας – 28/8/13 

Αίγυπτος


               Σκέπτομαι την Αίγυπτο . Πέντε χιλιάδες χρόνια ιστορίας μας κοιτάζουν από τις κορυφές τω Πυραμίδων της Γκίζα . Ένας πανάρχαιος πολιτισμός που θα μας εκπλήσσει πάντα με τα γιγαντιαία μνημεία που μοιάζει να τα έχουν χτίσει εξωγήινοι με τις προηγμένες γνώσεις , των μαθηματικών , της γεωμετρίας , της ιατρικής , της αστρονομίας , της αρχιτεκτονικής με την ισχύ των Φαραώ που  κυβερνούσαν επί αιώνες τη χώρα του Νείλου .

                Σκέπτομαι την Αίγυπτο με τους ναούς του Λούξορ , του Ασουάν , και του Άμπου Ντάμπι όπου  μέχρι χθες έφθαναν εκατομμύρια τουρίστες που είχαν όνειρό τους να επισκεφθούν τα δημιουργήματα αυτά με τα ογκώδη αγάλματα και τους μυστηριώδεις οβελίσκους .

                 Σκέπτομαι τα πολυτελή ξενοδοχεία  στο Ζαμάλικ τη αριστοκρατική γειτονιά του Καΐρου με θέα τον Νείλο , γεμάτα από τα γκρουπ των ξένων .

                Σκέπτομαι το Μουσείο εκεί κοντά με τα ευρήματα του τάφου του νεαρού Φαραώ Τουταγχαμών , που αναπαύεται στο χρυσό φέρετρό του 3336 χρόνια τώρα .

                 Σκέπτομαι και το θορυβώδες ¨σουκ¨, τη σκεπαστή περίφημη αγορά του Καν Καλίλ  , με τα μαγαζιά της λαϊκής τέχνης , τα κοσμήματα με γαλάζιους σκαραβαίους και μωβ αλεξανδρέτες , τα μπρούτζινα βάζα , τα πέτσινα διακοσμητικά και δίσκους με χαραγμένες παραστάσεις και συνάμα χρηστικά ¨πουφ¨ τα βαμβακερά κεντητά πατροπαράδοτα¨καφτάνια¨ και τις ¨αμπάγιες¨.

                   Σκέπτομαι την Αλεξάνδρεια του Καβάφη και των λιγοστών πλέον Ελλήνων που έχουν απομείνει στην Αίγυπτο και που τόσες γενιές συμπατριωτών μας είχαν αγαπήσει σαν πατρίδα τους .

                  Σκέπτομαι την Ερυθρά θάλασσα με τα κοράλλια , τα πολύχρωμα κοχύλια της και τα καβούρια που έβγαζε το βράδυ στην άμμο της παραλίας η παλίρροια .

                  Σκέπτομαι τον Αιγυπτιακό λαό , τον τόσο φιλόσοφο , τόσο φιλήσυχο , τόσο συνεργάσιμο . Σκέπτομαι την Αιγυπτιακή κουζίνα με το ¨κεμπάμπ¨ τα ¨φαλαφέλ¨  και τις μυρωδιές της σούπας με ¨μουλουχία¨, ένα χορταρικό ιδιαίτερα γευστικό που υπάρχει μόνο στην Αίγυπτο .

                  Όλες αυτές τις εικόνες από την Αίγυπτο έχω γνωρίσει και έχω αγαπήσει μου έρχονται σήμερα στο νου βουτηγμένες με αίμα .  Γιατί είναι τόσο δύσκολο να συνεννοηθούν οι άνθρωποι ; Γιατί να καταστρέφουν μια χώρα με ιστορία πέντε χιλιάδων ετών , ευλογημένη από τον Νείλο , τον ιερό ποταμό που για να ποτίσει την Αιγυπτιακή γη κυλάει τα νερά του ανάποδα από το νότο προς βορρά κατ’εξαίρεση μόνος αυτός στον πλανήτη μας ; Γιατί να φανατίζονται τόσο παράλογα οι άνθρωποι και να μη συνεργάζονται για να βρουν λύση που να μη βασίζεται στο μίσος αλλά στη λογική ;

                 Κανείς δεν πρόκειται να βγει κερδισμένος από αυτόν τον εμφύλιο σπαραγμό στον οποίο έχει κατρακυλήσει σήμερα αυτή η τόσο πλούσια προικισμένη χώρα , που διαθέτει όλα τα καλά του κόσμου από τις φυσικές της ομορφιές , τις γεωργικές της παραγωγές , τα μοναδικά αρχαία μνημεία και την ιστορία , την διώρυγα του Σουέζ , που ενώνει τη Μεσόγειο με τον Ινδικό Ωκεανό . Τι θα έχει μείνει όταν δεν θα πυροβολούν πλέον στους δρόμους και τις πλατείες του Καΐρου . Καμένα αυτοκίνητα , σπασμένες βιτρίνες λεηλατημένων μαγαζιών , σημάδια από αίμα των θυμάτων , που θα έχουν αφήσει την τελευταία τους πνοή στην άσφαλτο και μια χώρα με ρημαγμένη οικονομία . Ας τους φωτίσει ο Αλλάχ στον οποίο πιστεύουν .

 

  Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου-23/8/2013          

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Φιλοστοργία πελαργού


Όπως για τα αυτοκίνητα υπάρχει πρόβλημα χώρου , έτσι και για τα βιβλία του κάθε βιβλιόφιλου δεν επαρκούν οι χώροι της βιβλιοθήκης για να ¨στεγάσουν¨ τις πνευματικές του ανάγκες .

               Έτσι καταφεύγουμε στη λύση της απόσυρσης ενός αριθμού βιβλίων , για να δημιουργήσουμε χώρους φιλοξενίας των νέων εκδόσεων .

                Μέσα σε μια τέτοια διαδικασία βρέθηκα προχθές . Αναγκάστηκα εκ των πραγμάτων να αποσύρω παλιά και αγαπημένα βιβλία και να τα εγκλείσω σε άχαρα και ογκώδη χαρτοκιβώτια .

               Ανάμεσα στα μεταφερόμενα βιβλία ήταν και ένα βιβλίο από τα μαθητικά χρόνια του Γυμνασίου της δεκαετίας του 50 . Ο τίτλος του βιβλίου ¨Νεοελληνικά αναγνώσματα¨ . Με πόνο και νοσταλγία ¨ανοίχτηκα¨ στις σελίδες του , που με πήγαν μισό αιώνα πίσω . Σταμάτησα σε ένα διήγημα-αριστούργημα με τίτλο ¨Φιλοστοργία πελαργού¨ του Αριστείδη Κουρτίδη . Το ξαναδιάβασα ύστερα από τόσα χρόνια και το καταθέτω στη κρίση σας :

              ¨ Εις εν χωρίον της Θεσσαλίας , επί της στέγης παλαιάς οικίας , υπήρχε μεγάλη και άτεχνος φωλεά , κατασκευασμένη εκ καλάμων και ξηρών χόρτων . Επί πολλά έτη κατά τας πρώτας ημέρας της ανοίξεως , έβλεπον οι χωρικοί υπόλευκον ζεύγος πελαργών να έρχεται και να εγκαθίσταται εις την αγαπητήν του στέγην . Ίσταντο εκεί και οι δύο επί ενός ποδός και εκροτάλιζον με το ράμφος , ως να εχαιρέτιζον την αγαπητήν κατοικίαν , όπου είχον αναθρέψει τόσα τέκνα έως τότε .

                  Μίαν πνιγηράν ημέραν του θέρους , οι κάτοικοι του χωριού , ήσαν εις τους αγρούς και εθέριζον . Αίφνης δυνατοί κωδωνισμοί εκ του κωδωνοστασίου της εκκλησίας αναγγέλουν κίνδυνον. Μετ’ολίγον μία φωνή ακούεται από παντού . Πυρκαγιά – πυρκαγιά !

                  Οι χωρικοί έντρομοι τρέχουν εκ των αγρών εις το χωρίον , δια να σώσουν τας οικίας των . Αλλ’ότε ήλθον εις τον τόπον της πυρκαγιάς , είδον ότι μόνον η οικία , επί της οποίας οι πελαργοί είχον κτίσει την φωλεάν των , είχε περικυκλωθεί υπό των φλογών .

                  Τότε , όλοι με μεγίστην προθυμίαν , προσεπάθουν να σώσουν την οικίαν εκείνην . Αλλά δεν ήτο εύκολον το πράγμα . Το πυρ είχε διαδοθεί .

                   Οι φλόγες εξήρχοντο εκ των παραθύρων και η στέγη ήρχισε να αναφλέγεται .

                   Ενώ όμως οι χωρικοί κατεγίνοντο να σώσουν ό,τι ήτο δυνατόν εκ της καιομένης οικίας , αίφνης ένας πελαργός πετά ορμητικός προς αυτήν . Ήτο η μήτηρ των μικρών πελαργών , οι οποίοι ευρίσκοντο εντός της φωλεάς επί της στέγης και τους οποίους οι φλόγες και νέφος καπνού είχον τώρα περικυκλώσει .

                  Η δυστυχής μήτηρ έντρομη πετά πέριξ του καπνού και των φλογών . Τέλος , ορμά προς την στέγην διά μέσου των φλογών . Μετ’ολίγον εξέρχεται κρατούσα εις το ράμφος της μικρόν πελαργόν , τον οποίον τοποθετεί εις την ρίζαν ενός δένδρου . Ευθύς υψώνεται πάλιν και ορμά διά δευτέραν φοράν εντός των φλογών , αι οποίαι εν τω μεταξύ έχουν γίνει δυνατότεραι . Και μετ’ολίγον εξέρχεται με δεύτερον νεοσσόν . Τώρα αι πτέρυγές της εκάησαν ολίγον , άλλ’η φιλόστοργος μήτηρ δεν ανησυχεί διά τας πτερύγας της . Αφήνει το τέκνον πλησίον του πρώτου κι ορμά ακράτητος διά τρίτην φοράν εις την φωλεάν , δια να σώσει και τους άλλους δύο νεοσσούς .

                  Οι χωρικοί ανέμενον με βαθείαν συγκίνησιν να δουν την ηρωϊκήν μητέρα να εξέρχεται . Αλλά δεν εξήλθε πλέον .

                  Εσκέπασε με τας πτέρυγάς της τους δύο νεοσσούς της , οι οποίοι εκαίοντο και εκαει με τα αγαπημένα της τέκνα , αφού δεν ήτο δυνατόν να τα σώσει .¨ 

 

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Τελευταίο αντίο...

 Θέλω να ευχαριστήσω την Ασπα πού μού ζήτησε, κάτι πού και εγώ ήθελα, να πώ δυό τελευταία λόγια χαιρετώντας για πάντα τόν Γιώργο, τον φίλο μου απο τα παιδικά χρόνια.
   Μού είναι βέβαια τελείως βαρύ και άβολο νά μιλήσω γιά τον Γιώργο καί όχι, όπως μέχρι και πρίν λίγο καιρό, με τον Γιώργο.

   Σάν τελευταίο αντίο, λοιπόν, διάλεξα ένα σύντομο οδοιπορικό στο παρελθόν μαζί του. Είμαι σίγουρος οτι θα τόν χαροποιούσε αφάνταστα. Είναι όμως αφόρητα δύσκολο να κλείσεις μια ζωή 50 χρόνων σε δυό λόγια, σε μιά ομιλία λίγων λεπτών, όταν, τέτοιες στιγμές, ο λόγος αδυνατεί να παρακολουθήσει τον νού στο ξέφρενο ξετύλιγμα τής ταινίας τής ζωής.

    Μιάς ζωής, μιάς φιλίας που ξεκίνησε στις αρχές τής δεκαετίας τού ’60 στίς αίθουσες καί στό προαύλιο τού Β’ Γυμνασίου τής γενέτειράς μας, του Βόλου. Τήν εποχή πού τα ιδανικά και τα όνειρα ήταν αντιστρόφως ανάλογα τής σχολικής υποδομής και δέν είχαν σάν στόχο μιά θέση κάπου αλλά τήν γνώση, τήν επιτυχία, τήν καταξίωση. Ισως και ν’ άχαμε επηρεαστεί απο τον ρομαντισμό τής εποχής και αγγιχτεί πιότερο απο τήν Καβαφική Ιθάκη πού μελετούσαμε.

   Ετσι, δέν περιοριζόμαστε στίς μαθητικές απαιτήσεις τού σχολείου, αλλά ξεχνοιώμαστε λύνοντας ασκήσεις γεωμετρίας τού περιοδικού Ευκλείδης καί τών Ιησουϊτών ή κάνοντας πειράματα χημείας στο αυτοσχέδιο εργαστήριο με μαυροπίνακα (μουσειακό είδος πλέον) πού ο Γιώργος είχε έγκαταστήσει στήν αυλή τού σπιτιού του, παρά τίς κάποιες αντιρρήσεις τής αξιαγάπητης και με αίσθηση του χιούμορ μητέρας του, τής κυρίας Κατίνας. Ο πρόωρος χαμός της λίγο πρίν από τις εισαγωγικές μας εξετάσεις τόν κλόνισε αφάνταστα αλλά δέν τον λύγισε, μπήκε στο Πανεπιστήμιο. Ακόμα ηχούν στ’ αφτιά μου τα τελευταία της λόγια σ’ εμένα, πού αγαπούσε ιδιαίτερα, μέρες πρίν φύγει απ’ τήν ζωή ‘Ράλλη, νάστε πάντα φίλοι με τόν Γιώργο’΄. Καί έτσι κι’ έγινε. Μείναμε παντοτινοί φίλοι.

  Εύχομαι κι’ ο Νικολάκης, πού τού ‘λαχε να βιώσει στήν ίδια ηλικία ανάλογη εμπειρία με εκείνη τού πατέρα του, να φανεί εξίσου δυνατός με ‘κείνον και πείσμων και να προοδεύσει στήν ζωή του κρατώντας τον ζωντανό στήν ψυχή και το μυαλό του, καθώς τού πρέπει.

  Η επαφή με τον Γιώργο δεν σταμάτησε τα χρόνια τών σπουδών αν και ήμαστε σε διαφορετικές πόλεις. Διατηρούσαμε αλληλογραφία (δέν είχαμε κινητά τότε) και τα καλοκαίρια βρισκόμαστε περισσότερο διασκεδάζοντας, απολαμβάνοντας τίς ομορφιές τού Βόλου, όπως συνήθιζαν οι Βολιώτες φοιτητές (η πόλη μας δέν είχε πανεπιστήμιο τότε), μα καί συνεχίζοντας τις συζητήσεις μας για τούς στόχους και τα ενδιαφέροντά μας.

  Μετά την αποφοίτησή μας, η φιλία μας στάθηκε καί πάλι αφορμή να βρεθούμε μαζί για περίπου δύο χρόνια στο πανεπιστήμιο πού ημουν εγώ, εργαζόμενοι ώς ερευνητές και οι

δυό, σε έδρα Φυσικής αυτός, σε έδρα Τηλεπικοινωνιών εγώ. Εκείνα τα χρόνια, για κάποιο διάστημα μάλιστα συγκατοικήσαμε, δυνάμωσαν τήν φιλία μας καθώς βρεθήκαμε ώριμοι πια να εργαζόμαστε σε συναφείς θέσεις και στήν ίδια πόλη.        Είχαμε την δυνατότητα να ξαναμοιραζόμαστε όνειρα (πού ήταν αρκετά μεγάλα για να μήν χάνονται απ’ το βλέμμα μας όταν τα κυνηγάμε), φιλοδοξίες και εμπειρίες (όπως και παλιά σαν μαθητές), καθώς και το πηγαίο, ποιοτικό χιούμορ μεταξύ μας, που πάντα εξομάλυνε τίς όχι και τόσο σπάνιες συγκρούσεις μας.      Αξέχαστα τα ‘τσιμπούσια’ στα ρετιρέ πού έμενε, καθότι ήταν λάτρης τού καλού φαγητού και τής μαγειρικής (όπου η Φυσική έπαιζε βέβαια τον ρόλο της), τα οποία ήταν αφορμή για ατέλειωτες επιστημονικές, φιλοσοφικές συζητήσεις έχοντας υπόβαθρο μεγάλη ποικιλία κλασσικής μουσικής, πού ήμαστε λάτρεις.

  Τα χρόνια όμως αυτά ήταν και αποφασιστικής σημασίας για τα περαιτέρω βήματα σταδιοδρομίας του στο εξωτερικό, γιατί φεύγοντας εγώ για τη θητεία μου στο Ναυτικό, ο Γιώργος αναχωρεί για μεταπτυχιακά στήν Αγγλία. Εδώ φαίνεται ο γνήσιος και αγνός χαρακτήρας του, πού τον οδηγεί στο κυνήγι τού ονείρου και οχι τού χρήματος, πού είχε ήδη αρχίσει να εξασφαλίζει άνετα με παράλληλη φροντιστηριακή δραστηριότητα, αλλά πού πάντα θεωρούσε μέσον για τήν εξασφάλιση τής ποιότητας πού αναζητούσε και όχι αυτοσκοπό. ‘Απο τούς δυό δρόμους που ανοίγονταν στο δάσος, αυτός πήρε το δρόμο πού είχε πατηθεί πιο λίγο, κι΄αυτό τα άλλαξε όλα’, όπως λέει ο ποιητής.

  Απομακρυνόμαστε σχετικά πάλι για κάμποσα χρόνια, εκείνος στήν Αγγλία καί εγώ πίσω στήν θέση μου στο πανεπιστήμιο μετά το Ναυτικό, για να ξανασυναντηθούμε πλέον στο Λονδίνο, όταν εγώ έρχομαι με τήν γυναίκα μου, τήν Αγγέλικα, αρχικά με εκπαιδευτική άδεια για να μείνουμε τελικά μόνιμα. Την εποχή αυτή ο Γιώργος γνωρίζεται με την Ασπα (Ασπάκι όπως συνήθιζε να την αποκαλεί) και ζητάει απο τον καλύτερο φίλο του να τούς παντρέψει. Ετσι στη φιλία μας προστίθεται και η κουμπαριά.

  Τα χρόνια στο Λονδίνο δέν ήταν, βέβαια, το ίδιο ανέμελα όπως τά τής Ελλάδας. Οι διαφορετικές επαγγελματικές υποχρεώσεις, οι μεγάλες αποστάσεις, οι απορρέουσες απο τα διαφορετικής ηλικίας παιδιά μας δεσμεύσεις, δέν επέτρεπαν τήν τόσο συχνή, όσο θα θέλαμε, επαφή. Ομολογώ οτι αυτός διαμαρτύρονταν περισσότερο γι’ αυτό˙ εγώ ήμουν προικισμένος με τήν ψευδαίσθηση τής αιωνιότητας.

  Παρ’ ολα αυτά, οι οικογενειακές πλέον συναντήσεις μας, συνοδευόμενες πάντα απο καλό φαγητό, μεγάλη δόση χιούμορ και υπέροχη μουσική, παρέμεναν εξίσου απολαυστικές και δεν στερούνταν φρεσκάδας. Οι ατέλειωτες συζητήσεις μας είχαν ήδη εμπλουτισθεί και με τα καινουργια ενδιαφέροντα τού φίλου μου για αντίκες και παλιά βιβλία. Η λατρεία του για την φύση, δεινός κηπουρός άλλωστε απο μικρό παιδί, τον οδήγησε στήν απόκτηση τού εξοχικού του (cottage ή ‘κοτέτσι’ όπως το αποκαλούσε χαριτολογώντας), πού κυριολεκτικά λάτρευε και αποτελούσε καταφύγιο για τούς τρείς τους απο τήν πίεση τής μεγαλούπολης.

  Παρά τίς τόσες προτροπές του να τούς επισκεφθούμε εκεί, δυστυχώς, ποτέ δέν τά καταφέραμε.

  Ομως πολύ νωρίς η υγεία του άρχισε να τον προδίδει. Τα διάφορα προβλήματα, ερχόμενα το ένα μετά το άλλο, ήταν σά να δοκίμαζαν τήν αντοχή του και τήν θέλησή του για ζωή. Και ο αγώνας του να κρατηθεί ήταν απαράμιλλος. Στο κράτημα αυτό βοήθησε αφάνταστα το καμάρι του, ο Νικολάκης, που, ακολουθώντας τα χνάρια τού πατέρα του (για φυσικός), τού έδωσε νόημα μέσω τής συμβολής του στήν προετοιμασία του ακόμη και στίς τελευταίες του μέρες˙ τού πρόσφερε, με άλλα λόγια, ένα Νιτσεϊκό ‘γιατί’ να ζεί, όταν όλα σχεδόν είχαν χαθεί.

 Ακόμη και στα τελευταία του στάδια έκανε σχέδια για διακοπές και προσπαθούσε να μιλάει για τα συνηθισμένα μας ενδιαφέροντα καί να αντλεί δύναμη και κουράγιο από τις πάντα με χιούμορ πλαισιωμένες συζητήσεις μας. Δέν θα ξεχάσω φορές πού μιλούσαμε στο τηλέφωνο και γελούσαμε κοντά μία ώρα ενώ οδηγούσα.     Και ξέρω οτι ήταν γι’ αυτόν κάτι περισσότερο απο φάρμακο. Οπως δέν θα ξεχάσω και τα τελευταία του παραπονεμένα λόγια (δέν τον είχα δεί για καιρό λόγω ταξειδιών μου) ‘καλά ρε σύ, δέν σκέφτεσαι οτι μπορεί να φύγω και να μη με δεις;’ στα οποία απαντώντας επιστρατεύοντας και πάλι χιούμορ απέσπασα το τελευταίο του γέλιο. Μετά τίποτε άλλο. Επειτα απο λίγες μέρες, ενα πρωϊνό τηλεφώνημα τής Ασπας οτι ο ‘Γιώργος έφυγε’.

Αγαπημένε μου φίλε Γιώργο, το ταξείδι σου δυστυχώς τελείωσε γρήγορα και αφήνεις πίσω σου κι εμάς άπνοους και φτωχούς χωρίς την δική σου παρουσία.    Ξέρε όμως οτι ‘Η Ιθάκη δέν σε γέλασε, σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι. Χωρίς αυτήν δέν θάβγαινες στόν δρόμο’. Κι’ όλοι όσοι απο κοντά παρακολούθησαν τον δρόμο σου μέχρι το τέλος κατάλαβαν ‘Ιθάκες τι σημαίνουν’.

              

                                           Ράλλης Παπαδημητρίου