Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Οσο μπορείς


Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινή ανοησία,
ως που vα γίνει σα μιά ξένη φορτική.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1913)

Ανοιξιάτικο


                  Σε μια από τις λίγες αυλές που έμειναν στην πόλη, που δεν μετατράπηκαν ακόμα σε πολυκατοικίες ή σε κήπους με ξενόφερτα καλλοπιστικά δένδρα, μια ξεχασμένη αμυγδαλιά έβγαλε την πρώτη ανθή της.

                  Ίσως σήμερα λίγοι προσέχουν κι ακόμα πιο λίγοι συγκινούνται από τον πρώτο ανθό της αμυγδαλιάς. Αφού και οι αμυγδαλιές χάθηκαν πια από την πόλη και από τη ζωή των πιο πολλών από μας.

                  Όμως κάποτε ήταν το πρώτο χαρμόσυμο μήνυμα της ζωής που θα ξεφουντώσει μετά από τον μαρασμό του χειμώνα. Ήταν το πρώτο χαμόγελο της φύσης, γιατί νίκησε το θάνατο και η ζωή θα ξανάρθει. Η Περσεφόνη όπου νάναι θα φύγει από το σκοτεινό βασίλειο του Άδη και θα ξαναγυρίσει στον Απάνω Κόσμο.

                  Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, όταν βλέπω τον πρώτο ανθό του χρόνου στη ξεχασμένη αμυγδαλιά της γειτονιάς μου θυμάμαι εκείνη την κουβέντα του Νίκου Καζαντζάκη : ¨ Είπα στη μυγδαλιά : Αδελφή, μίλησέ μου για το Θεό. Και η μυγδαλιά άνθισε ¨. 

                  Και θυμάμαι εκείνους τους στίχους του Γ. Σεφέρη :

                 ¨Λίγο ακόμα,

                   θα δούμε τις μυγδαλιές ν’ανθίζουν,

                   τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο,

                   τη θάλασσα να κυματίζει,  λίγο ακόμα,

                   να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα ¨.

                   Και θυμάμαι ακόμα και πιστεύω να θυμάστε πολλοί, τον γλυκύτατο ποιητή, που συγκίνησε και ομόρφυνε τη ζωή και τους έρωτες των γενεών, εκεί στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα που μας πέρασε, τον Γεώργιο Δροσίνη και την ¨αμυγδαλιά¨ του :

                  ¨Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα χεράκια της,

                   και γέμισε από άνθη η πλάτη, η αγκαλιά και τα μαλλάκια της ¨.

                   Αγαπητοί μου φίλοι το πρώτο, πρωινό μήνυμα πως ο χειμώνας όπου νάναι θα περάσει, μας το έδωσε μια βιαστική, ξεχασμένη αμυγδαλιά, σε μια από τις ελάχιστες αυλές, που έχουν απομείνει στη πόλη.

                   Ακούστε τη μυστική φωνή της, που βγαίνει από τα σπλάχνα της ¨μάνας γης¨, που έρχεται από χιλιάδες χρόνια πριν και λέει : ¨Θαρσείν χρη, ταχ’αύριον έσσεται άμεινον ¨. Χαμογελάστε το αύριο θα είναι καλύτερο. Θα έρθουν καλύτερες μέρες ...¨

                     

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Δημήτρης Μητροπάνος (1948-2012)

Νεώτερος, παιδί του εμφύλιου χωρίς μνήμες προσφυγιάς και πείνας κατοχικής.
Ο πιο κιμπάρης, ο πιο γλυκός, ο πιο βουβός. Στοχαστής.
Ορφανός στην παιδική του ηλικία γιατί ο αντάρτης πατέρας έστειλε γράμμα ότι ζει
όταν ο μικρός ήταν 16. Τον γνώρισε κοντά στα 30 του.
Έζησε λοιπόν τον πόνο του απόκληρου, του στιγματισμένου αριστερού κι ορφανού
στα Τρίκαλα.
Έμαθε τον μόχθο της φτώχειας κι έχτισε την περηφάνια της ολιγάρκειας.
Κι όταν πλούτισε κι όταν πρόκοψε ήταν πάντα κυπαρίσσι. Λιτός κι αλύγιστος.
Κι έτσι έφυγε.
Είχε λοιπόν ζωή να πει και πόνο να τραγουδήσει.
Στο λαϊκό τραγούδι έφερε τη μακρόσυρτη, κοφτή μελωδία των μεγάλων του
ζεϊμπέκικων.
Με το Μικρούτσικο, το Νικολόπουλο αλλά και τον Τόκα και τους στίχους της
Νικολακοπούλου.
Στα τραγούδια υπήρχαν λέξεις που σε κάρφωναν στη γη, φράσεις που σε πέταγαν από
το σανίδι.
Όμως η ψυχή του είχε το στίγμα του Ζαμπέτα, αυτό το μείγμα μελωδικού στοχασμού,
μέσα από τον σαρκασμό, την ευστοχία του στίχου και το allegro ma non tropo του
μπουζουκιού.
Κάποιος θα νόμιζε ότι ταιριάζει περισσότερο στον Θεοδωράκη. Τον τραγούδησε από
το 1966 αλλά τον ξεπέρασε. Εύκολα.
Γιατί δεν τραγούδησε τη θυσία, τους κοινωνικούς καημούς. Δεν ήταν ιερατικός
Το μεγαλείο του ζεϊμπέκικου το βρήκε στην ψυχή των ανθρώπων, την επιλογή στα
προσωπικά συναισθήματα, στη μοναξιά, την πίκρα, τον έρωτα, την απόρριψη, το
λάθος. Εκεί έστησε τη δική του μυσταγωγία.
Η Ρόζα, η εθνική μας μοναξιά, τα λαδάδικα, η Θεσσαλονίκη που την έκανε πατρίδα
του και την αγαπήσαμε μαζί του, είναι οι στιγμές του.
Ο Μητροπάνος το τραγούδι του το χόρευε. Και τον χορό του τον τραγουδούσε.
Είναι το πιο λιτό ζεϊμπέκικο που έχω δει να χορεύεται. Μια στροφή σπαθάτη,
στακτή, γρήγορη χωρίς ψεγάδι. Όπου δεν περισσεύει τίποτα.
Κι ένα πρόσωπο όπου η συγκέντρωση δεν ήταν στη βαθιά φωνή του.
Αλλά στα μεγάλα λυπημένα και γλυκά μάτια του.
Έτσι τραγουδούσε. Κι έτσι ζούσε.
Ότι το καλύτερο έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από το 70 και μετά έφυγε. Θα τον
τραγουδάμε και θα τον θυμόμαστε όλο και πιο πολύ, επίκαιρα σήμερα στην εθνική
μας μοναξιά.

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Ύστατο Χαίρε στον Ιάκωβο Καμπανέλλη

Ύστατο Χαίρε στον Ιάκωβο Καμπανέλλη
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ,
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ


















Τετάρτη 6 Απριλίου 2011
Τι καλά που έκανες αγαπητέ μου Ιάκωβε και δεν παρέστης στην τελετή της
αποδημίας σου…
Θα
στενοχωριόσουν πολύ…
Λίγος
κόσμος, λίγοι, ελάχιστοι της συντεχνίας σου, μετρημένοι στα δάχτυλα ηθοποιοί,
απόντες τα θέατρα και βροντερά απόντες οι ταγοί της Πολιτείας και του
Πολιτισμού, τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση και μετά.
Τι
κι αν μάκρυνες τα σύνορα της Τέχνης και της Χώρας σου, αγαπητέ μου Ιάκωβε…
Τι
κι αν αποτέλεσες λαμπρό παράδειγμα δημοσίου ανδρός…
Τι
κι αν στόλισες το θέατρο μας με δεκάδες έργα, αδιατίμητα ασημικά της πατρίδας,
για τις επόμενες γενιές…
Τι
κι αν ήσουν σύμβολο του Ολοκαυτώματος και γύρισες ονειροτόκος από το
πουργατόριο του Μαουτχάουζεν…
Τι
κι αν έγραψες καταπληκτικά τραγούδια…
Τι
κι αν υπήρξες παγκόσμιο φαινόμενο, καθώς δίχως να τελειώσεις τις «εγκύκλιες
σπουδές», χωρίς απολυτήριο γυμνασίου δηλαδή, έγινες ομόφωνα ακαδημαϊκός και
καθηγητής σε τρία- τέσσερα πανεπιστήμια!
Το
παρήγορο είναι ότι στα πεντακόσια άτομα που προσήλθαν, τα τετρακόσια ήταν απλοί
άνθρωποι του λαού μας. Άγνωστοι. «Ο λαός μας είναι πάντα κατά τι ανώτερος από
την συντεχνία των αρχόντων του», όπως έλεγε ο Σεφέρης.
Αλλά
τι βουβάλα που έχει γίνει τώρα τελευταία η Ελλάδα….
Τρανταχτές
κηδείες και στέφανα και λόγοι σε αυτούς που ούτε στο μικρό σου δαχτυλάκι δεν
φτάνουνε.
Φαντάζομαι
ούτε το κεράκι μας δεν θα το θέλεις τώρα…
Από
την άλλη σκέφτομαι ότι καλά έκανες κι «έφυγες» σε μια τέτοια εποχή βαθύτατης
έκπτωσης του Δημοσίου και του Πολιτικού ήθους.
Έφυγες,
ενώ εδώ «περνάνε και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα»: Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Μνημόνιο και τα ρέστα.
Καλύτερα,
λοιπόν, που δεν παρέστης…
Αν
ήσουν «λαϊκό είδωλο», ή πως τους λένε αυτούς… «TV περσόνα», όλα θα ήταν
διαφορετικά.
Τι
και αν ποιητική και συμβολική αδεία είσαι ο Έλληνας Σαίξπηρ. Στην εποχή μας,
Ιάκωβε, η ποίηση έγινε αυτό που έλεγε ο Μανώλης Αναγνωστάκης: «ο καλύτερος
τοίχος για να κρύψουμε το πρόσωπό μας» .
Σήμερα
στην Ελλάδα ζούμε στην εποχή που ο πολιτισμός έγινε απολίτιστος. Όταν σε ρώτησα
πριν από δεκάξι μήνες στην συνέντευξη που σου πήρα, την τελευταία ίσως
συνέντευξη της ζωής σου, για την σιγή των πνευματικών ανθρώπων, τα πάθη, τα
βάσανα και τους καημούς των νεοελλήνων, μου απάντησες αφοπλιστικά: «Και ποιός
με ρώτησε εμένα και ποιός χτύπησε την πόρτα του σπιτιού μου ή το τηλέφωνό μου
τα τελευταία χρόνια;»
Εμείς
οι δημοσιογράφοι κυνηγάμε άλλα θέματα. Τους ζώνεκρους. Αυτοί κυριαρχούν. Και
δεν κυνηγάμε πια τα ελεύθερα και τα υπέροχα κοτσύφια.
Δεν
έχω πολλά να σου πω, αλλά έφυγες χωρίς να μου απαντήσεις στην κρίσιμη ερώτηση: «Ο
θάνατος τι είναι; Δημοκρατία ή δικτατορία;» Είναι μια ερώτηση που
παραμένει σε εκκρεμότητα τόσα χρόνια. Και περίμενα από σένα, τρυφερέ μου
Ιάκωβε, να μου δώσεις την απάντηση.
Λοιπόν,
να μην λέμε πολλά:
Χαίρε
τρυφερό κύμα της Νάξου!
Χαίρε
το μέλλον χιλιάδων Ελληνοπαίδων!
Χαίρε
που φωταγώγησες τα σκοτάδια του φασισμού!
Χαίρε
που τραγούδησες «Τι ωραία που είναι η αγάπη μου»!
Χαίρε
σιωπή της σιωπής!
Ήδη
νιώθω την απουσία σου και θα ‘ρθω στο κοιμητήριο να σου ανάψω ένα κεράκι θλίψεως
κι ευγνωμοσύνης.